CANAIMA, VENENEZUELA 2000/MEXICO 2000
"κοιλιά θηρίου με μιαν απλωτή λίμνη αίματος, σαν να λες στην λίμνη της Βουλιαγμένης, μαμά, βουλιάζω- μην ανησυχείς, κόρη μου, οι ανάπαιστοι θα μας σώσουν πάλι- ή στο βαρύ μες τα μέταλλα νερό της Canaima, Venezuela,-ανοιχτοπορφυρά΄, με γεύση αλμυρού χαλκού, εμποδίζει τις αισθήσεις και τις απλωτές, ενθυλακώνει την ανάσα κι επιβάλλει το ξώβρασμα στις αχυρένιες καλύβες για να συναντήσω στοργικά τον μοναδικό αρσενικό που μου είχε απομείνει -πήγε κι έπλυνε, άπλωσε και στέγνωσε το μόνο τροπικό του υπηρεσιακό ένδυμα-ταπεινή προσφορά, άπλωσε και τα δυο του χέρια, το πρόσωπο στην άμμο, τα μάτια στον βυθό, για να πει : «-κυρία΄ θα ήθελα να μου επιτρέπατε να σας το προσφέρω από το δέρμα μου, για να με θυμάστε στην μακρινή σας πατρίδα»-_ κι εγώ αίφνης σκέφτηκα "παρτίδα-όλα για όλα- ποιά είν' η πατρίδα??? κι εδώ μένω, με τον καλό μου, ιθαγενή-αλλά με διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Isla Margarita-λέγε με Μύκονο με τήβεννο- ακόμα κι οι ναυσιπλόοι σαν του λόγου μας δεν τα βγάζουν πέρα (...)
BUDAPEST
Βουδαπέστη, δεν καταλαβαίνω τις γέφυρες, τις σκέφτομαι –απλώς- Τρίστρατο στον Αη Στέφανο με το ωραιότερο ζαχαροπλαστείο στον κόσμο\σκέφτηκα τις καραμέλες σου και τον Αη Νικόλα στην Πράγα όπου γέλαγες τρώγοντάς τες- βέβηλοι παγανισμοί\ βήματα στροβιλιστικά στους Ψαράδες, τόσο μπαρόκ/υπερφαλάγγιση.- δρόμος μακρύς-μακρύς στο ποτάμι, ανυπαρξία ανάσας-κτήρια και διάθεση- λυκόφως/σερνόμαστε\ χλιαρός καιρός, ατμόσφαιρα βαριά, υγρασία στα μάτια και το δέρμα/ καφενείο, \το παιδί γκρινιάζει-νυστάζει-οχλεί \κακάο με κονιάκ, φυλλάδα στα Ουγγρικά, αποδελτίωση-εύκολη, τα διαβάζω- κουβέντα με το γκαρσόνι, μαύρα’ ποδιά, μαλλιά, μάτια και παντελόνι, άσπρα’ πουκάμισο, πρόσωπο και χέρια, δόντια' ξαφνικά παγωνιά (...)
Φησίν σιωπών
Στον Α.τότε και πάντα.
India Song
Με πόναγε
ο γυλιός μου
να μου τον αλαφρώσεις;
don’t bother-
Περπάταγα
γυμνοπόδαρη
χάζευες τα μεταξωτά
χωρίς σχόλια.
Είπα,
το Νεπάλ
(...)
απιθώσανε δυο έγνοιες
στους ώμους μου
και σηκώσαν πολλαπλές.
Έγινε φως-
το μοναδικό σου χάρισμα:
Ένα χαμόγελο
σαν να σε λέγανε
Άγγελο.
Δεν είχα γυλιό
Δεν είχα φως
δεν είχα βλέμμα
μόνο τη γνώση σου
Μ΄αυτήν έμαθα
να πορεύομαι/-
Αύγουστος 2012
Έφτασε
το φως ακαριαίο
στον κολοφώνα της σιγής
Καταιγιδοφόρες αισθήσεις
πλησίστιες
(...)
Παίρνει ύψος
η όσφρηση./
Αύγουστος 2012
Σεπτέμβριος 2012
Η νυχιά
στα μάτια μου
δεν χάραξε
τίποτα.
Αφού δεν έχω μάτια
τι να να μου χαράξεις;
Μόνο
τις φλέβες
να σκίσω
να χυθεί η θάλασσά μας
στα σπλάχνα
(...)
Την επόμενη φορά
που θα κάνουμε κατάδυση
θυμήσου
να τους πούμε καλημέρα
/έτσι, για να μην νιώθουν
τόσο μόνα τους.
Να προσέχεις μόνο:
αν τα χαϊδέψεις
θα σε γητέψουν-
θα σε στραγγαλίσουν
σαν φίδια,
Μην.-
~~~~~~~
καταγράφω ψυχρά
καταγράφω ψυχρά
τα πάθη μου
άμαθα τα λάθη μου
απ’ τον σκαληνό
των καιρών
Σε γωνίες από εραστές
συναντήσεις μυστικές
δρόμους απερπάτητους
Καταγράφω ψυχρά
τα λάθη μου
χείμαρροι τα πάθη μου
σ’ αδιέξοδες στροφές
σκιές κτηρίων
ντυμένες ανάμνηση
(...)
Με καταγράφω
στο κατάστιχο του εσωτερικού τοπίου.-
~~~~~~~~~~
Το ελάττον του ανέφικτου
στα φθαρμένα πρόσωπά μας
ράγισε το φεγγάρι
στο πετάρισμα του νου.
Μην κλαις,
θα υπάρξουμε
συν ή πλην.-
~~~~~~~~
Μου εξαντλούνται πια
οι αντοχές
στο κεφαλόσκαλο
της απαντοχής
Τα παιδικά παιχνίδια
διυλισμένα
αδυνατούν να πάρουν εκδίκηση
δεν είναι όνειρα, βλέπεις...
Οπότε,
εν ου παικτοίς/
άλεκτα
και άληκτα.-
άλεκτα
και άληκτα.-
~~~~~~~
Καμία βλάστηση
στις φλέβες
Δεν πα να οργιάζουν
οι φήμες
σαν ζούγκλα
Και να θέλαμε,
το βόλι σου
τις έκανε
θρύψαλα/
Να βλάσταιναν τα κομματάκια...
