16/12/20

 αρ. 1964, 

σαν 1954, έφυγα πατητά και σταμάτησα στο Κυβέρι για μια βουτιά,ανήμερα της Παναγίας ήταν 2011, οποία θηριώδης σύμπτωση με αντιστροφή, 12/11-11/12 γέννησης και θανάτου,  μου λές "έλα 'δω, στο Ξεροπήγαδο, μην την περάσεις μόνη σου"  όταν έφτασα, μου είπες "πάμε μια βόλτα να τα πούμε",φτάσαμε ως κάτω, "θα κάνουμε μπάνιο?' σου είπα, "είμαι πολύ κουρασμένη", φόραγες αυτά τα περίεργα σαμπώ, ήθελες να γυρίσεις στο πανεπιστήμιό σου και στους φοιτητές σου, ήσουν αισιόδοξη πως θα τα καταφέρεις "πες μου πως θα τα καταφέρω", "έλα, ρε συ, η θεραπεία θα πιάσει, κανείς δεν πεθαίνει την σήμερον από κάτι τέτοια". Ο γιός σου ο Πάνος, ο Παύλος, η πάντα σου φίλη Χριστίνα, εκεί, παραγγείλαμε ΄χόρτα καταπώς τα ήθελες "τσιγαριαστά" τα λένε στην Αρκαδία, κουράστηκες πάλι, αλλά διαβάσαμε ποιήματά σου κι η Χριστίνα ήταν πολύ συγκινητικά εύγλωττη, σκέψου να είχες ζήσει, να έφευγες του χρόνου από το Πανεπιστήμιο, να κατέβαινες κάτου, να μέναμε μαζί όπως παλιά, να είχα, λέει, βρει, σπίτι, εκεί όπου το ονειρευτήκαμε μαζί, να μην είχες να δουλεύεις φρικτά πολύ αλλά να διαβάζαμε πάλι Ντοστογιέφσκυ' σκέψου να είχαμε ένα σπίτι μαζί, να διασχίζαμε τον δρόμο και να πέφταμε για μπάνιο στο Τιμένι, όπως όταν είμασταν 12χρονες και σε πήγαινα με το ποδήλατο καβάλα και δεν μιλάγαμε, δεν ξέραμε τότε πώς λέγαν την παραλία αλλά κολυμπάγαμε και κάναμε πατητές και γελάγαμε πολύ, σκέψου να γεράζαμε μαζί... μ' ακούς ακόμη?, όπως τότε που η πρώτη ήσουν που διάβασες δυό σελίδες από την πια τυπωμένη Λισπέκτορ και με πήρες τηλ. από τον Βόλο κλαίγοντας -"μόνον εσύ θα το μπορούσες έτσι", ψέλλισα ένα ευχαριστώ κι αντείπες, "το  μέλλον θα σου πει ευχαριστώ". ως σήμερα, Μπιλλάκο, μόνον το δικό σου μου έχει αρκέσει,πολλοί πάντα θα σε θυμούνται, αδυνατώ να εκφραστώ για το δικό μας ευχαριστώ-


-με τον Πανούλη, στη Σαλονίκη όπου περάσατε μέγα μέρος της ζωής σας με τον ξάδερφο στα πανεπιστήμια σας, όταν παντρευτήκατε, καταγελάσαμε, "ωραία, γίναμε και ξαδέρφες"-

**από τα 11 μας, οπόταν η Μπίλλη "έσκασε μύτη" στο "χωριό", είχαμε και την κυρία Τριάδα, την μητέρα της, δασκάλα,η καλλίτερη, ever, μας δίδαξε Γεωγραφία κι Ιστορία κατά τον επαγωγικότερο τρόπο του καιρού, με πίνακες, με απίστευτη ευγλωττία, της οφείλω την αγάπη μου στην Ιστορία' έλεγε πάντα πως υπήρξα η καλλίτερη μαθήτριά της, καθόμουν κι άκουγα, απλώς, με βοηθούσε πάντα ένα γενναίο μνημονικό, πασίγνωστο πως ούτε βιβλία δεν είχα στο Δημοτικό, ούτε καν τσάντα, ακόμη κι η Μπίλλη απορούσε' με την μητέρα της μετέφρασαν αρκετά παιδικά βιβλία και γράψαν 3-4 πρωτότυπα, ήταν σπουδαία διανοούμενη η κυρία Τριάδα, πέθανε πριν πολύ λίγα χρόνια, πικραμμένη που έχασε το μοναχοπαίδι της' δεν νομίζω πως χωρίσαμε ποτές, από την Αθήνα, στο Παρίσι, πίσω στην Αθήνα, στη Σαλονίκη, πάντα είμασταν ένα, ως το σοκ του θανάτου της στα 58 μας, με το "γειά σου" βρήκαμε μυστικούς κώδικες που δεν διερράγησαν ποτές, τόσο διαφορετικές, τόσο ίδιες... σαφώς δικός μου άνθρωπος** 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%AF%CE%BB%CE%B7_%CE%92%CE%AD%CE%BC%CE%B7

* "Το πράγμα αντηχούσε κι εγώ δεν ήξερα
Σα μανιτάρι άπλωνε η ομπρέλα του στο στήθος μου
Με αργή κίνηση όπως απλώνει στο βυθό το μελάνι

