22/12/17

καθαρά και ξάστερα

Η "καθαρότερη περιοχή του αέρα" (La region mas transparente del aire) του Κάρλος Φουέντες θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση άλλη από την δική μου μετά από βελούδινο διαζύγιο με οίκο που απέκτησε τα μεταφραστικά δικαιώματα -δοθέντος του ότι θεώρησα, μεταξύ άλλων, πως ο θεσμός της δουλοπαροικίας έχει λήξει προ αιώνων και μια μεταφραστική κοπιώδης εργασία υπόκειται σε εντόπιους, Ευρω και Διεθνείς Νόμους. Πάντοτε οι μεταφράσεις και οι επιμέλειες υπήρξαν παραπαίδια της εκδοτικής αλυσσίδας, συμβαίνει ορισμένοι -λιγοι- να διεκδικούμε την αξιοπρέπεια μας, ίσως διότι είμαστε από εκείνους που δεν βιοπορίζονται από την λογοτεχνική μετάφραση. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Φουέντες, αναφέρεται στα ύστερα μετά την Μεξικανική Επανάσταση χρόνια και αναπτύσσει, όλως ιδιαιτέρως, τις ενδομεξικανικές σχέσεις στην κρίσιμη για το Μεξικό χρονική περίοδο 1945-1955, την παγίωση των νέων αστικών και αγροτικών τάξεων, καθώς και των ενδιαμέσων διαστρωματώσεων τους, την ραγδαία ανάπτυξη της πρωτεύουσας, Πόλης του Μεξικού, με όσα τα ανωτέρω συνεπάγονται. Αυτό το μυθιστόρημα η Ιστορία της Λογοτεχνίας θεώρησε ως εναρκτήριο λάκτισμα στο επιλεγόμενο "μπουμ" της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας στις απαρχές της δεκαετίας του '60.

Παρατίθεται μέρος των πρώτων κεφαλαίων κατά ΑΡ:



Η ΚΑΘΑΡΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΕΡΑ
(1958)

ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ

Τ’ όνομά μου είναι Ίσκα Σιενφουέγος. *(η φωνή του Εκατοφωτιά)*Γεννήθηκα και ζω στην Πόλη του Μεξικού, Περιοχή Πρωτευούσης.  Αυτό δεν είναι τραγικό. Στο Μεξικό δεν υπάρχει τραγωδία: όλα είναι προσβολή. Προσβολή, αυτό το αίμα που με πληγώνει σαν κλωστή μαγέι. 1. Προσβολή, η αχαλίνωτη παράλυσή μου που την κάθε αυγή τη βάφει με θρόμβους. Και το αθάνατο θανάσιμο σάλτο μου στο πρωινό. Παιχνίδι, δράση, πίστη – μέρα τη μέρα όχι μόνο τη μέρα τής ανταμοιβής ή της τιμωρίας: βλέπω τους σκούρους μου πόρους και ξέρω ότι μου τα απαγόρεψαν  εκεί κάτω, εκεί κάτω, στο βάθος της κοίτης της κοιλάδας. Τελώνιο του Ανάουακ 2. που δεν πατάει σταφύλια- καρδιές’ που δεν πίνει αλκοόλ, βάλσαμο της γης -το κρασί της, ζελατίνη 3. από σκελετούς’ που δεν αναζητεί  το χαρούμενο δέρμα: κυνηγάει τον εαυτό του σ’ έναν μαύρο πολτό από πέτρες παιδεμένες και μάτια από αδιαφανές ζάντ. Γονατισμένο, στεφανωμένο με φραγκοσυκιές, μαστιγωμένο από το δικό του (το δικό της) χέρι. O χορός του (ο χορός της) επικρέμεται σ’ ένα κοντάρι με φτερά ή στον προφυλακτήρα της λεωφορείου, νεκρός στον ανθισμένο
πόλεμο, στον καυγά της ταβέρνας, στην ώρα της αλήθειας: η μόνη ώρα ακριβείας. Ποιητής της ασπλαχνίας, καλλιτέχνης του μαρτυρίου, αγροίκος ευγενής, υποκριτής αθωωμένος, η προσευχή μου ξεχαρβαλωμένη χάνεται, χαριεντισμός, αχαλίνωτα.(...)