~~~~~~
H όψη
της αμφίβολης κόψης σου
ούτε γυρίζει να κοιτάξει
trekking
Η κόψη
της αμφιλεγόμενης όψης σου
μαχαιρώνει στα κάθετα, στα ίσια
Και τι την νοιάζει αυτήν;
Να είναι καλά
οι Τουαρέγκ
να μας δεξιώνονται
στις σκηνές τους
με όξος
και το μέλι
από φευγαλέα χαμόγελα,
καρφωμένα σε πίπα ειρήνης.
Κατάφερες να ακυρώσεις
όλες τις όπερες
στο ράμφος
απ' τα θαλασσοπούλια
με δυο φτυσιές
και τρεις μαχαιριές.
Κανείς
να μην απορήσει
αν με δει
με το δάχτυλο στο στόμα
να σιγάζω
αδυναμίες
υπό την αισχύνη
της ξεγυμνωτικής έκθεσης
των σπλάχνων σου.
~~~~~~~~
Στα τσακίσματα
του ραγισμένου καθρέφτη
η χλωμή σου κόμη
ανηλεής
στο αγκάλιασμα
με τις ρωγμές.
Χώνω το δάχτυλο
-μισό-
στα έγκατα
της ραγισματιάς
κρανίου τόπο αγγίζω
ολοστρόγγυλους βοστρύχους
ολοστρόγγυλους βοστρύχους
τη στιγμή της αποχώρησης/
εν συνθλιβείσα συντριβή\
αποσύρω το δάχτυλό μου,
κλειδώνω το βλέμμα εκτός
χαλαρώνω την τανάλια
να μην κατηγορηθώ
ότι συγκρατώ
με αγκράφα
τα θέλω σου-
Λύνω τη ζώνη
ν' αφεθούν ελεύθερες
οι δυσπνοιακές ανάσες\
μην πεις
ότι δεν διευκόλυνα τη φυγή.
? εκείνα τα λυγισμένα δάχτυλα
τι να τα κάνω, μου λες?
~~~~~~~
Αφού οι σειρήνες
συρρικνώθηκαν
στα εξ ων συνετέθησαν
τι νόημα έχουν
τα μαντήλια της ειρήνης,
προς τι το ανέμισμα
στους τέσσσερις ορίζοντες
ούτε γρέγος ούτε μπάτης/
(...)
Καμιά πετριά
δεν θα ξαναστήσει
την πέτρα
στον στύλο της.
Καμιά σιγή
δεν θα διψάσει
για λάλον ύδωρ.-
~~~~~
Οκτώβρης 2012
Κάθε μέρα
να σφάζουμε μια ιστορία
κάθε μέρα
τα σφάγια
πρόσφορα
στον ναό της Ιστορίας.
(...)
αστραποβολούν
σαν ήλιοι
μεταμεσονύκτιοι
Τι να τις κάνουμε
τις πυξίδες
Τα φεγγάρια
ξημερώνουν
πάντα πλαγιαστά.
~~~~
Μηδέν άγαν
Ποτέ να μην μου κοπούν
τα χέρια από τους αρμούς
όταν τα έχω
υψωμένα σε ικεσία
διαθέτω κι εγώ ματσέτε.
Ποτέ να μην μάθoυμε
λεπτομέρειες
της λεηλασίας
Μηδέν άγαν
των γιατί
και των διότι
Ποιούς αφορούν εξάλλου?
Ο σκαντζόχοιρος
διαθέτει χίλια αγκάθια
ένα να σε ματώσει
τι να σου κάνουν τα αντίδοτα...
τι να σου κάνουν τα αντίδοτα...
5/10/2012
Γράφουμε με την ψυχοσύνθεση που διαθέτουμε. Είμαστε όμως ό,τι γράφουμε;
Η νοσταλγία είναι γένους άφυλου,
ρευστού,
απτού στην αφή,
υγρού στη σιγή
ίχνος
στα πτώματά μας.
Νοσταλγία
στη δική μου απουσία
αναπόληση
σε άλλων
αναμνήσεις
Τελικά,
είναι διαπιστωμένο,
η νοσταλγία
βλάπτει σοβαρά την υγεία
Να την κόψουμε
τσιγάρο
να μην σαβανωθούμε
προώρως
να μην
καταντήσουμε
Βιπεράκι.
Κοινοτυπίες Βίπερ Νόρα
(από μιαν ωραία κουβέντα μ' ένα νέο κι ώριμο παιδί)
Για τις απώλειες:
" ν' αποχωριζόμαστε
αγαπημένα πράγματα,
έτσι,
για να συνηθίζουμε
στον ξερριζωμό/
να μην μας επιβληθεί
η απώλεια
να την προλάβουμε
πριν καν έρθει
ή απλώς γιατί "πρέπει"",
και άλλα βιπερικά τινά.
:)
~~~~~
Να ριχτεί αλάτι
στη σιγή,
να μην ξανανοίξουν άλλες πληγές
-λευκοπλάστης χιαστί-
αρκετά ταξιδέψαμε
σε παραδείσους λάθρα
με τον ήλιο καταπρόσωπο
να γδέρνει τη ματιά μας-προβιά
σε θολά τοπία-
χωρίς πυξίδες
χωρίς είδωλα
καρφωμένα σε ειδώλια
αμφίβολης προέλευσης,
ξενισμένοι
από μας.
Να μην χρειαστούν νέες πορείες
σε αγκαθωτούς σταυρούς
Κάποτε
να έρθει
αβίαστο
το γέλιο
κι ο χρόνος
να μας ανήκει.
να θαφτεί
οριστικά
η λεοντή
της άχαρης υπεροψίας
εκατέρωθεν
η παράδοση
θα καταπλεύσει
θριαμβευτικά,
δεν θα είναι λιγότερο παράδοση, όμως.
τότε,
θα γελάσει
ολόγιομος ο ήλιος
πάνω σου
να φωτίσει όλες μου τις λησμονημένες φεγγαρόστρατες.
