21/2/19

σ΄ευχαριστώ ω εταιρεία!!!

http://www.authors.gr/posts/view/anakoinwsh-ths-etaireias-suggrafewn-gia-ton-thanato-tou-giwrgou-roubalh/home

https://www.youtube.com/watch?v=Lq5iD-xV9wI, άργησα μία φορά να φθάσω στο Ορλύ-δυο βήματα από μας, στο Vitry, δηλαδή, και τα "άκουσα" πάλι.

a vrai dire, la vie t'a fait tous les cadeaux, la  mienne, aucun, όπως λέει κι ο Πέρες Ρεβέρτε, cada uno tiene el diablo que se le merece,  στην πολύ-πολύ αρχή, απαντούσες στο γνωστό μας αστείο, holá irmao, holá irmaa, depois, nada, ok irmao, adeus meu bem....

μας άρεσε πολύ ο Μπρελ και τον χαρήκαμε τόσο σε εκείνο το Olympia, κλείνοντας το ας πούμε αφιέρωμα σ' εσέναν, ας βάλουμε τούτο δω που άρεσε ως σήμερα πολύ:

https://www.youtube.com/watch?v=-F_LfbdK0PM



*πάρτυ μας κάναν πάντα στα γενέθλιά μας,απλώς δεν εύρισκα φωτογραφίες, έχεις ακόμη όλα τα οικογενειακά άλμπουμ, τώρα θα τα πάρω πίσω, τόσα χρόνια πια με το πρόσχημα πως τις ήθελες για τα βιβλία σου*