1ο κεφάλαιο

Γκλάντις Γκαρσία.

-       Άι στρίβε από ΄δώ μωρή!
Ο ταβερνιάρης τής έδωσε μια στον πισινό κι η Γκλάντις ανάσανε το παγωμένο πρωινό. ‘Εριξε το τελευταίο βλέμμα στον γκριζαρισμένο καθρέφτη, στα στοιβαγμένα κολονάτα ποτήρια τού καμπαρέ. Ο Τσουπαμίρτο 4. χασμουριόταν πάνω από τα τύμπανά του. Τα κίτρινα φώτα σβήστηκαν, γυρίζοντας την ξετσίπωτη διαφάνειά τους στο πιλάστρι της φοινικιάς. ‘Ένα γατί ροβόλαγε ανάμεσα στις λιμνούλες τού δρόμου: τα μάτια του, καρφίτσες της περασμένης νυχτιάς. Η Γκλάντις έβγαλε τα παπούτσια της, ξεκουράστηκε, άναψε το τελευταίο (στοματάκι κουκλίστικο, δόντια στιγματισμένα με χρυσό), τσιγάρο που τής αναλογούσε για τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά. Η οδός Γκερέρο δεν ήταν πλημμυρισμένη κι έτσι ξαναφόρεσε τα παπούτσια της. Αρχίσαν να περνάνε τα ποδήλατα, διαγραφόμενα καθαρά, από την οδό Μπουκαρέλι’ και κάποια τραμ επίσης. Η λεωφόρος έμοιαζε κέρας της Αμαλθείας σκουπιδιών: στοίβες από πεταμένες εφημερίδες, τα υπολείμματα από τα καφενεία των Κινέζων, τα ψόφια σκυλιά, η γριά που ανασκάλευε, καρφωμένη, σ’ ένα κασόνι, τα κοιμισμένα παιδιά που κουνιούνταν στον ύπνο τους μες στη φωλιά από εφημερίδες και αφίσες. Το αμυδρότατο φως από τα νεκρώσιμα κεριά. Από το έφιππο άγαλμα του Καρόλου του 4ου ίσαμε τη συνοικία Δοκτόρες ξεκίναγε ένα ασφάλτινο φέρετρο, θλιβερό, σαν απλωμένο χέρι. Μόνο η εξέγερση θα ξανάφερνε το αίμα και τους σφυγμούς σ’ αυτόν τον δακτύλιο. Μα, κάτω απ΄το φως του ήλιου, θα ζούσε; Από την οπτική γωνία του Κάρλος του 4ου και το σύμπλεγμά του από χαμηλές φωτεινές επιγραφές
ΛΟΤΟΝΑΛ              ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΑ ΔΥΟ ΤΡΙΤΑ
                           ΤΩΝ HIGHBALL                GOODRICH ΣΑΣ
    ΤΩΝ   HIGHBALL          GOODRICH  ΣΑΣ 5. Η Γκλάντις δεν μπορούσε να μιλήσει για τις φριτάνγκας 6. και τα χάρτινα καπέλα των εφημεριδοπωλών που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, για τις κοιλαρούδες γυναίκες των πολεμιστών, γιατί αγνοούσε το φως της μέρας του σκονισμένου αρχαίου αέρα, που τρώει λίγο-λίγο το περίγραμμα των σύγχρονων ερειπίων του τεράστιου άστεως. Περπατούσε μόνη της, το κορμάκι της φτενό σαν ταμάλες 7. περιβεβλημένο με ντύμα βιολέ χτυπητό, στηριγμένο σε δυο ξυλαράκια που κατέληγαν σε παπούτσια πλατφόρμα΄ άνοιγε ένα στόμα να! για να καθαρίσει τα χρυσά της δόντια’ βλέμμα βοϊδίσιο, ματάκια σαν κουμπάκια. Τι βαρεμάρα να περπατάει μόνη της