4/12/19

δεκεμβριανά


Η Δευτέρα, 4 Δεκεμβρίου 1944, είναι η μέρα που αρχίζει η γενική απεργία που είχε εξαγγείλει το ΕΑΜ. Όμως, είναι και η επόμενη μέρα της μεγάλης σφαγής και της κηδείας των 28 νεκρών της προηγούμενης. Είναι επίσης η μέρα μιας ακόμα σφαγής, με κάπου 100 νεκρούς και τραυματίες, κανείς δεν ξέρει πόσους ακριβώς. Αυτή τη μέρα, η σύγχυση είναι πλήρης γιατί η δολοφονία των αθώων δε γίνεται με τον αγγλικό τρόπο της προηγούμενης, μεθοδικά, μελετημένα και ψυχρά, αλλά εντελώς άτσαλα από Έλληνες χαφιέδες της περιώνυμης Οργάνωσης Χ του Γρίβα. Τα πράγματα έγιναν ως εξής.
Ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, ίσως πιο μεγάλο απ’ αυτό της προηγούμενης, θάβει τους 28 νεκρούς της Κυριακής. Όλοι ξέρουν που αρχίζει η πομπή, αρχίζει ακριβώς πίσω απ’ τα φέρετρα, αλλά κανείς δεν ξέρει που τελειώνει. Κάποιοι λεν πως όταν η νεκρική πομπή φτάσει στο Α΄ νεκροταφείο, η ουρά της βρίσκεται ακόμα στην Ομόνοια. Αυτό το πλήθος, μ’ ένα στόμα, τραγουδάει φάλτσα απ’ τον πόνο και το κλάμα το πένθιμο εμβατήριο του ΕΛΑΣ, το «επέσατε θύματα».
Και κάθε τόσο τεράστιες ομάδες ανθρώπων γονατίζουν, σηκώνουν το κεφάλι ψηλά σα να προσεύχονται ή να ζητούν βοήθεια απ’ τον ουρανό. Όλοι ξέρουν πως τα μεγάλα δεινά για την Ελλάδα μόλις τώρα αρχίζουν.
Όλα παν καλά (τρόπος του λέγειν) μέσα στη θλίψη και τον πόνο, μέχρι την ταφή. Μετά την ταφή, τα πλήθη σκορπούν μέσα στους δρόμους, συνεχίζοντας να τραγουδούν το πένθιμο εμβατήριο, πράγμα που εξοργίζει τους χίτες που είναι ακροβολισμένοι δώθε κείθε σε σπίτια και κυρίως σε ξενοδοχεία του κέντρου της Αθήνας. Και αρχίζουν τότε ένα λιανοτουφεκίδι σα να κυνηγούν πάπιες. Σκοπεύουν απ’ τα παράθυρα των ξενοδοχείων και βαρούν στο σταυρό.
Οι Χίτες είναι μια ιδιόμορφη ομάδα καθαρμάτων. Δε συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά ούτε και τους έβλαψαν ποτέ. Σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, έργο τους έχουν τη δολοφονία κομμουνιστών. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί τους ανέχονται, και πολύ συχνά τους περιθάλπουν. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς την αγάπη των Άγγλων για την Οργάνωση Χ. Οι χίτες έχουν πείρα και είναι καλοί σκοπευτές
. Και ξέρουν να σφάζουν και με μαχαίρι, όταν δεν πρέπει να γίνει θόρυβος. Φασίστες κομάντος των πόλεων τέλειοι.
Ο Γρίβας, ο θρυλικός αρχηγός της ΕΟΚΑ στην Κύπρο αργότερα και ορκισμένος εχθρός των Άγγλων, είναι προς το παρόν το δεξί χέρι τους στα Δεκεμβριανά. Το άντρο του είναι στο Θησείο, κοντά στο λόφο του Φιλοππάπου. Από κει ξεκίνησαν τα παλικάρια του σήμερα, 4 Δεκεμβρίου 1944, για να ακροβολιστούν στο κέντρο της Αθήνας, ώστε να επιτηρούν, υποτίθεται, την τάξη και να προφυλάσσουν τους κατοίκους της πρωτεύουσας απ’ τους ταραξίες κομμουνιστές.