στο γνωστό σου πάρτυ των 15 σου, ο Μήκος με τις φιγούρες του -μαζί με τον Ρούλη,από το 6 Στρούτζες, γίνατε 3 οι φαλακροί-κι ο Μπακαλιάρος σου (Μίμης) με τις πιο σοφιστικέ δικές του, περιττεύει η αναφορά πως είναι κι οι δυο 
rasés, ήγουν, διαλυμένοι, διότι γεννηθήκατε και μαζί μεγαλώσατε,όλα τα κάνατε μαζί, στην άκρη η μουρίτσα από ένα δεκάχρονο πολύ περήφανο που για πρώτη φορά το χόρευε ο αδερφός, είχες το ίδιο πολύ όμορφο χέρι της μάνας μας αν και η απόληξη ήταν ίδια, Ρουβαλέικη, τετράγωνη, χάλια, δηλαδή, πάντα κάναμε πλάκα, κάθε φορά που με εκνεύριζες, το τρέχον δηλαδή, σου έλεγα  "για βάλε το χέρι σου" βάζαμε τα χέρια μας δίπλα-δίπλα και λέγαμε, ποιανού είναι πιο ωραίο? αφού ίδια κοψιά ήταν, χάλια, δηλαδή, άσε, στα χέρια ατυχήσαμε, ίδια του μπαμπά, άσε που επίσης πάντα έλεγες πως έχεις ωραιότερη μύτη κι αυτιά, μες στην ματαιοδοξία και την φιλοδοξία, κάτι που ευτυχώς ποτέ δεν είχα, δεν βαρυέσαι, αυτά να ήσαν όλα τα κουσούρια σου. ρε Λώλο Μπόκαλη..κάναμε, πάντως, την ίδια αταβιστική κίνηση του αντίχειρα καταπάνω, ίσως και αυτό να σημαίνει το αίμα, κάναμε πολλές πλάκες... Ξέρω και ξέρεις πως είμασταν δύο σταγόνες από το ίδιο νερό, το δικό σου ίσως κρητικό, το δικό μου ίσως ηπειρώτικο, νερό όμως, σαν τους κουβάδες που κουβαλάγαμε από τον πάνω μας δρόμο με τις κοπέλλες μας και φυσικά εσύ, γεννημένος τεμπέλης, έκανες πως κοιμόσουν και σου φώναζε η μάνα μας να πας να βοηθήσεις, μπα, κουνελάκι... δεν έχω παράπονο, σκοτωνόμασταν καθημερινά, αλλά κάναμε απίστευτες πλάκες και πάντα βρισκόμασταν σε συντονία, θα μου μείνουν οι πλάκες μας, ειδικά οι καταδικές μας στις Μπανιέρες, όπου, πάντα τεμπέλαρος, κατέφθανες κατά τις 11 ενώ ήμουν εκεί από τις 7, είχες, όμως, δύο καλά: πρώτον, έφερνες καπέλλο με αυστηρή μητρική εντολή να φορεθεί, αυτό δεν ξέρω αν ήταν καλό ή κακό διότι μου το έχωνες στο κεφάλι με το ζόρι επιμένοντας πως θα έρθει η μαμά και εσύ θα τα ακούσεις πάλι, δεν ερχόταν και πάντα σαν ήταν κουρασμένη όταν έκλεινε το ιατρείο, άρα, την γλίτωνες, τι να το κάνω το καπέλλο αφού είμουν συνεχώς μέσα παίζοντας με τους φίλους μου?
 εσύ είχες το δικό σου πλατύγυρο μην και κάψει το μελαχροινό δερματάκι σου ο κύριος ήλιος εκ Μπουρτζίου αναφαινόμενος, και δεύτερον και το κυριώτερο, έφερνες μία δεκάρα για μία γκαζόζα στα δύο με δύο σταγόνες βυσινάδα, όχι σαν την δική μας αλλά, καλή κι αυτή, ξεδιψαστική, εκεί, ήσουν γενναιόδωρος, μου άφηνες πάνω από την μισή μπουκάλα, κι εκείνες  στο Παρίσι με τις ήσυχες μέρες στο Clichy, την Αναΐς Νιν και τον Κασσαβέτη στο σινεμαδάκι πάνω στην Πιγκάλ, τους έρωτες μιας ξανθιάς του Μίλος Φόρμαν, μου είχες γανώσει το κεφάλι διότι είχες μία φιλεναδούλα ξανθούλα τότε, και το ότι με έσυρες προς τις νέες Μπανιέρες, μόνη φορά που με δέχτηκες να πάω να παίξουμε μαζί μπαμπούμ,  πρέπει να ήμουν εφτά, βάρβαρο παιχνίδι, τω όντι, με γκρίνια, είναι αλήθεια, κλαψούριζα, "πάρτε με κι εμέναν, πάρτε με κι εμέναν" μου γίναν κομμάτια τα γόνατα από το βάρβαρο σούρσιμό σου στα τσιμέντα, κατατρόμαξες από τα αίματα και με πήγες στης κυρίας Καλλιόπης  στου Κατσίγιαννη, να κάνει κάτι, μου έβαλε το πρώτο υπάρχον, ούζο, ούρλιαξα και, σαν βρεγμένος γάτος, με ανέβασες στο σπίτι, τα "άκουσες" κανονικά από την μάνα και για μέρες μου έκανες όλα τα χατήρια μπας κι εξιλεωθείς. Από μέναν οκ αλλά από την μάνα, χμ...ήταν killer η γυναίκα και καλά μας έκανε, να τα λέμε κι αυτά, δεν είμασταν αυτό που λέμε ήσυχα παιδάκια, πάντως όχι του λόγου μου....της έκανα πολλά χουνέρια ως να μεγαλώσω κάπως...Αντικειμενικά μιλώντας, είχες καλόν χαρακτήρα, μαλακό κι ευγενικό, όχι ότι δεν έκανες τις μαλαγανιές σου, και με το παραπάνω,  eh, comment!!! εγώ ήμουν πάντα η αψίκορη, που σήκωνα τον κόσμο στο πόδι κάθε τρεις και δύο, με προστάτευες, τον προστάτη μου έχασα ρε Λώλο Μπόκαλη, να πας στο καλό παλληκαράκι με το υπέροχο χαμόγελο και την ωραία οδοντοστοιχία, καμάρι της κοινής μας μάνας, θυμάσαι βέβαια όλη την λοβιτούρα για να φύγεις στην Σκωτία για το πρώτο σου Τζάμπορη με τους προσκόπους, στα ούτε 14 σου, σε πήγαμε στον Πειραιά οι δυό μας, ο πατέρας ήταν ήδη στο Κόνγκο, ήταν ένα εμπορικό πλοίο, σε αποχαιρετούσαμε, η μάνα κούναγε μαντήλι και σου έγραψε κείνο το ποίημα για τον Γλάρο, από τότε ο γλάρος ενδύθηκε ιδιαίτερη σημειολογία και για τους τρεις μας, άκου το εκεί που είσαι πια και πες στη μάνα πως με αυτό σε αποχαιρετώ κι εγώ:

ΓΛΑΡΟΣ
(του γιού μου)

Με την καρδιά γιομάτη απ΄ονείρατα
και τη ματιά γιομάτη ηλιαχτίδες,
ένα πρωΐ  χαρούμενο, ξεκίνησες
για τη Ζωή, γυρεύοντας Ελπίδες.
Δεν ήταν το καράβι που ξεμάκραινε,
που βάσταε την αβάσταγη χαρά σου,
Ήσουν εσύ μικρέ μου γλάρε, π΄άνοιγες
στον Ήλιο, τα ολόλευκα φτερά σου.
Κι ανέβαινες ψηλά-ψηλά, σαν Ίκαρος.
Ψηλά. Να κατακτήσεις τα ουράνια...
Κι εγώ που σε θωρούσα κι ήμουν Δαίδαλος,
είχα για σένα τέτοια περηφάνεια!
Κι εγώ που σε θωρούσα κι ήμουν Δαίδαλος,
ξάφνου μεσ' την ψυχή ένοιωσα τρόμο.
Μην πας πολύ κοντά στον ήλιο της ζωής.
και ξεκολλήσουν τα φτερά από τον ώμο.
Μα πέρασε ο φόβος μου και χάθηκε.
Εσέ δεν είν' φτιαγμένα τα φτερά σου.
Εσύ είσαι γερό κι αληθινό πουλί
κι εκεί ψηλά θε νάβρης τη χαρά σου.
Και χάθηκε ο φόβος μου και πέρασε.
Εσέ δεν σ' έχουν φτιάξει ανθρώπου χέρια.
Εσύ είσ' ένας Γλάρος δυνατός πολύ
και δύνασαι να φτάσης ως τ' αστέρια.

Τερέζα  Παπαδόγιαννη Ρούβαλη, συλλογή "Κομπάρσοι", σελ 15, εκδ. Νέα Σκέψη, Μάιος 1974

******

eureka!!!


ψάχνω-ψάχνω να βρω κείνη την φωτό που είσαι καθισμένος με το πυκνό σου μαλλί κι ένα ωραίο χαμόγελο, να!!!  σ' ένα πάρκο στο Εδιμβούργο στα ούτε 14 αλλά μακρυκάνης, 1,86 ήσουν, και όλο μου βγαίνει αυτή, πρέπει να ήσουν περίπου εννιά, αφού πρέπει να ήμουν περίπου τεσσάρων, στην αυλή μας και τη μάνα με κείνο το ωραίο της πουκαμισάκι, το θυμάσαι, θαρρώ, καθώς και το ιδιαίτερο αυτό ποτήρι το ψηλό και παλιακό,που βάζαμε στο ψυγείο του πάγου και τσακωνόμασταν ποιός θα πρωτοπιεί, ως μικρότερο εγώ, πάντα κέρδιζες εσύ, α, ρε Γιωργαρή, ας είχες ζήσει κι' άλλο και βασικά υγιής κι ας συνέχιζες να κερδίζεις πάντα εσύ, πάντως το γάλα από το ψυγείο εγώ το έφτυνα και μου έκανες πάντα πλάτες μπρος στους γονείς "μα αφού δεν θέλει να το πιει, άσ' τε την ήσυχη"...