στη Μπουκαρέλι στις έξι και τέταρτο το πρωί! Ψιλομουρμούριζε τη μελωδία που βράδυ το βράδυ της είχε μάθει ο χοντρομπαλάς πιανίστας του «Μπάλι-Χάι» γυναίκα, θεία γυναίκα, αυτό μου το τραγούδαγε ο Μπέτο: αυτός, μάλιστα μ’ έκανε να πάω με χίλια, ταξιτζής, μ’ έπαιρνε βόλτα με τ΄αμάξι. Τι γκόμενος και τι γλεντζές! «Κορίτσι» κι ανεβαίνει στ’ αμάξι, κορίτσι και με «κανονίζει», έκανε΄
«- Μόνη σου είσαι, κούκλα;
«- Μαζί σου είμαι, μπήκες;»
τον ήξερε ήδη ο Τσουπαμίρτο και του αφιέρωνε τα μάμπος του απ’ το μικρόφωνο, εγώ είμαι ο ταξιτζής, μάλιστα, κύριε μου, ο ταξιτζής.
-       Είσαι μια κουκλάρα, κούκλα μου, αχ! αχ! αχ! από κάτω χορός στον ήχο των ποτηριών που τσουγκρίζουν.
-       Μην ανάβεις, φιλάρα.
-       Και γαμώ…
-       Αχ, τι νιώθω, τι νιώθω
μάλιστα, κύριε μου, ο ταξιτζής και πολύ γαμάτος, όπως αυτός ξέρει, πώς μ’ αρέσει, με το καναρινί του μπουφάν.
«Εσένα, δεν στην έπεφτε κανένας στο σχολείο;
-       Στο σχολείο; Πλάκα κάνεις;
-       Εμένα μου την έπεφτε ένας ψηλέας, τον λέγανε Μαγέγια και μου ΄κανε βρομιές. Εγώ ήμουνα απολειφάδι εκείνο τον καιρό κι εκείνος ψηλέας και μου ‘στριβε τ’ αυτιά. Ίσαμε που καθάρισα έναν τύπο και με στείλανε δυο χρόνια στη στενή. Πού να τον δεις τώρα. Τον συναντάω, το λοιπόν, και μου σκάει ένα φιλικό χαμόγελο ίσαμε ΄κεί πάνω. Εγώ, όμως, δεν τα βάζω με κανέναν. Δε βλέπεις σε τι φασαρίες μπαίνουν όσοι ψαρεύουν πελάτη; Είναι κάτι τύποι που κατεβαίνουν κάτω και σου γαμάν τα ούμπαλα. Δε μου γαμιούνται. Τι είναι χειρότερο; Να πεθάνεις στο κρεβάτι σου; Ή να έρθει κάποιος και να σε στείλει στον αγύριστο; Γιατί να κάνω το χατήρι τού πάσα ένα; Λόγω τιμής».
Σου το είπα, δεν λέω ψέματα εγώ.
« - Θα είχα μπόλικο παραδάκι αν δεν ήταν οι γκόμενες κι οι γυροβολιές. Καθημερινά πρέπει να έρθω εδώ, να ρίξω τις γύρες μου. Ώπα, δώσε, δώς΄τα  όλα… Τι τα θες. Έτσι με κάνανε, μισό δράκουλα…»
Έτσι μας κάνουνε. Δεν είχε αισθανθεί ξανά όπως με κείνον. Αλλά οι μελαχρινοί γουστάρουνε ξανθιές κι εκείνη της τον πήρε. Μπέτο. Και
τώρα, κείνος ο μισακός γεράκος που βρώμαγε το χνώτο του και που την έψαχνε κάθε βράδυ Παρασκευής, υποκρινόμενος ότι ήταν διευθυντής Υπουργείου. Ο μόνος που της άφηνε χρήματα. Μέθαγε, την έπιανε σφιχτά απ΄ τη μέση και γκάριζε: «χαλκόφατσες, και γαμώ τις χαλκόφατσες!». Κι ύστερα της έλεγε τη μεγάλη ατάκα τού γιατί ερχόταν τις Παρασκευές, γιατί εκείνη τη μέρα τού έδινε η γυναίκα του ελευθέρας. Αλλά δεν ήταν το ίδιο όπως με τον Μπέτο.