6/10/12
{Μέχρι να φτάσει το "τ' άκουσες τα νέα πατέρα"; ...}
επειδή σου άρεσε μέσα από μένα
http://youtu.be/I4-FVEYF0zg
κι η Γιορόνα που τόσο σου άρεσε
http://youtu.be/aWIvAq7c0ag
και στα quechua που όλο ζήταγες να στην παίξω στην κιθάρα:
curiaqui cu sha vicente tiquela, caiuna cu una uini (bis)
Δεν σ' έβλεπα κι ήξερα
ότι όλα ήσαν καλά
την μόνη υπόσχεση: να γίνεις χώμα και αίμα και σκόνη,
στην πλήρωσα, κοιμήσου ήσυχος πια
Καληνύχτα.
'Ενα tango μεθυσμένο
η ισχνή αγκαλιά σου
για τα μάτια σου μόνο,
είπα,
με κοίταξες
σαν να μην σε πίστευες,
glissando στα ψηλά μου τακούνια
με το σκίσιμο της αθωότητας
στη φούστα
καλά που είσουν -είσουν; όχι πια?-
ψηλός
με κράτησες, μου φύσηξες αέρηδες.
Τώρα, πόσο μικρός να είσαι;
Πάντα θα λείπεις από τη θύμησή μου,
να το 'χεις κατά νου
εκεί στα Πουργκατόρια που θα ανεμίζεις
χέρια, μνήμες και, βέβαια,
τα μάτια σου, μην τα αφήσεις να πλέουν μόνα τους,
κινδυνεύουν κι άλλοι, εμείς, όσο ήταν να πνιγούμε, πνιγήκαμε.
Έχει καλημέρα εκεί;
Καλημέρα, λοιπόν, mi amor.
http://youtu.be/fajsrvrzy1Q
con tu chacarera más querida de tu preferido
http://youtu.be/OGKvb1MPjXE
ΤΡΑΙΝΑ
Κάποτε μου είχανε πει:
“Εσύ θα πας μπροστά”
και πήγα πίσω
Τώρα που είμαι στάσιμη
γιατί θυμάμαι το τραίνο Ρώμη-Μόντενα
και το θολό μου βλέμμα
χαμένο στο απέραντο γαλάζιο των ματιών σου;
Τώρα που έχασα όλα τα τραίνα
αναρωτιέμαι
ποιός καλός Θεός
μας φύλαξε,
εμάς και τους γυλιούς μας,
και φτάσαμε εγκαίρως
στη σωστή αποβάθρα, “μπινάριο 2”,
ανεβήκαμε
στο τραίνο
και πήραμε τ' όνειρό μας.
του Α. ήταν πάντα.
Αχανώς χαθέντες
Σπασμένα νερά
χαλασμένα φρένα
φρέαρ μνημών
δεν έχει στάση
να κατεβώ,
μοιραία,
φτάνω στο τέρμα
και πάλι
η ίδια διαδρομή
ανάποδη/ σαν διάδρομος
κλειστός, ασφυξία.
Σιωπηλό το πλοίο
μπατάρει
στα θέλω
σε δυο κουταλιές
γλυκού νερού.
Από θέση ισχύος
φταίω.
Ξεχνάω τις στάσεις,
ξεχνάω τις πλατείες,
ξεχνάω τα χέρια,
τα μάτια,
δεν ξέρω.
Οι διαστημόπετρες
δεν κάνουν χάρες
Δεν ξημερώνει για όλους,
τι να τους κάνω, ακριβώς,
τους κοιμισμένους μου
με τα χλωμά μάτια;
Δωσ’ μου έναν λόγο
για αύρα
κι ας είναι
κι αγέρας σφυριχτός
στα μακρυσμένα βουνά
για αύρα
κι ας είναι
κι αγέρας σφυριχτός
στα μακρυσμένα βουνά
πριν
απολείπειν
ο Θεός
Αντώνιον.
11 Οκτ. 2012
~~~~~~~~
Τα πρωϊνά
στήνω στο ικρίωμα της ημέρας
τα ομοιώματα των ονείρων
με χωλομένα μέλη
κατάντικρυ στον ήλιο.
Τις νύχτες
η παρομοίωση της μέρας
στραφταλίζει στον ορίζοντα
του εσύ.
Όταν έρθει το σούρουπο
θα είναι άλλα τα θέλω.
Απρίλης 2011
~~~~~~~
Kόρη τ’ Αργολικού
στην ποιήτρια Ελένη Νανοπούλου
Την αλμύρα\
της δικής μας θάλασσας
οι λέξεις
σου
-απαντούνε-
σταγόνες βροχής
από κόπους
-κοινούς-
??? καινούς ?? ~~~
μελάνη
οι φθόγγοι σου
μαυρωμένες
καταβολές\???
μικρές, κοινές πατρίδες
πικρίζουν
τ’ άγγιγμα
της γης
ανατολές
τα δέντρα σου
τα πατρώα χτήματα
κτήμα μνήμης
ακάθιστης
ως ‘Υμνος
κόλποι
μαζί
μήτρα
μητέρα μία
θίνες
δίνες
δεινά
αταβίζουν
ες χρυσείην Μυκήνην
ες χρυσείην Ασίνην
Το φεγγάρι
στο Καστράκι
ο κόλπος
του Βιβαριού
Βάφουν γλαυκό
το μαύρο
των ματιών σου
γαλάζιες
ανταύγειες
σπέρνουν
στον
αχάτη
της κόμης.
Σκούρα θάλασσα
του Κοντυλιού
ολό~φω~τα
σούρουπο
τ’ Αργολικού
κοιτάξαμε
με
τα ίδια μάτια
πλυμένα,
καθαρά,
απ’ την αρχή.
Ευχή:
Η μελάνη
να βαφτεί
ξανθή
Ν’ αχνίζει
τον ορίζοντα
-ορίζει-
περίκλειστα
το δικό μας Μπούρτζι
Κόρη
της Αργολικής
αφής.
Ανάπλι, 15/04/2012
-η ποίησή της παραδίπλα: από μελάνι σταγόνες-
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Τ’όνομά σου αρχίζει
με το δέκατο γράμμα του αλφαβήτου
Το δικό μου με το πρώτο.
Ανάμεσά τους το μηδέν
Ανάμεσά μας το άπειρο.
Για καλό ή για το τίποτα.