Κι όταν ένας απ’ τους ακροβολιστές κρίνει πως διαταράχτηκε η τάξη απ’ το πένθιμο εμβατήριο που τάραξε τ’ αυτιά του, ρίχνει μια και ξαπλώνει έναν. Αυτό ήταν. Ακούν το μπαμ τα παλικάρια, κι αρχίζουν να βαρούν όλοι.
Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πως, κι αυτά τα επεισόδια, οργανώθηκαν απ’ τους Άγγλους. Αλλά ο άτσαλος τρόπος που εκδηλώθηκαν, μαρτυράει πως ήταν έργο καθαρά ελληνικό. Άλλωστε, αυτή τη μέρα οι Άγγλοι δε φαίνονται πουθενά. Είναι διακριτικοί. Βλέπεις, σέβονται τους νεκρούς. Ακόμα και τα δικά τους θύματα!
Η αρχή του μίνι εμφυλίου
Το βράδυ της Δευτέρας 4 Δεκεμβρίου, μέρα της κηδείας των θυμάτων της 3ης Δεκεμβρίου και της εμφάνισης στο προσκήνιο των παλικαράδων του Γρίβα, ο Παπανδρέου υποβάλλει την παραίτησή του. Όλοι πιστεύουν προς στιγμήν πως τώρα θα βρεθεί μια λύση και ο εμφύλιος θα αποτραπεί.
Αλλά όταν ο Παπανδρέου ανακαλεί την παραίτηση, ύστερα απ’ την άρνηση του Σοφούλη να τον σκαντζάρει (κορόιδο είναι, η αλεπού;), όλοι ξέρουν πως το δύσκολο έργο που ανέλαβε αυτός ο ευφυέστατος πολιτικός θα το φέρει σε πέρας. Δηλαδή, θα αποκλείσει απ’ τη διακυβέρνηση και τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες, για να κυριαρχήσουν τελικά οι λεγόμενοι «μετριοπαθείς», γνωστοί και με το γεωμετρικό παρατσούκλι «κεντρώοι», που είναι οι λιγότερο κραυγαλέοι δεξιοί, δεξιοί πάντως, όπως ακριβώς και ο Γ. Παπανδρέου και ο Σοφ. Βενιζέλος και ο Θεμ. Σοφούλης και όλα τα καλά παιδιά του Κέντρου, που θα αναλάβουν και θα διεκπεραιώσουν επιτυχώς τον εμφύλιο που θα ακολουθήσει, μέχρι να αναδιοργανωθεί η παραδοσιακή Δεξιά, που έχει δυσφημιστεί πολύ με τη δικτατορία του Μεταξά – κι αυτός είναι ο λόγος που προς το παρόν δεν την προτιμούν οι Άγγλοι.
Είναι αφέλεια πρώτου βαθμού να πιστεύει κανείς πως το Κέντρο είναι δυνατό να έχει κάποια έστω και μακρινή σχέση με κάποια έστω και δυσκαθόριστη Αριστερά. Το Κέντρο είναι μια μετριοπαθής Δεξιά, που συγκεντρώνει λαπάδες πάσης φύσεως. Προσωπικά, εγώ ο αριστερός, πάντα προτιμούσα την παραδοσιακή Δεξιά απ’ το Κέντρο, που μπερδεύει διαρκώς τα πάντα, έτσι που κουνιέται συνέχεια σαν εκκρεμές μια προς τα δεξιά, μια προς τα αριστερά για να ισορροπεί τελικά πάντα απ’ τα δεξιά. Μη μου μιλάτε, λοιπόν, για κεντρώο Παπανδρέου γιατί μου ανάβουν όλα τα αριστερά λαμπάκια. Άλλωστε, καταλάβατε ήδη πόσο αριστερός ήταν αυτόν τον δύσκολο καιρό ο Παπανδρέου. Αριστερός όσο κι ο Τσώρτσιλ
.