« - Σας αρέσει το σόου του «Μπάλι-Χάι»;
« - Με καταγοητεύει, τι διάολο, με μαγεύεις εσύ…
« - Να έρχεστε συχνότερα, τότε. Κοίτα να δεις, μόνο τις Παρασκευές, αν δεν είναι από υποχρέωση.
« - Σου είπα ότι την Παρασκευή λέω ψέματα στη γυναίκα μου’  κοίτα να δεις, αυτή τη μέρα μπορώ να πω ότι…»
Εδώ είχε γεννηθεί η Γκλάντις, στα χάσκοντα μέγαρα του οροπεδίου, στη μεγάλη στραβοαπλωμένη πόλη που ασφυκτιούσε, στην πόλη που ολοένα κι απλωνόταν σαν ασεβής ψωρίαση. Μια μέρα θέλησαν να την πάνε στην Κουερναβάκα κάτι μπακάληδες με αμάξι και το αυτοκίνητο έμεινε στην Τλάλπαμ. Δεν είχε ξαναδεί ούτε βουνό ούτε θάλασσα. Το αεράκι του αμάρανθου, το συναπάντημα με την άμμο και τον ήλιο, η σκληράδα της μουσμουλιάς, η πρωταρχική ομορφιά…τι πανέμορφη που πρέπει να ‘ναι η θάλασσα… Δεμένη  με το τσιμέντο και τον καπνό, ένα με τη σώρευση σκουπιδιών που γυάλιζαν. Με τα μάτια κλειστά, πάντα κλειστά. Έφτασε τελικά στη Δοκτόρες, λιώμα. Άναψε το κερί. Εσύ είσαι πλούσια κι εμείς φτωχοί. Εσύ όλα τα έχεις κι εμείς δεν έχουμε τίποτα. Για καλή μας τύχη, μη και δεν είσαι εσύ η μητέρα της ευσπλαχνίας; και ξάπλωσε. Φουκαράδες; Φίσες, φίσες 8. πέφτοντας χωρίς ηχώ πάνω στο τραπέζι. Δέκα πέσος. Πάει καιρός που δε μάζευε τόσα λεφτά. Την κοιτάγαν αφ’ υψηλού οι πελάτες. Γριά; Τριαντάρα. Γάμησέ τα. Ας το ‘λεγε ο Μπέτο αυτό. Για πρώτη της φορά αναλογίστηκε τι θα απογινόταν όταν δε θα μπορούσε πια να βγάζει το ψωμί της στο «Μπάλι-Χάι». Πώς ζει κανείς; Θα πάω αύριο σ’ ένα μαγαζί. Για να δούμε πόσο πληρώνουν για πωλήτρια. Θα έπρεπε να εντυπωσιάσει. Η Λιλιάνα θα της δάνειζε τη ρενάρ, αλλιώς, αν δε γινόταν, τη γούνα από κουνέλι. Πού είναι εκείνο το άρωμα που μου χάρισαν στην έξοδο του σινεμά; Καντάρια ρίμελ’ δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από φάτσα ξινής αμερικάνας… Φίσες, φίσες 8.,λα κουκαράτσα νο σε πουέδε καμινάρ 9., οκλαδόν, ακουμπώντας στον κρύο τοίχο, φωτισμένη απ’ το κερί, ένιωσε ότι εξαφανίζονταν τα πόδια της κι η κοιλιά της γινόταν μεγάλη, μεγάλη, ο παρθενικός σου μανδύας να σκεπάζει πάντα τα τέκνα ημών, να τα σκέπει, είναι δικά σου παντοτινά, ουράνιε Φύλαξ της Καρδίας του Ιησού! εις τα  τέκνα υμών.