Μπορώ να καταργήσω το μηδέν
Το άπειρο όμως;
" ¨Επεα πτερόεντα;" 2009
Αιμάσσουσα πορεία
Όταν θα έχουν σιωπήσει
όλα τ’ αηδόνια
και κανείς ήχος δεν θ΄ακουστεί,
καμιά φωνή,
καμιά κραυγή
Μόνο
οι διαιρεμένες καρδιές
θα συνεχίσουν αιμάσσουσα πορεία.
Το δάσος θα τις κρύψει.
Τότε τα φυλλώματα
θα σκουρήνουν.
Τα ρυάκια θα κυλάνε πιο σιγά
από σεβασμό στον πόνο.
Το στερέωμα
θ΄ανάψει τα χιλιάδες αστέρια του
Μυριάδες πεφταστέρια
στη θάλασσα
θα την ραγίσουν.
Απ΄την σκοτεινή ακτή
θα χαιρετίζω την σωτηρία.
Ιαν.2010
Αλιεύματα
Αλιεύω λέξεις σαν θάλασσα
Αλιεύω μαλάκια
σαν καβούρια στον άγριο βράχο.
Αλιεύω φιλιά σαν εικόνα
Αλιεύω θάλασσα
σαν εσένα.
Αλιεύω εσένα σαν αργολικό κόλπο
όταν κοίταγες με μαύρα γυαλιά
Αλιεύω τα λεμόνια στο στόμα σου.
Αλιεύω βάρκες
με πάνω τους εμάς.
Αλιεύω και σου στέλνω εμάς
Τότε.
Ο εραστής
Ο εραστής του μυαλού μου
χάθηκε στα άγρια βάτα.
Τον πνίξανε
ανταριασμένες θάλασσες
τον ήπιαν οι ωκεανοί.
Ο εραστής της καρδιάς μου,
την πέταξε
σαν τρύπιο πετσετάκι
ω! στ’ άχρηστα/
/ούτε καν/
στην ανακύκλωση.
/βέβαια, μια καρδιά
δεν ανακυκλώνεται/
/ούτε εξάλλου/
ένας εραστής.
Ο εραστής του κορμιού μου
/άντεξε/
θύελλες και πανσέληνο
άγρια σύννεφα/
/ιριδίζουσες ριπές
των τεσσάρων ανέμων
/εμένα.-
Δεκ.2011
Séquence
I
Παραλοϊσμένη
αλλούτερη-
με διαρρηγμένας τας φρένας,
σεληνιάζεται
με τ’ ασημόχρυσο.
Τα μακρυά μαλλιά
μπλέκονται φεγγαρίσια
πλέουνε στη μαύρη θάλασσα
σαλπάρουνε ενάστρως.
Τρελλή
στη μαύρη νύχτα
αλυχτάει σαν σκυλί
μαυλίζεται
από τη σκούρα γης
Ζευγαρώνει
με τα κλαδιά
απλώνει το κορμί
στα σταχοχώραφα
λούζεται
στο σπέρμα
των λογισμών της.
Ανασαίνει τον βράχο
αγκαλιάζεται
με την άμμο.
αδειάζει τα μάτια
της
στο ρυάκι
πίνει καϋμούς
από την πέτρα.
Αδέσποτη,
κυλάει τις φλέβες της
σε νησίδες,
Αλαφροΐσκιωτα πατεί
με γυμνές πατούσες
τις κορυφογραμμές
Το βλέμμα θαμπό
από το φέγγος
το μάτι γυάλινο
απ’ τη συναναστροφή
με τα πετεινά του ουρανού
Ποθεί την εικόνα
του ιδανικού εραστή της
φτύνει τ’ αψήλου
να τον πετύχει/
γλιστράει
το σάλιο
ανάμεσα
στα γυμνά της πόδια,
σαϊτώνεται
διάττον
βασιλεύει
στον ερεβώδη βυθό
του νου.
Μια πέτρα,
μικρή,
να χωράει
στη μισή της παλάμη,
προσγειώνεται ανέμελα
τη βρίσκει
εκεί που κατοικοεδρεύει
\ευτυχής/
στη βαθιά σπηλιά/
στον σταυρό
της κοντυλένιας της
μύτης-.
ΙΙ
Με άσπρα μάτια
σε κοίταξα,
εξαγνισμένα,
όταν χόρευες
καντρίλλιες
με καβαλλιέρο
τον νου.
Με μαύρα μάτια
σε μίσησα
όταν τραγούδαγες
τα ρεφραίν
του μυαλού.
Τα άλικα μάτια
τα φύλαξα
για σκηνές
χειρουργείου,
Για τόπους χλοερούς
(δεν ταιριάζουν
το κόκκινο με το πράσινο –είπες αυστηρά),
ευδαίμονες \ηδονισμοί.
Όταν
τα μάτια
γίναν μπλε
δεν ήξερα τι να σε κάνω,
\προτίμησα τον μαύρο
βυθό
/απήνεμο
- Τώρα βλέπω καλά -
Μην έρθεις εκεί,
είναι βαθιά \πολύ
δεν ξέρεις να κολυμπάς, ξέρεις???
ΙΙΙ
Όταν όλοι οι βόστρυχοι
θα έχουν πνιγεί
σε θάλασσες
λυσίπονες
Θα έχει μαυρίσει το βλέμμα
οι σπηλιές
θ’ αναρωτιούνται
πού να ταξιδεύουν
βράζοντας
ζεστό φαγητό
σε αιμάσσουσες πέτρες\
θα πλεύσω
θαλασσόλυκη
με πυξίδα
τη δυνατή σου
ράχη
θα σε καλέσω
να μοιραστούμε
τον μισό μας εαυτό
στο πίσω μέρος του μυαλού.
Το φαγητό,
βέβαια,
θα εκκρεμεί,
Αν πεινάς,
πες το……/-
Αύγουστος 2012
Φέγγος
Τις νύχτες της αστροφεγγιάς
η κακοποιημένη σιγή
δεν τολμάει να διαμαρτυρηθεί
Λέει μέσα της:
θαρθούν άλλοι θορυβούντες
θαρθούν άλλοι θορυβούντες
εν κορυβαντία
Μπορεί και περιπλανώμενοι νεκροί
σε γήλοφους
ή
σε κοιλάδες βαθύεσσες.