Γιώργης-Τερέζα-Αμαλία

νομίζω πως πρέπει να σου αφιερώσω το Υπάρχω, όταν σου χάρισα την συλλογούλα, εκτός από τα δύο ποιήματα για τον πατέρα και τη μάνα, συγκινήθηκες κι έκλαιγες μέρες με αυτό, μάλλον για το τουρ που γύριζες παιδάκι, όταν ήταν ακόμη ποδοκίνητο κι η μάνα ήταν έγκυος σ' εμέναν και πια δεν μπορούσε να το κινεί, ήσουν κι ευαισθητούλης, τρομάρα σου κι ας μην σου φαινόταν: 


Υπάρχω

Υπάρχω: περίεργο που είναι
να υπάρχω
ακόμα και σήμερα,
κοντά πενήντα χρόνια
Δεν καταλαβαίνω,
τι συνέβη,
πώς συνέβη
και κατέβηκα βίαια
από το μικρομέγαλο
γαλάζιο ποδήλατo
των δέκα μου χρόνων,
μπρος αυτό και πάνω του εγώ,
βόλτες στον Αμφιτρύωνα
και το τουρ
στο ιατρείο της μαμάς
ρρρρ,ρρρ
 σκιά αγγέλου παρηγορητική.
Ακόμα υπάρχω
και δεν καταλαβαίνω
πώς υπάρχω
γιατί υπάρχω ακόμα
κοντά πενήντα χρόνια’
πώς κατάπια τον καιρό
σαν σπέρμα
αθέλητα’
με ποιές τιτάνιες δυνάμεις
κατάφερα ν’αναδυθώ
στο φως και στο υπάρχω.
Σθεναρή ανάμνηση:
σκαρφαλώνω, σκότος και σκαρφαλώνω,
ατίθαση πέτρα και σκαρφαλώνω
βαθύ φρέαρ
και σκαρφαλώνω’
πείσμα και ρεβεράνς
στην εξαίρετη φυσική μου κατάσταση.
Σκαρφαλώνω
μες στο φόβο
ότι  δεν θα δω το φως.
Μαύρο και σκαρφαλώνω,
υγρό και σκαρφαλώνω,
πίνω και σκαρφαλώνω
Βγήκα,
ουφ! πεζούλι στιβαρό.

Τυφλώθηκα οριστικά.
Ήλιος ανηλεής,
Δεν τον πιστεύω,
είδα τον Xάρο με τα μάτια μου.
Είναι πολύ νωρίς’
σας παρακαλώ, ρωτήστε τον,
μ’αφήνει λίγο ακόμα;
Πείτε του:
πρέπει να μάθει γιατί υπάρχει’
πώς γίνεται να την αποσύρεις
πριν να μάθει
γιατί υπάρχει ακόμα;
Πείτε του:
πρέπει ν’ αφουγκραστεί τη θάλασσα,
στο κάτω-κάτω,
αν είναι να χαθεί,
ας την πάρει η θάλασσα,
είναι θαλασσινή,
ήτανε πάντα φωτεινή,
φοβάται τα ερέβη.
Υπάρχω
Τώρα πια
Μπορώ και να υπάρχω
Στα εύκολα, στα δύσκολα
Στο φως
                                           και στον Σεφέρη.


2003-2007
'Επεα πτερόεντα? εκδ. Τυπωθήτω, 2009

να τα λέμε κι αυτά: το ποδήλατό μου είχες "βουτήξει" κανονικότατα, χωρίς, φυσικά, να με ρωτήσεις κι εγώ το έψαχνα, κι έτσι ποζάρισες περήφανο 12χρονο στην ταινία του Κακογιάννη  "Ερόικα" πάνω στο πλατύσκαλο της γνωστής Βύρωνος...
*καμία αγιογραφία δεν σου στήνω, και τα καλά (τα περισσότερα) και τα κακά (τα λιγώτερα), προσπαθώ να σε αποτιμήσω δίκαια, βάζοντάς σε στις σωστές διαστάσεις, εξαιρετικά έξυπνος υπήρξες, πάντα το εκτιμούσα αυτό, το μυαλό, εννοώ, το αντιλαμβάνεσαι, θαρρώ, φιλικά τα λέω αυτά, εντάξει?, εξάλλου γεννήθηκες στο Ζωόδιο του Ζυγού που τα μετράει όλα ένθεν κακείθεν και εγώ κάπου κατά κεί, όθεν, καταλαβαινόμαστε μια χαρά, ναι?*