Βγήκε στη λεωφόρο απ’ το μαγαζί νεωτερισμών. Η βροχή ξέσπασε, ανακατεμένη με τα γκρίζα κτίρια. Είναι βροχή της πόλης. Μπολιασμένη με μυρουδιές. Λερώνει τους τοίχους. Δεν φτάνει στο έδαφος. Μεταλλική βροχή, η σαστιμάρα χαμηλωμένων κεφαλιών, υποταγμένων στο μολυβή ταμπούρλο τ’ ουρανού, κεφάλια κατεβασμένα, βρεμένα απ’ τη βροχή και το ζελέ. Πίδακες του μεξικανικού ουρανού: περιμένοντας μέσα σε απελπισμένη σιωπή, περιμένοντας κολλητά σε τοίχους, όπως οι καταδικασμένοι στημένοι στον τοίχο: η ντουφεκιά που δεν φτάνει, τα κορμιά λιανά και βρομισμένα κάτω απ’ τη βροχή, στον αχνό του καυσαερίου και της ασφάλτου, μούμιες μιας στιγμής, μαζί με τη βροχή. Κάτω απ’τη βροχή, οι επιγραφές σβησμένες, οι πέτρες χασμουριούνται, η πόλη σαν παράλυτο σύννεφο, παλιές μυρωδιές από επιδερμίδα και χνούδι, γαρνάτσας  10  και πράσινες τέντες, τοσοδά μουρμούρισμα από ρόδες, κομμάτια τραγουδιών: οι ουρανοί άνοιγαν αλύπητα,ας παλέψουν βροχή και σκόνη, ας ανταλλάξουν δαγκωματιές ο άνεμος και τα πρόσωπα, ας περιμένει κολλημένος στον τοίχο, μουσκίδι, με τα μουστάκια ισιωμένα, τα μάτια απλανή, τα πόδια βρεμένα, συμπιεσμένος μες την παχιά του σάρκα, να βρομοκοπάει και να είναι αρρωστιάρης, μολυσμένος από καταρράκτη και δοθιηνώσεις, αποκοιμισμένος στις γωνιές σαν αιώνιο είδωλο, ανακούρκουδα δίπλα σε τείχη διάτρητα από μοναξιά, ψάχνοντας στα σκουπίδια κάτι να μασουλήσει, ας περιμένει, φάρα νυχτερίδων. Εκεί να περιμένει: πιο κοντά στην υγρή καταγωγή, πιο κοντά στις γωνιές. Βροχή στις γωνιές, ξερά, μικρά βηχαλάκια, ν’ αγκαλιαστούν, μονάχοι, μαζί κάτω απ’ τη βροχή; Μια αγκαλιά για όλους όταν τα σημάδια του μαύρου στερεώματος λένε: εσύ, εδώ, εκείνοι, εκεί. Η Γκλάντις ρουφούσε τις σταγόνες της μύτης της. Το ρίμελ της έτρεχε σα νυχτερινός κλαυθμός. Το κουνέλι βρομούσε. Η Γκλάντις κοντοστάθηκε και έβγαλε το χέρι της από μέσα.
( - Πολύ βλάκας, ρε γαμώτι, κοιτάξτε, κοιτάξτε καλά. Αυτά τραβάει όποια ανακατεύεται με ψηλομύτηδες. Στο διάολο! Τι ώρα είναι; Έξι. Ανοίγουν στις εννιά. Και βρέχει καντάρια).
