Ανάπλι, Βύρωνος και Παραλία γωνία
Να
μην θέλω να ξέρω τι χρώμα έχει το
ολοχιόνιστο???~~~;
Πού
είναι το φταίξιμο στις αυλές του τίποτα –Ακύρωση-.\οι ανθισμένες νερατζούλες
στερέψαν τη μία και μοναδική κορομηλιά μου.
ο
τοίχος γκρεμίζεται/τα κολωνάκια καταποντίζονται. Δεν τους νοιάζει.
Μόνο
τα σκαλιά είναι ίδια\ και το γούβωμα του μαρμάρου ολοένα να υποχωρεί,
στους
αποκριάτικους χορούς, στο «μπαμπά, κουρεύτηκα απολύτως», τα γαλάζια τραπεζάκια
και το παγωτό μηχανής μέχρι σκασμού.
Η
στέρνα δεν υπάρχει, τις πικροδάφνες δεν τις ξέρουν τα παιδιά, στεφανάκια ροζ
και άσπρα.
Το
ολοχιόνιστο γίνηκε ολόφωτος κόλπος, ακόμα μασουλάω πεταλίδες. Τα
φινιστρίνια απ΄την πάνω μεριά του
Αμφιτρύωνα???
Λέγαμε,
αυτή η πόρτα δεν θ΄αλλάξει. Ξεπούλησε. Άχαρο το πέρασμα απ΄την πάνω μεριά της
κουζίνας. Ο Τάκης είπε έφτιαξε νέα βάρκα- με πόντισε με τα παλιά κουπιά του κυρ
Πάνου- πλέον οι απλωτές δεν φτάνουν τις υπερ-φωτισμένες τουριστικές καρτποστάλ -ιλουστρασιόν μαντάμ. Τα περάσματα είναι
ευτυχώς πάντα σκοτεινά κι οι σκιές γκρίζες,
όπως τους πρέπει.
Βαρκαρόλα
Να σε πάω μια βόλτα στο
φεγγάρι
με τα κουπιά
να λάμνουνε σπασμένα\
στον κόλπο
με τους λοφίσκους
να χάσκουν
μπρος στην ομορφιά
του σκαριού μας\
να φέγγει ο ήλιος-
ν’ αστράφτουν
φεγγαρόστρατες
στα μάτια σου-
να φωτίζει η γης
με τ’ άγγιγμά σου
Να χαμογελάνε
τα χαμομήλια
ν’ ανοίγουνε
φραγκόσυκα
στο πέρασμά σου.
Να σε πάω μια βόλτα
σε κόλπους μυθικούς
σε ξανοιγμένες
θύελλες/
θάλασσες αιχμηρές
Να μη φοβάται
το σκαρί μας
τα πάθη
Να μη φοβηθούμε
εμείς τα βάθη
Να σε πάω μια βόλτα
με κουπιά γερά
σε λιμνιώνες ζόρικους
σ’ απαλά νερά
μελίρρυτες σιωπές
κι ανθρώπινη αφή
Να σε πάω μια βόλτα
στο φεγγάρι.
θαρθείς; θα φοβηθείς/
θα αρνηθείς/;
Ή ξέχασες ήδη τα γιατί;\
Αύγουστος2012
Κυλιόμενες σκέψεις
Ένα γυαλάκι Swarovski
μια ζωγραφιά της
στιγμής
μία ανταύγεια της
νύχτας
ένα φιλί της αυγής.
Κύματα μπλε πελαγίσια
δυο τυρκουάζ αγκαλιές
το στεφανάκι από
πούλιες
οι ανθισμένες
μυγδαλιές.
Σταγόνες πράσινες
λόφου
το κολιμπρί σε κλαδί
μια ηλιαχτίδα ν’
αστράφτει
μια πεδιάδα ανοιχτή.
Ένα φεγγάρι να χάσκει
ένα σου γέλιο στη γης
δυο ιστορίες φευγάτες
σπασμένα φύλλα σιγής.
Δύο φεγγάρια τ’
Αυγούστου
και τρεις βυθοί
σκοτεινοί
Πέντε ελπίδες ν’
αστράφτουν
μία στιγμή μες στη
γη.
Άδολα έρχεται η νύχτα
άσπρα κοιτάζει το φως
άστοχα είπες «πονάω»
άρρητα έσταξε ο
καιρός.
Δυο λέξεις μένουν
γραμμένες
οχτώ φιλιά του λεπτού
βλέμμα στραμμένο σ’
εσένα
όλες, ιστορίες του
χαμού.
Σεπτ.2012, στ’ Ανάπλι,
όπου πάντα θα γυρίζω
μέχρι την τελική επιστροφή.