****************

μία κρίση μεγαλείου δεν την απέφυγες, φυσικά, αλλά, εντάξει: https://www.youtube.com/watch?v=F4PGvGkSkmU




έμελλε να είναι η τελευταία σου συλλογή,  η μόνη που δεν υπέγραψες σε κανέναν μας, σωστά παρατήρησε κάποιος πως είναι συλλογή ποιητικής παρά ποιημάτων, από τον ευπατρίδη Τήνιο Ντίνο Σιώτη ο οποίος σου στάθηκε και στα δύσκολα όσο λίγοι, τον ευχαριστώ και δημοσία και από εδώ για αυτό. Έχω κι εγώ κάτι ποιηματίδια για τον δρόμο μας, ξέρεις, σου τα είχα διαβάσει κάποτε και μας πήραν τα ζουμιά από τα νεράτζα, καθώς έλεγε ο πατέρας μας.

Η αλήθεια είναι πως μεγαλώνοντας ήσουν ίδιος το ίνδαλμά σου ο θειός μας Γιώργος Μακρής, λες και σε έφτυσε στο στόμα, βρε παιδί μου, είχες λίγη από την nonchalance της οικογένειας, αλήθεια είναι κι αυτό. Με την ορμή και τον ενθουσιασμό που πάντα σε διέκριναν, του κάναμε και εθνικό και διεθνές συμπόσιο, έγραψες πολύ γιαυτόν, μάλλον θα καταχάρηκε. Δεν θυμάμαι γιατί δεν ήσουν στην κηδεία του, πήγαμε ο πατέρας μου κι εγώ 14χρονο, το 1968, θυμάμαι όμως καθαρά τον επικήδειο του πατέρα, διέτρεξε μία ολόκληρη εποχή με την γνωστή του γλαφυρή αφήγηση.

-σήμερα, 23/2/2019, ο φίλος μας ο Βάσσος βρήκε μία μετάφρασή σου από τα ανέκδοτα του Τζιμπιέμ, που τόσο τον αγαπάει ο δικός μου αγαπημένος φίλος ο Θοδωρής ο Μπασιάκ και το ανήρτησε στην μπιμπλιοτέκ του, το βρήκατε με τον συγγενή μας τον Μπάμπη τον Καράκαλο, δηλώνουμε και οι τρεις κοινωνιολόγοι, η μάνα του Τζιμπιέμ ήταν Καρακάλου, κληρονόμησε τα γραφτά του και τα χρέη του, εσύ χρέη αφήνεις μόνο να δημοσιευτούν τα γραφτά σου, ό,τι προλάβω θα κάμω, βασικά, τα του παππού μας του Κώστα Παπαδόγιαννη, promise http://www.bibliotheque.gr/article/75276
αν και τόσα χρόνια, κοντά 50, εκτός πατρίδας, τα Ελληνικά σου υπήρξαν άψογα, είναι που μας δίδαξαν ο Αργείτης κι ο Απαλοδήμας, η Γωγώ μόλις μετά την κηδεία σου μου ενεχείρισε το βιβλίο της μαμάς της, της δικής μου δασκάλας, για τον πατέρα της τον Μήτσο Αργείτη, σου το είχα ψιθυρίσει αν θυμάσαι πως θα πάω να το πάρω και θα έρθω να σου διαβάσω, δεν προκάμαμε αλλά όταν γίνουν οι παρουσιάσεις, υπόσχομαι να βάλω κομμάτια εδώ, να τα διαβάσεις κι εσύ από κειπάνου,  νταξ?, άσχετο, υπήρξες πολύ καλός μεταφραστής, μακάρι κάποτε να σου φθάσω στο νυχάκι, για την ώρα μόνο για μια Λισπέκτορ επιτρέπω εαυτήν να μην εντρέπεται -συγγνώμην διέκοψα, βλέπεις, υπήρξες εξαιρετικά αγαπητός και δημοφιλής, επικοινωνούν από όλον τον πλανήτη-