Τώρα την έβαψες κοριτσάρα μου.  Πέρασε ένα ποδήλατο φρενάροντας. Απλωμένη η νύχτα, η νύχτα της, η νύχτα που της επιφυλάσσουν οι άγγελοι και το κενό. Η πόλη μύριζε καυσαέριο καθώς η Γκλάντις περπάταγε κούτσα-κούτσα στη Λεωφόρο Χουάρες. Πού ήταν οι άλλοι, εκείνοι που τους αγαπάς; Δεν υπήρχε κατά κεί ένα ζεστό σπίτι να μπει μέσα, ένα μέρος που να χωρέσει με άλλους; Οι δικοί της… ο πατέρας μάζευε πουλιά’  έβγαινε πολύ νωρίς το πρωί να τα πιάσει, ενώ η μητέρα της ετοίμαζε τον καφέ κι έβαζε και λίγο αλκοόλ μέσα κι εμείς τακτοποιούσαμε τα κλουβιά. Δίπλα στη γέφυρα του Νονοάλκο. Με ονόμασαν Γκαουδένσια.11.  Ποιος μου όρισε να γεννηθώ μια εικοσιδυό του Γενάρη; Οι λαμαρίνες έβραζαν το καλοκαίρι, κι άναβαν το αίμα ολονών. Στο ένα δωμάτιο, οι γονείς με το βυζανιάρικο. Στο άλλο, εγώ, εγώ με τ’ αδέρφια μου. Ούτε που το πήρα πρέφα ούτε κι έμαθα ποιος μου έκανε τη ζημιά. Μα τα μέταλλα καίγανε, όλοι είχαμε ανάψει, είμαστε πολύ παιδιά. Ήμουν δεκατριών χρονών. Έτσι αρχίζει κάποιος. Κι ύστερα δεν τους ξαναβλέπει.
Μπρος στο ξενοδοχείο Πράδο ήρθε μούρη με μούρη με μια δράκα από ψηλόσωμους άντρες και ξανθές γυναίκες, μ’ ένα κάρο κοσμήματα, που καπνίζανε τσιγάρα με φίλτρο. Δεν ήταν καν αμερικάνοι, μιλάγανε ισπανικά…
-       Άιντε, Πίτσι, πάμε να πάρουμε ταξί.
-       Έρχομαι, σερί. Κάτσε να φτιάξω λίγο το βέλο μου.
-       Τα λέμε στο σπίτι του Μπομπό, Νόρμα. Μην αργήσεις: για τα όργια, βρετανική ακρίβεια…
-       Κι, επιπλέον, αυτός ο κανάγιας ο Μπομπό περνάει από την σαμπάνια Βεβ Κλικό στο ρούμι Νεγκρίτα μόλις αρχίσουν εν χορώ οι βάκχες.
-       Τσάο, κοριτσάκι.
-       Τουτ-τουτ.
κι έμοιαζαν θαρρείς θεοί που υψώνονταν σαν τ’ αγάλματα, εκειδά, στο πεζοδρόμιο, πάνω απ΄τους άλλους, σκούρες κάμπιες, ποιους άλλους; Πάνω από κείνη, σαστισμένη, μην έχοντας συναίσθηση, αδέρφι των μικροπωλητάδων τσικάνος, χαφ-πράις, βέρυ τσιπ, των πωλητών λαχείων, των εφημεριδοπωλών που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, των ζητιάνων και των ταξιτζήδων, του χείμαρρου από μπλουζάκια, λερωμένα με γράσο, ρεμπόσος *(τυπικό μεξικανικό μακρύ σάλι) των γυναικών, κοτλέ παντελόνια, φθαρμένα πέδιλα, πατείς με πατώ στη λεωφόρο. Μα, στον επόμενο πάγκο, ανάμεσα σ’ εκείνον με τις κροκοντιλέ τσάντες και τον άλλο με καραμελωμένα φυστίκια, ξηλώθηκε δυο πέσος για μιαν αλουμινένια πίπα.

Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΟΜΦΑΛΟΥ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 11

Ο Τζούνιορ μίλαγε σαν σίφουνας ενώ, με απόλυτη συγκέντρωση, τσίμπαγε το δεξί βυζί της Πίτσι. Στη βροχερή νύχτα, το ταξί αποδεικνυόταν ελάχιστα ικανό ν΄αποφύγει τις λακκούβες και με κάθε χτύπημα του σασί αυξανόταν η πίεση του Τζούνιορ πάνω στην Πίτσι’ εκείνη κοίταξε προς τα αριστερά κι έριξε μια ματιά στο ρολόι της.