Λοιπόν, την 4η Δεκεμβρίου 1944, που είναι η επίσημη ημερομηνία της έναρξης του μίνι εμφυλίου πολέμου που είναι τα Δεκεμβριανά, μετά την ανάκληση της παραίτησης του Παπανδρέου προς μεγάλη ανακούφιση του πρεσβευτή Λίπερ, που είχε πάει η καρδιά του στην Κούλουρη με τα καμώματα του Έλληνα υφισταμένου του, που δεν ήταν, λέει, διατεθειμένος να ανεχτεί τη σφαγή μεταξύ Ελλήνων, λες και πρώτη φορά θα σφάζονταν οι Έλληνες μεταξύ τους, ο Σκόμπι, ο γενικός ντερβέναγας της αγγλικής τότε αποικίας, που και τότε λεγόταν Ελλάδα (!), κηρύσσει τον στρατιωτικό νόμο. Και καλεί τον ΕΛΑΣ να εκκενώσει την Αθήνα σε μια μέρα.
Όμως, ο ΕΛΑΣ αντί να υπακούσει στο Σκόμπι, αρχίζει στα γρήγορα να καταλαμβάνει τα αστυνομικά τμήματα και να αφοπλίζει τους αστυνομικούς που, σημειωτέον, είναι κατοχικοί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και συνεργάτες των Γερμανών κατ’ ανάγκην. Η αστυνόμευση δεν σταματάει. Βέβαια, ο ΕΛΑΣ εκτελεί και κανέναν αστυνομικό με συνοπτικές διαδικασίες, όταν εκτός από αστυνομικός είναι και συνεργάτης των Γερμανών, κι αυτός είναι ο λόγος που οι μισοί τουλάχιστον αστυνομικοί ζητούν και πετυχαίνουν την προστασία των Άγγλων. Εκτός απ’ τους ταγματασφαλίτες και τους χίτες, οι Άγγλοι έχουν τώρα συμμάχους και τους αστυνομικούς. Όλα τα καλά παιδιά είναι μαζί του
Βασίλης Ραφαηλίδης
ΙΣΤΟΡΙΑ
(κωμικοτραγική)
ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
1830- 1974

και η εκδοχή του Μάκη που δεν αφίσταται της του Ράφα: https://sikam.wordpress.com/2019/12/03/%ce%b4%ce%b5%ce%ba%ce%b5%ce%bc%ce%b2%cf%81%ce%b7%cf%82-1944-%ce%bf%cf%84%ce%b1%ce%bd-%ce%bf%ce%b9-%ce%ac%ce%b3%ce%b3%ce%bb%ce%bf%ce%b9-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%ce%b9-%ce%bd%cf%84%ce%bf%cf%80%ce%b9/

αφού ο Μάκης αναφέρει την μητέρα του Ζωρζέττα και αγαπημένη μου θεία, εννοείται, μικρότερη της οικογένειας Παπαδόγιαννη, και την γιαγιά μας Γιακαλού, και εμείς ας πούμε πως η μάνα με τον πατέρα μου είχαν ήδη κατέβει κατά τον Οκτώβρη στην Αθήνα. Κείνη τη μέρα βρέθηκαν οι δυο τους μαζί με άλλους Επονίτες στην Κλαυθμώνος είδαν τα συμβάντα, είδαν τα πτώματα φίλων τους καταγής (όλη η Σταδίου ήταν σπαρμένη, όχι μόνον η Πλατεία Συντάγματος), τρέχαν να βοηθήσουν, η μάνα μου έλεγε πως, αλλόφρων, αναζητούσε τη μάνα της και την μικρή της αδερφή. 