*η φωτό είναι πίνακας της Ντιάνας Αντωνακάτου, το πρωτότυπο είναι ακόμη και θα παραμείνει στο αστικό σαλόνι της θείας Δέσποινας, τελευταίας αδερφής του πατέρα μας, αχνά κτήριο δεξιά, σύντροφο του άλλου θείου, του Τάκη Μαύρου για πολλά χρόνια. Ξέρεις και ξέρω πως το σπίτι της Σπηλιάδου θα είναι για μας το μόνο μας σπίτι, το έχεις στο φέις, ας μείνει έτσι.

σελ.37

ΜΑΚΡΗΣ-ΠΡΕΒΕΡ  ο ίδιος αγώνας

Γιώργος Μακρής
Πάνσοφος, πανεπιστήμων,ποιητής
Καλωσυνάτος, βαθυστόχαστος,  πλακατζής
Αντιρρησίας,αναρχικός, επικούρειος
Καλός φίλος, ιδεών μαιευτήρας
Εραστής, λάτρης της ζωής, αυτόχειρ.

Ζακ Πρεβέρ
Ειρωνικός, ανατρεπτικός, ποιητικός,
Δημιουργικός, σουρεαλιστής, ντανταϊστής
Στιχουργός, σεναριογράφος, διαλογιστής
Τη ζωή αγάπησε, και πολλές γυναίκες
Τους πλούσιους, τους κληρικούς πολέμησε,
Διακωμώδησε, γελοιοποίησε
Τους εργάτες, «που μιλούν αληθινά»
αγάπησε, εξύμνησε, πρόβαλε.

Μακρής-Πρεβέρ ίδιος αγώνας
Ελλάς-Γαλλία συμμαχία.
Ενάντια σε καραβανάδες
και τη μπουρζουαζία!

Γιώργος Ρούβαλης, Τα Νεράτζια της Οδού Σπηλιάδου-ποιήματα-Γιώργος Ρούβαλης εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, Ιούνιος 2017

Meme combat-


 *Τον Πρεβέρ μας έμαθε η μάνα μας, αλλά κι ο πιο αγαπημένος σου από όλους, ο Φίλιππος Δρακονταειδής, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, σε μία εκδήλωση που σκάρωσε με όλες τις λεπτομέρειες ο ίδιος κείνο το 1964 στην Κορωνίδα (κινηματοθέατρο), νεαρούλης, 24χρονος κι από τότε με ύφος αυστηρό, ντύθηκες  κύριος του 19ου αι. με ημίψηλο, βελάδα και μπαστούνι (του παππού), διάβασες αυτό με ωραία προφορά: 

https://www.youtube.com/watch?v=LGTm-E5Mzpk

**σου είχαν βάλει κι ένα τσιγάρο στο γαντοφορεμένο χέρι, ευτυχώς, δεν κάπνισες ποτές, θυμάμαι μία φορά στην Πλάκα πήρες ένα τσιγάρο από κείνον τον φίλο σου, Πάνο τον έλεγαν, το κράταγες ανάποδα, τράβηξες μία ρουφηξιά και πνίγηκες, ευτυχώς, δηλαδή**

-Ο Ντίνος Σιώτης, ο Φίλιππος Δρακονταειδής και ο άλλος αγαπημένος και των δυο μας Θεόφιλος Ρόζενμπεργκ ήσαν παρόντες στο ξόδι σου όχι με νεράτζια, όπως ίσως θα θέλαμε κι οι δυο, αλλά με άσπρα τριαντάφυλλα, τα αγαπημένα της μάνας μας, μετά τους μενεξέδες, μετά τους μενεξέδες και τα γιασεμιά της γιαγιάς-

αιωνία σου η μνήμη Γιώργο Παναγιώτου Ρούβαλη, εκ Ναυπλίου ορμώμενο, αναπλιωτάκι, πολίτη του κόσμου-


Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...