Και είδα τον πατέρα μου να 'ρχεται σιωπηλός και
απόμακρος
τόσο κοντά μας κι όμως σ' έναν άλλο κόσμο
Μες στα συρτάρια του είχαν βρει ρούχα λαμπρά
κρυφά κοστούμια από μπροκάρ γαλάζιο γκρι άγνωστά μας
Αυτά μας έφερναν κι εκείνος παρακολουθούσε αμέτοχος
με κείνη τη θλίψη στο πρόσωπο
Και είδα τον πατέρα μου σιωπηλό κύκνο
να σκίζει τη μέρα στο χαμηλό δωμάτιο
να πλέει στο φως στο ημίφως και πάντα κοντά στην
πόρτα
να στέκεται και να κοιτάζει
περαστικός κύκνος ενός άλλου κόσμου"
[Το ποίημα "ΜΥΣΤΗΡΙΟ"]*

"125 σελίδες, μια εισαγωγή, μια έξοδος. Το τοπίο ή το ποίημα, ο χώρος ή το μέσο για μια εξερεύνηση του κόσμου μέσα από το βλέμμα της ποιήτριας. Μέσα σ' αυτό μας ξεναγεί αλλά και αφήνεται να παρασυρθεί από τις μυστικές φωνές των πουλιών, των δέντρων, των ανθρώπων. Συνομιλίες απρόσμενες πουλιών με δέντρα, δέντρων με αυτοκίνητα. Δέντρα που συλλογίζονται, δέντρα που μαλώνουν. Ο κόσμος με ανεστραμμένες τις αξίες του, με διασαλεμένη την παραδοσιακή του μορφή. Η κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος σε μια αντιπαράθεση ισχύος και απειλής αντίστροφη. Do not protect yourself, η ποιήτρια επιμένει σ' αυτό. " (Ανθούλα Δανιήλ, Γράμματα και Τέχνες, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1987, τχ. 53)

"Το ποίημα για την Μπίλη Βέμη είναι όχημα που οδηγεί στην μεταμόρφωση της πραγματικότητας και στην απελευθέρωση, όταν η έξοδος απ' αυτήν είναι αδύνατη με άλλους όρους." (Έλενα Χουζούρη, Καθημερινή, 25-2-1988)

"Η Μπίλη Βέμη με την τέταρτη συλλογή της Τοπίο που σε λένε ποίημα, όχι μόνο επικυρώνει την ποιητική της "ιδιώτευση" αλλά και μια φυσιογνωμία που παρουσιάζει την απαιτούμενη συνοχή και που είναι σε θέση να ασκήσει επιρροή σ' εκείνον που θα ασχοληθεί με την ποίησή της. Το ενδιαφέρον για την ποιήτρια αυτή βρίσκεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο σαρώνει το νοσηρό κλίμα που έχει δημιουργηθεί γύρω από την νεώτερη ποίηση. [...] Γνωρίζει να τονίζει αδρά τη ριζική αλλαγή των κοινωνιών, τα νέα ήθη, τις νέες ευαισθησίες και τις βαθύτατες αναισθησίες της εποχής μας, για να μη μείνει σε κανέναν καμιά απορία, εν τέλει, ότι η κοινωνική αγωγή ενός ποιητή προσδιορίζει κυριαρχικά την ποιητική του αξία. [...] Εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον αναγνώστη γιατί ο χυμός της ευαισθησίας της είναι γνήσιος. Μια νοσταλγική ερωτική διάθεση κι ένας αριθμός κρίσιμων ερωτημάτων γύρω από τις δυνατότητες που έχει η ποίηση να βοηθήσει τους ανθρώπους, εγκατεσπαρμένων μέσα στα ποιήματα, συμπληρώνουν το πορτραίτο της ποιήτριας." (Δημήτρης Κονιδάρης, Πόρφυρας, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1987, τχ. 43)

* ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΊΑ ΣΟΥ ΤΡΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΟΙ ΑΚΛΑΥΣΤΟΙ, ώσπου έπεσε πάνω μου ο Γιώργης ο Μαρκόπουλος φωνάζοντας, γιατί?

κάποτε, θα αναγνωριστείς ως μία από τις καλλίτερες ποιήτριες του 20ου αιώνα, δεν επεδίωξες τίποτα, δεν έκαμες ποτές δημόσιες σχέσεις, δεν φίλησες κατουρημένες ποδιές για να σου δημοσιεύσουν τοιούτον τι, για τούτο αναγνωριστήκαμε εσύ κι εγώ ως αδερφοποιητές,από τα 11 μας όπου καλώς γνωριστήκαμε,  τους είχαμε χεσμένους όλους, έγραψες λίγο αλλά τούτο αρκεί, ουκ εν τω πολλώ το ευ, ήταν πάντα το κοινό μας μότο, όσοι σε γνωρίσαν, ε, ξέρουν, όσοι, ου, ας σε αναζητήσουν, απλώς, θα κερδίσουν.γειά σου Μπιλλάκο.

Michelle Gurevich - Goodbye My Dictator