Για την ιστορία μας: ένας Χίτης, εξ αγχιστείας εξάδερφος, από την μεριά της προγιαγιάς μας, Θεανώς Κριεμάδη, ανηψιός του πάλαι δημοκρατικού υπό τον Βενιζέλο βουλευτή Σπάτων, αδερφού της προγιαγιάς Θεανώς, Κριεμάδης κι αυτός ο χίτης, "κάρφωσε" τον πατέρα μου ως κουμμουνιστή. Στις 6 Δεκεμβρίου, φτάσαν χίτες μαζί με την χωροφυλακή στο πατρικό της μάνας μου και της Ζωρζέττας, στην Κυψέλη. Αναζητούσαν τον πατέρα μου να τον κρεμάσουν ως κουμμουνιστή. Είχε ήδη διαφύγει, η μάνα μου κρυβόταν αλλού. Η Γιακαλού το έπαιξε φεγγαράκι, δεν την πίστεψαν, την σύραν ως την Ασφάλεια, στην Κοραή, 2 μέρες μετά την αφήσαν. Στα Δεκεμβριανά, ο πατέρας μου ήταν ο καπτάν Τάκης, έδρασε στην περιοχή επωνομαζόμενη Γκύζη, μία ιστορία (άλλης εποχής, άλλη στιγμή)κάθε που ανεβαίνω την Παναγιωταρά για την Αλεξάνδρας, εκεί στο αριστερό χέρι, κοιτάζω την πολυκατοικία σήμερα κι αναθυμούμαι τις -σπάνιες-διηγήσεις του πατέρα μου από κείνο το σπιτουλάκι από όπου διεξήχθησαν θρυλικές μάχες, μεταξύ των Επονιτών, των του Σκόμπι τα κανόνια και των χιτών, μεταξύ αυτών κι ο χίτης "συγγενής". Στην μνήμη έχει εγγραφεί η διήγηση της μάνας μας (του Γιώργου, του Μάκη και της ιστολόγου), όταν όλα περίπου τελείωσαν, η μάνα μου με άλλους Επονίτες (ο πατέρας, χαμένος, κρυβόταν ακόμη), αρχές Γενάρη του 1945, πήραν το δρόμο-δρόμο για τα πάνω. Διασχίσαν όλη την Αττικοβοιωτία, φτάσαν στον Παρνασσό και συνεχίζαν. Η μάνα μου έλεγε πως σε λίγες μέρες κοίταξε τα πόδια της και ηύρε δύο φτενές λαμπάδες. Ακόμη πως, έξω από τα Κιούρκα, το καραβάνι απάντησε άλλο καραβάνι, σε ένα μουλάρι επέβαινε ο Αιμίλιος Βεάκης, γύρισε και τους είπε "εδώ να με αφήσετε εμέναν τον γέροντα, προχωρήστε, εσείς, όταν φθάσετε και η πατρίδα μας θα έχει δει καλλίτερες μέρες, να πείτε πως εδώ άφησε την τελευταία του πνοή ο Αιμίλιος Βεάκης".
Για την ιστορία: ο πατέρας μου, καπτάν Τάκης, και η μάνα μου, διασχίζοντας την μισή Ελλάδα με το πόδι, κατάφεραν να συναντηθούν στην Βέροια, στην Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας, απ' όπου ο παππούς, συνταγματάρχης πυροβολικού, Κώστας Παπαδόγιαννης, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, συντόνιζε με τον Μάρκο Βαφειάδη τις κινήσεις του ΕΑΜ, παρ' όλη την Βάρκιζα. Έχουμε μία φωτογραφία, δυστυχώς, επίσχεση από άσχετους προς την οικογένεια, μη συγγενείς καν, αλλοδαπούς και ενδιαφερόμενους μόνο για την δική τους πατρίδα, φυσικά για τα φράγκα των εμών, κλασσική ιστορία... Θλιβερό να πρέπει να προσφύγει κανείς σε δικαστήρια για να ανακτήσει τις μνήμες του. We shall overcome, babe
ΥΓ. αυτό το "κάρφωμα" του χίτη συγγενή, κόστισε στον πατέρα μου την καρριέρα του, του αμαύρωσε την προσωπική ζωή και παρ' όλη την δικαίωση, του κόστισε, χρόνους μετά, την ζωή, αυτόν τον αλήτη-χίτη αναζήτησα επί καιρώ πολύ, δεν τον ανηύρα, θα τον είχα πνίξει με τα ίδια μου τα χέρια-μέρες όπου διάθεση να καρυδώσει κανείς 

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...