Κάτι θαλάσσιους παφλασμούς
εισέπραξε
δεν είχε να γυρίσει ρέστα.
Πάλι θα χρωστάει
στο σύμπαν.-
Σεπτ. 2012
~~~~~~~~
Amarcord
Ο κήπος, θυμάμαι,
ήταν θαλερός,
άλλα βλέπαν τα μάτια μου
κι άλλα το σκοτάδι.
Ο δρόμος, θυμάμαι,
ήταν σκοτεινός,
άλλα λέγαν τα χείλη σου
κι άλλα η ματιά σου.
Ο τόπος, θυμάμαι,
ήταν ζοφερός
όταν είπες:
εμείς οι δυο μέλλον δεν έχουμε,
εμείς οι δυο μέλλον δεν έχουμε,
πνίγοντας το παρόν.
Εμείς, θυμάμαι,
πέσαμε μαραμένοι,
όταν τελειωτικά
μου φίλησες το χέρι
Ιούνης 2011
Γονίδια
Σήμερα Κυριακή,
θα βγω να περπατήσω
στις ατραπούς της μνήμης
έμπνοη των θρυλικών μου προγόνων,
ενεή στα ακινητοποιημένα
γονίδια μου
πεταγμένα στο έλεος της ζωής.
Σήμερα Κυριακή,
θα ανασκάψω τα μάτια
της γραφίδας τους
εγκαταλελειμμένα στη δίνη
της ανεμελιάς τους.
Σήμερα Κυριακή
είμαι πίσω
αγκαλιά
με τους θρυλικούς μου προγόνους
που δεν μου φταίξαν σε τίποτα.
Για τον θείο μου Γιώργη Μακρή,
οικογενειακώς πως “Τζι Μπι Εμ”
(G.B.M).
Αεί
αείζωη στέκει η ελπίδα
αείπνοη ανασαίνει η μνήμη
στο λιγοστό θάμπος
μιας λάμπας
θυέλλης
εν κρανίω
εν σαρκί
μίαν
{μίαν;}
ανείπωτη οδύνη
/είναι;
Λέξεις
/γιατί φοβάμαι τις λέξεις;
/Ποιά χρήση;
/Ποιά χρησιμότητα;
μη-λέξεις
εκστομίζω
ή
μη/
Να γράψω
να σβήσω
Να μη γράψω
ν’ αφήσω.
Alef.
30-12-2011
Το ποίημα
ένας μικρός θάνατος....
ένας μικρός θάνατος
το ποίημα
Ξεχνάω να γράψω
όταν σκέφτομαι
ξεχνάω
να αισθανθώ
όταν
ταλανίζομαι
ξεχνάω
να ξεχνάω
όταν
αισθάνομαι
Αιώρηση
ατέλεια ζωής
ακροατές, ακροβάτες; Θεατές???
σαν βυρσοδέψες
στην Μοντιάνο
όλο το δέρμα
καταγής’
βιβλιοδέτες
της αφής
ηλιοδέτες της γραφής.
Παρηγορίες...\\\??
Η αράγιστος μνήμη
πάλι και πάλι
δεν την σπάζει
κανείς
τίποτα????\
ούτε
οι οιμωγές
των μην...\\\
να σε γεννήσω
από την αρχή
ολάνοιχτη
σαν
σαπισμένη μήτρα
πλεύση
στο σκουροκόκκινο αίμα
στο σκουροκόκκινο αίμα
-απλώς-
να σε κοιμήσω
ατάραχα
σε χέρια
σπασμένα
χωρίς
ουρανό
παληωμένο
χωρίς
μάτια δακρυσμένα
οι
ανάσες κοντύνανε
στο
άπλωμα
του ενός χεριού
Αν τεντωθούν και τα δύο
θα γλιτώσω, λες,
τη μπουκάλα
του οξυγόνου???
Και, τότε, το ποίημα;
θα πάει να κοιμηθεί
ξεκουραστικά????
Θα αντέξει
να ξυπνή\σει/
Μάρτιος 2012
Βυθός
ποντίζομαι
στην ακράδαντη σιγή των βυθών
παράπλευρες
παρηχήσεις συριστικών
θορύβων
πολλαπλασιαζόμενη
ηχώ
ακαριαίων κινήσεων
αλλούτερου κόσμου
\μυθικές υπάρξεις/
με πλοκάμια φιλικά
συγκολλούν
τον θρυμματισμένο μου χρόνο
Eπανέρχεται η νηνεμία μου
στο καταύγασμα των χρωμάτων
εδρεύω στην ανάσα
των υποθαλασσίων φυτών
στο σάλεμα των φυλλωμάτων τους
αναθαρρύνομαι,
δέχομαι την πρόσκληση για κοινή περιπέτεια
σε τόπους μυστικούς
αποχρώσεις οργιαστικές
σαστίζει ο νους-
Συμπλέω με μάτια πελώρια
φολίδες στα πτερύγια,
στόματα λαίμαργα
/καταβροχθίζουν τα σωθικά μου,
το σώμα συστρέφεται
αδράχνεται απ’ τις φυλλωσιές
πνίγεται στην αραιή ζούγκλα
της πολυχρωμίας
Τελευταία αίσθηση:
μαύρη σπηλιά στο βάθος του βλέμματος
χιλιάδες τόνοι του μπλε
απορυθμίζουν τις κινήσεις.
Δεν έφτασα ποτέ.-
Αύγουστος 2012
Λόγος άλογος
Δροσερό νερό
καίει τα σωθικά μας/
δικά σου είναι;
δικά μου;
δεν θα 'ναι από δάκρυα,
φαντάζομαι\
ούτε από φωτιές,
βέβαια.
Σίγουρες οι πέτρες,
κι όμως,
αστοχούν
το δοξαπατρί της νύχτας.
ατάλαντες οι προσπάθειες
του νου
να καταποντίσουν
την αίσθηση
του εμείς.
Δεν υπάρχουν παραδόσεις/
μόνο ντελίβερυ.
?Η διεύθυνσή σας;
~~~~
"Γυρίζω σ’ εσένα, μοναξιά, κενό νερό,
νερό των εικόνων μου, τόσο νεκρό...(Carlos Pellicer)"...
