23/12/20

boa natale

1967 ανάρτηση, 

όταν το 2006 πήγαμε, είχε ξανά ανοίξει, τίποτα δεν ήταν όπως πριν, το απόλυτο κιτς, εφεξής, περνάγαμε στο άλλο πεζοδρόμιο, δεν υπήρχαν οι δερμάτινες πολυθρόνες, το τραπεζάκι του παππού, πάντα κρατημένο, τα υπέροχα γλυκά του κυρίου Γεράσιμου, τα τσουρέκια του, ο απόλυτος γαλλικός κορμός Χριστουγέννων, ο παππούς τον δώριζε σε ων ουκ έστιν αριθμός, η αγγλική πουτίγκα που έφερνε πάντα η μάνα στο σπιτικό μας 3 μέρες πριν να στήσουμε το δέντρο και την φύλαγε ζηλότυπα στο ψυγείο του πάγου, στο Τζαμωτό μας, θα σερβιριζόταν στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την γεμιστή γαλοπούλα, αλά γιαγιά Ρουμάνα, όταν ήταν μαζί μας, κι ήταν ακόμη στα λίγα καλά της, εξέφραζε γνώμη-μέχρι να πεθάνει η μάνα μου, ως έναν χρόνο πριν, τουλάχιστον, κουραμπιέδες και μελομακάρονα έκανε μόνη, πάντα μου κράταγε λίγα αμέλωτα, σιχαινόμουν τις σάλτσες-ως σήμερα, σιχαίνομαι τις σάλτσες επί παντός του επιστητού. Όπως κι αν είναι: για μέναν Ζόναρ'ς = η απόλυτη γρανίτα φράουλα στο ψηλό ποτήρι με την απαστράπτουσα ασημένια υποδοχή σε σχήμα τριαντάφυλλου, ακόμη και χειμώνα καιρό, είχα παντοτεινό μου σύμμαχο τον κύριο Γεράσιμο, Κεφαλληνιό, "ό,τι θέλει το κοριτσάκι μου το αναπλιωτικό", αν ήταν η Γιακαλού, έβαζε το χρυσό της το χεράκι, θυμάμαι ένα αστέρι πολύχρωμο, το έχω ακόμη κι ας μην στήνω δέντρο χρόνια πια, συνήθως, το δέντρο στολίζαμε στις 23, καμιά φορά και το βράδυ την Παραμονή αν δεν είχε προλάβει η μάνα, πάντα είχε πολλή δουλειά στο ιατρείο, ξαφνικά. Όταν ήμασταν πολύ μικρά, θυμάμαι του λόγου μου να μου κάνει η μάνα φροντιστήριο στα Κάλαντα που θα βγαίναμε να πούμε την άλλη μέρα, συνήθως, έκανε κρύο, μου είχε ράψει ένα παλτουδάκι κατακόκκινο, με κουκούλα και μέσα της ήσαν πρασινο-μαύρα τετράγωνα, σαν μοντγκόμερυ, με σταυρωτά κουμπιά, μου είχε αγοράσει η μάμα γαλότσες κατακόκκινες, αν δεν ήταν από τον κύριο Μαργαρίτη-συνήθως τα παπούτσα της Πασχαλιάς, ήσαν ιδίως από του Μούγερ, μαγαζί της εποχής, σαν τώρα θυμάμαι που σχεδίαζε το αποτύπωμα ποδιού σε λευκό χαρτί, μεγαλώναμε ασύστολα πολύ για το οικογενειακό βαλάντιο, πήγαινε στην Αθήνα και τα έφερνε καλούδια- αυτές τις γαλότσες για τις λάσπες, κατακκόκινες, λουστρίνι, ως τα τότε γονατάκια, πολύ τις αγάπησα, τόσο που κρατήθηκαν στην αποθήκη ως να φύγουγε από το σπίτι μας--λίγο τα έχανα στο τέλος, πάμε πάλι, ως να τα μάθω καλά, ο αζιρφός, μεγαλύτερος, χλεύαζε, ο πατέρας τον μάλλωνε. Την τελευταία φορά που βγήκα να πω τα κάλαντα ήμουν μόνη μου, κοντά 12 χρονώ, φορούσα με καμάρι ένα χειροποίητο πουλόβερ που είχε φέρει ο αζιρφός από την Νορβηγία πριν λίγους μήνους, καφετί και στο ντεκολτέ σχήματα πράσινα και άσπρα, λίγο ντράπηκα που πήγα μόνη μου, αλλά, τα κατάφερα, πάντα ήταν, η θεία Δέσποινα, ήδη απέναντι στο πέτρινο σπίτι, μικρό ασημένιο 20άευρο, αμέσως μετά, η κυρία Ευγενία, ομοίως ασημένιο, 10άευρο -αιωνία της η μνήμη, πριν  λίγους μήνες μας έφυγε, η κουμπάρα μας, οι καλλίτεροι κουραμπιέδες ever. Η κυρία Ντόρις, αγγλικής καταβολής, η μητέρα του Κώστα και της Ελένης, ποτέ δεν έδινε λεφτά, είχε φτιάξει το απίστευτο γλυκό της, σαν αγγλική πουτίγκα ένα πράμα, αλλά πολύ ελαφρύτερη,με μπόλικη κρέμα ανγκλαίζ, με περίμενε, να ανέβω τις απότομες σκάλες του Καραπαυλέικου, στην μεγάλη σάλα με τους πιο σπάνιους πίνακες, με κέρναγε ένα γλυκό χαμόγελο κι ένα πελώριο φιλί, σε σακουλάκι χωριστά, ολόκληρο ταψί το γλυκό της, θα μείνει η νοσταλγία από την τελευταία φορά, πρέπει να ήταν το 1987, πήγαμε μεσημέρι με το μικρό, είχε πάλι σκαρώσει το γλυκό της προς τιμήν μας-

εικόνες χριστουγέννων, Ζόναρ'ς 


ne' lieti calici /onnipotente,va-

oggi






Michelle Gurevich - Goodbye My Dictator