Βρέχει,
Βρέχει,
κι όλη η νεροποντή σου
κυλάει οικτρά
στα σωθικά μου
(παραφράζοντας με θράσος τον Πεγισέρ)
~~~~~~~~
Να σου γράψω ένα ποίημα
να κυλάει
σαν το νερό σου
να σου αφήσω
ένα φιλί
να σταμπάρει το μέτωπό σου
Καμιά βροχή
να μην ματώσει
το σύννεφο σου
φερμένο
απ' την Ανατολή
αν κάποτε
δούμε τον Βόσπορο
να είναι
με τα φρεσκοπλυμένα μας μάτια
Δεν υπάρχουν φεγγάρια
ν΄ανατέλλουν
χωρίς εμάς,
οι ήλιοι,
δικοί σου δεν ήσαν πάντα;
Ν' ακουμπήσω το φεγγάρι
ευλαβικά
στα σφραγισμένα σου χείλη
σαν ταμπακιέρα κλειστή
που θε ν' ανοίξει
το χαμόγελο
στο ξημέρωμα...
Κυλιόμενες λέξεις
Ένα γυαλάκι Swarovski
μια ζωγραφιά της στιγμής
μία ανταύγεια της νύχτας
ένα φιλί της αυγής.
Κύματα μπλε πελαγίσια
δυο τυρκουάζ αγκαλιές
το στεφανάκι από πούλιες
οι ανθισμένες μυγδαλιές.
Σταγόνες πράσινες λόφου
το κολιμπρί σε κλαδί
μια ηλιαχτίδα ν’ αστράφτει
μια πεδιάδα ανοιχτή.
Ένα φεγγάρι να χάσκει
ένα σου γέλιο στη γης
δυο ιστορίες φευγάτες
σπασμένα φύλλα σιγής.
Δύο φεγγάρια τ’ Αυγούστου
και τρεις βυθοί σκοτεινοί
Πέντε ελπίδες ν’ αστράφτουν
μία στιγμή μες στη γη.
Άδολα έρχεται η νύχτα
άσπρα κοιτάζει το φως
άστοχα είπες «πονάω»
άρρητα έσταξε ο καιρός.
Δυο λέξεις μένουν γραμμένες
οχτώ φιλιά του λεπτού
βλέμμα στραμμένο σ’ εσένα
όλες, ιστορίες του χαμού.
Σεπτ.2012, στ’ Ανάπλι
Έβρεξε
Παραφυλώ τη βροχή
την προστατεύω
με στοργή,
να ξεκινήσει,
ν΄ανοίξει
Να πηγαίνει μια λοξά
μια ζερβά
στα κάθετα
και στα οριζόντια
με παίρνει μαζί.
Καραδοκώ τη βροχή
να πέσει, να μυρίσει,
\ακόμα κι η άσφαλτος
στην πόλη να μυρίσει/
η γης,
ν΄ανθίσουμε,
να μας ξαναφτιάξουμε
πρωτόπλαστους
μήπως και γίνουμε άνθρωποι.
Αναμονή στη βροχή:
μαστιγωμένα δέντρα
ρυάκια που κλαίνε
σε ορμή ποταμιού
θυμωμένου, μανικού.
/μετά τόσο θυμικό,
σιωπή.
Ξάνοιξε γαλάζιος ο νους/
Πλύθηκε ο Θεός,
ένιψε τη Φύση κι εμάς,
τώρα ξαποσταίνει.
Δύσκολο
να μην είσαι παρατηρητικός
στη βροχή.-
Αύγουστος 2012
οι πληγές
σε άνορακ
ανυπαρξίας
κίτρινο
μάταιη
καταφυγή
σαν
μονές
των Μετεώρων.
Η μνήμη
στην αιχμηρή ακμή
Τίποτα
δεν
θα
είναι
στο
χτες
όλα
καραδοκούν
το σήμερα
Οι θάλασσες
του Νότου
αύριο
Ένα
πελώριο
μ ά τι
αναμονή
ατίθασο αυτί
προσμονή
σελοτέιπ
στο στόμα
χείλη
ξεχειλίζουν
εκατέρωθεν
του
εσύ
Μ \ ά / τια
υγραίνουν
το
{στέρφο}
πηγάδι
της
ουσίας σου.
ΝΙΨΟΝΚΥΡΙΕΤΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΟΥ
γλώττα
λανθάνουσα
προσπίπτειν
-υμών-/
Μόνο τα σκουλαρίκια
κρέμονται
αντέχοντας
τον γκρεμό
στα Υψίπεδα
του Γκολάν.
27 Φλεβ. 2012
Αιώρηση
«Το κατοικημένο σώμα», Τίτος Πατρίκιος
Αιωρείται
το ποίημα
στην κόψη
του γκρεμού
χωρίς εμάς,
με τα σημάδια του,
με τις ουλές μας
διαφανείς
στο βλέμμα.
χωρίς κλωστή.
/ακοίμητο
στο προχτές
ανάλγητο
στο χτες
ανυπάκουο
στο σήμερα/_.
Πέρασε ήδη
στην ανεξίτηλη γραμμή
του δέρματος.
/Κατοικήθηκε
το σώμα./
Αλεξίσφαιρα
στήνονται
οι ανάγκες
στα θέλω
/Όταν λαθεύει
το μυαλό
πάσχει η ψυχή/.-
Το πλεόνασμα
του είναι
το έλλειμμα
του υπάρχω
στα μαρμαρένια αλώνια:/_
Γιατί εμείς;
Γιατί το ποίημα;
Γιατί η μνήμη;;;/_.....
Ιαν. 2012
Αναρωτιέμαι
Σκαμμένες κόγχες
χυμένα μάτια
αναρωτιέμαι
γιατί γκρεμίζεται ο κόσμος
γιατί γκρεμίζεται ο κόσμος
όταν το σύμπαν
μου προμηνύει
τα καλούδια τ’ ουρανού.
αναρωτιέμαι
πώς αδειάσαν οι κόγχες ξαφνικά
πριν έρθει καν ο καταρράκτης.
αναρωτιέμαι
γιατί δεν επαρκεί ο εαυτός μου
για ν’ αστράψει ο ήλιος.
χυμένα μυαλά
στην άσφαλτο.
αναρωτιέμαι
γιατί πάμε του χαμού.
Όταν οι ουρανοί
ανοίξαν στο απόλυτο γαλάζιο
για να με δεχτούν/
περιμάζεψα τα μυαλά
χώθηκα στην άσφαλτο
κι αναλήφθηκα
στους ουρανούς.
ακόμα αναρωτιέμαι.
Ιούλης 2011
Cut
Ένα μακρύ καλοκαίρι
αχνοχαράζει
σε σκουρομαβί
Η ομίχλη των ματιών σου
εμποδίζει τον ορίζοντα
ν’ ανοιχτεί
κόβει το απλωμένο χέρι του
απ΄τον αγκώνα
το κολόβωμα
πλέει
στις ήμερες θάλασσες
του εμείς.
‘Ενας ανοιχτός ορίζοντας
δεν αφήνει το καλοκαίρι
να εμφανιστεί.
Κλείνεται σαν φίδι
γύρω του,
το πνίγει
στις απλωσιές των φιλιών του.
Ύστερα
έφτασε ο θάνατος.
Cut.
Μάιος 2011
Σπορίες
Η σπορία των αισθήσεων
τι δεν έχει προδώσει
σπορίες αισθημάτων
στο λύγισμα του γονάτου
στο βάθος του πηγαδιού
πόσοι οι σπορείς
στο χάσμα
θάλασσας
κι ουρανού
Οι σπορείς των πνευμάτων
πόσους δεν έχουν προδώσει
~~~ προηγούνται οι εαυτοί ~~~
Η σπορία της αναπνοής
στέρφα αποδείχτηκε πάλι
σε γαίες δύστροπες
αυλάκια κλείνουν
αγριόχορτα θεριά
Οι σπορείς της ελπίδας
είδαν τον κόπο τους
να φυραίνει.
Γιαυτό κι εμείς
να μην σπείρουμε πια
-λέω-.
Αν πεινάσει ο πληθυσμός,
ε, θα δούμε.-
Αύγουστος 2012
~~~~~~~~~~~~~~~
Θαλασσοπνιγμένοι
χωρίς συκή
χωρίς φύλο
χωρίς φιλί
Ανεμοδαρμένοι
χωρίς πληγές
χωρίς αλπίνια
χωρίς πηγές
Μοιροταγμένοι
και εκτός.-
Πατάω
όλες τις διαχωριστικές γραμμές
του άσπρου
οι ενδοιασμοί
καραδοκούν
στα ρείθρα των δρόμων
πρόσεχε!!
μην γλιστρήσεις
στο μαύρο....
Δεν είμαι και Θεός
να σε σώζω πάντα...
Οκτ. 2012
Σήψεις
Σήπομαι
σε ματωμένα χορτάρια
-γιατί δεν λες του κήπου?-
-όχι,
δίπλα στη θάλασσα/
τα πονάει ο μπάτης\.
καμιά βαθιά σκιά -χαρακιά- στο ταβάνι\
τόσο βουβά απαστράπτον
με λευκές ανταύγειες.
Να κοιταχτούμε μαζί στον καθρέφτη;
από θέση, οφείλει να είναι θαμπός
-όχι,
τα είδωλα
είναι στο αρνητικό,
τι κρίμα…
Να κοιταχτούμε βαθιά
στα μάτια;
έλα,
τα γαλάζια-γαλάζια
τα καστανά-καστανά
τα χρυσά-χρυσά
και ούτω καθ’ εξής.
Τα τυφλά-τυφλά
άρα,
το άγγιγμα
φέρνει παλιωμένο φως
στ’ ακροδάχτυλα.
εκατέρωθεν;
-όχι,
κάνεις ζαβολιές\
/νυχτωμένοι εγωισμοί παθών\
Να μιλήσουμε
με χείλη βουβά;
σφραγίζουν τα στόματα
σαν δόντια χάσκοντα
-πέθαναν κι οι οδοντίατροι…/
-όχι, λευκοπλάστες
χιαστί.
Τότε, εμείς;
σκουριασμένοι αρμοί/
σαν σχέσεις.
Σήπομαι
σε ματωμένα χορτάρια.-
19/10/2012
Γιατί οι στίχοι
περπατάνε μόνοι τους;
σαν τ’ ανθρωπάκια
του Γαΐτη
στη λεωφόρο.
Ποιους θα προλάβουν
να πατήσουν
τα τροχοφόρα;
Γιατί οι στίχοι
δεν
περπατάνε μόνοι τους;
Τους πιάνουμε
απ΄το χεράκι
σαν νήπια
να τους περάσουμε απέναντι.
Ασφαλείς;
Γι’ αυτούς;
για μας;
Μπα, για τα τροχοφόρα.
Γιαυτό
καβαλλάω
πάντα
τη
μηχανή μου
κάνω ζιγκ-ζαγκ
ανάμεσά τους
ασπρόμαυρες
στροφές
επιτόπου
να μην
τους χαλάσω
τη σειρά.
Να μην έχει
να λέει
κι
ο
Γαΐτης.
---OO---
Τα στιχάκια
είναι ευγενικά
δεν βαράνε πόρτες
πίσω τους
Μόνο κάτι αλλόκοτες μελωδίες
γκλαν-γκλαν
κουδουνίζουν στο κεφάλι
σαν ημικρανία
στο τρίλεπτο.
Πώς περπατάει ένας στίχος
στο σκοτάδι
με μάτια γάτας
εγώ
γιατί
δεν
τον βλέπω;
-Δεν είσαι γάτα-
-είμαι δίποδη χορδή-
Γιατί
δεν ακούω
τον στίχο
στο νερό
διαπασών να παφλάζει
σαν πνιγμένος;
-στο νερό δεν ακούς καλά
κι αυτός
δεν είναι Αβεσσαλώμ,
από πού
να τον τραβήξεις;
Γιατί
οι στίχοι
λιώνουν
κάτω
απ΄τη βροχή;
Αφού τους καταπίνουμε
καραμέλες
Οι στίχοι,
τι είναι τελικά
ενόραση
εφόρμηση
διαπασών
ή καραμέλες παρηγοριάς;
24/10/2012
~~~~~~~
Νοέμβρης 2012
Πινακίδα
Η αναμονή
κρέμεται πινακίδα
στην Εθνική
οι αναστολές
πήραν
άδεια διαρκείας
το παρελθόν
καταποντίστηκε
μαζί με την Οία
και το fusion
δείπνο,
τις κονσόλες
με τα σεμεδάκια
και την σοφιστικέ ταμπέλα
του δήθεν/
για τον
πολλοστό εορτασμό
μιας κάποιας επετείου
/ευφαντάστως εφευρημένης
από
τη θέαση
του
εξαράγματος
στην Καλντέρα-.
Πώς
να το ήξερα
ότι θα έπρεπε
να επιστρέψω
τα δανεικά
αφού
μπήκαν
νέες
παρακαταθήκες
στον χώρο;
Τώρα
τι οφειλές
να εξαργυρωθούν
σ’ ένα ματσάκι κόκαλα
στοργικά αφημένα/
πλαισιωμένα
απ’ το χέρι
που κρατάει το δοξάρι
στο βιολοντσέλο?
Φίλιες σκιές γκρίζες
σβουρίζουν
σαν ιστός αράχνης
κυκλώνοντας
το φως
που αντανακλά
το άσπρο.
Όλες οι εικόνες
delete
όλα τα μάτια
εκτός
Κι έτσι
ξαναβγαίνω
στο δρόμο
για την Εθνική
να ξεκρεμάσω
την πινακίδα,
στραβά κρεμόταν,
έτσι κι
αλλιώς//.__
Μάρτης 2012
με αφορμή την Ειρηνούλα και κάτι ψιλά
με αφορμή την Ειρηνούλα και κάτι ψιλά
\Επιστροφές./-
Ευσύνοπτα
επιστρέφουν
ο
προτάσεις αναμνήσεων
σε
δυσνόητο περίβλημα
επαρκώς
σφιχτοτυλιγμένο
γύρω
από ακρωτηριασμένους
αρμούς
Ευνόητα
επιστρέφουν
καταπτοημένες οι ιδέες
από
δύστροπες ατραπούς
με πονεμένα τα
μάτια απ’ τον ήλιο
καταπονημένες
\εξάντληση του πουθενά/.
Ευάλωτα
αναπτύσσονται
οι
ιδέες των προτάσεων
μετά το τόσο άλγος.
Και
τα χέρια, ακρωτηριασμένα κι αυτά\
Γιαυτό μου λέω:
-άστο
καλλίτερα…../-
Αύγουστος 2012
Νοέμβρης 2012
Φούγκα και παραλλαγή - 3
Να κατρακυλήσουμε τις πέτρες
σ' εσοχές;
-Ναι, αλλά μαζί.
-Να πηδήξουμε
όλες τις ξερολιθιές;
-Ναι, αλλά μαζί/
-Ν' ανεβούμε
σ' ανεμόπτερα μαζί?
τι λες?
-Εσύ δεν θες.
Θα μου βρεις
τη μόνη Καρυάτιδα
λειψή?
-εσύ τι λες;
Γιατί το φως
ελλείπει από απέναντι;
Η ελλείπουσα Καρυάτιδα
θα φταίει πάλι.
Να πνιγούμε,
αλλά μαζί.
- Όχι, ο καθένας
μόνος του.
Τι θα μείνει
από το μαζί;
Μια εικόνα
αίσθησης
του γιατί;
μια αίσθηση
αφής\
τα γιατί
πάλι συνωστίζονται
στο έμπα
των διότι\
τίποτα δεν κατάλαβαν
από
το πέρυσι
τίποτα
δεν
έμαθαν
από το χθες/.
Δυο στιγμές
διότι
μια ανάσα
χώρια
Τίποτα
μαζί.
Αφού
μαζί
δεν υπήρξε
εφόσον
όλα
παζαρεύονταν
στα
διότι.
Γιαυτό
θα γυρίσω
στους βυρσοδέψες
της Μοντιάνο
να ξαναμαζέψω
τα δέρματα,
να κρεμαστούν
αέρισμα
σε σιδερένια μανταλάκια
-το ξύλο κινδυνεύει απ΄ την πυρά-
να πατήσω
στο χείλος
της ταράτσας.
Fifty-fifty η πτώση
Αν μπορείς,
πιάσε με.
Τα παράπονα
είναι
κατατεθειμένα
σε συμβολαιογράφο,
/ευτυχώς,
είναι φίλος\.
1/11/2012
Η μεγάλη γιορτή
Ωραία που τσαλακώνονται
οι λαμαρίνες
στα κρανία
~~~~~
Ωραία που λιώνουν
τα κρανία
σε λαμαρίνες σιδερωμένες
~~~~~
Όμορφα νεκρανασαίνουν
τα μάτια
στο στραπάτσο
όλων των λαμαρινών.
Αναθάλλουν
τα λουλουδάκια
που σου άρεσαν
Δεν φεύγει το αίμα
δεν φτάνει το αίμα.
Τι να φταίνε
φτενές
οι ανάσες πάλι?
~~~~~~
Γιατί τα γιατί
πώς δεν διορθώθηκαν
τα διότι
Ποτέ δεν μου άρεσε
το μπλε ελεκτρίκ.
~~~~~
‘Όταν
ξαναπάμε στο Κιλιμάντζαρο
να τους πω
ότι κάνουμε τη ζήση μας
αφή\
ότι κάνουμε τα μίση μας
ακοή
μήπως και χτυπήσει κόκκινα
η Σαχάρα των εμπειριών
μήπως και αστράψει
άσφαλτα
ένα και μόνο μυαλό
-κοινό-
ένα και μόνο κρανίο/
ασημένιο
στα φεγγάρια του Γενάρη
αχνά κιτρινωπό
σε ακάτους
ασφαλώς πλέουσες
Εν σιγή φέγγοντας
πυροφάνια
Που δεν λένε
να σβήσουν.
Τάλας
και
Θεός /ποιος?
Επιπλέουσα
ανυπαρξία.
Θυμήσου
ν’ αναδυθείς
στο μακροβούτι
να με τραβήξεις
από
όσο μαλλί απέμεινε
αι γενεαί πάσαι
είδον
την
νεκρανάστασή μας
Θυμήσου.-
31 Μαΐου 2013