Θα δεις τι ωραία γλέντια στήνει ο Μπομπό. Θα είναι ο ποιητής Μανουέλ Σαμακόνα, ο υπαρξιστής φιλόσοφος Εστέβες, ο Πρίγκηπας Βάμπα –που είναι μυθικός τύπος –και η παγκοσμίου φήμης Σαρλότ Γκαρσία, όπως και χιλιάδες αριστοκράτες και ζωγράφοι και πούστηδες: όλο το Μεξικό.
Ο Μπομπό κάνει κάτι τρομερά παιχνίδια με τα φώτα και σκοτούρα του αν κάποιος ή κάποιοι κλείνονται στην κρεβατοκάμαρά του για μισή ωρίτσα, όλοι είναι τύποι που ξέρουν να ζουν. Ο μπαμπάς μου είναι φοβερός’ κάθε φορά που πάω στο σπίτι τού Μπομπό κρεμάει προβοσκίδα κι αρχίζει να μουγκρίζει πάνω απ’ τα κορν φλέικς του: «βιτσιόζοι, διψομανείς, κωλομπαράδες». Σούπερ φάση. Ο κακομοίρης ο γέρος δεν ξέρει να μιλάει παρά σαν να κάνει απογραφή. Αυτή είναι η τσαντίλα να είσαι αυτοδημιούργητος. Αλλά από τη στιγμή που μου σκάει το μηνιάτικο, ας τον να λέει.
Η Πίτσι έβαλε το κεφαλάκι της σαν σκυλάκι στον σβέρκο του Τζούνιορ:
-Τι θαύμα, Τζούνιορ, γνωρίζεις τόσους διανοούμενους! Την αφρόκρεμα, να πούμε. Μη νομίζεις, κι εμένα μου πήρε καιρό να ανεξαρτητοποιηθώ κι αν δεν είχα παρακολουθήσει εκείνα τα μαθήματα ψυχολογίας, ένας
Θεός μόνο ξέρει τι σύμπλεγμα θα είχα. Μμμμ, τι ωραία που μυρίζει η Γιάρντλεϊ που φοράς…
Το ταξί σταμάτησε μπρός στην πολυκατοικία-μπαλκόνια με πολύχρωμα πλακάκια, η κύρια όψη από λείο γυαλί- και από το ρετιρέ της οποίας σφύριζε μες τη νύχτα τσούγκρισμα ποτηριών.
-       Κοίτα –είπε ο Τζούνιορ στον ταξιτζή- πας τώρα στη Μόντε Αραράτ αριθμός 3094 να πάρεις μία κυρία. Άντε, γρήγορα.
-       Δε μπορώ, αφεντικό –έκανε ο σωφέρ με αμηχανία, ξύνοντας το κόκκινο σημάδι στο κούτελό του-. Σήμερα αδύνατον’ αλλιώς, πολύ ευχαρίστως.
-       Πώς έτσι; Από πότε κάνουμε τους σπουδαίους εδώ χάμου; -απάντησε ο Τζούνιορ ενώ, ήδη στην είσοδο του σπιτιού του Μπομπό, προσπαθούσε να κάνει να φαίνονται οι μεταξωτές μανσέτες του πουκαμίσου του.
-       Όχι, αλήθεια σου λέω –επέμενε ο σωφέρ-. Κάποια άλλη μέρα. Το Μπαριλάκο είναι στου διαόλου τη μάνα.
-       Ο Τζούνιορ άναψε τον αναπτήρα του και κοίταξε στο εσωτερικό του αμαξιού.
-       Έχουμε και λέμε, ο κύριος Χουάν Μοράλες, με πινακίδες 37242; Θα τα πούμε ένα χεράκι με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας…
Ο Χουάν Μοράλες σχημάτισε ένα χαμόγελο:
-Πλάκα θα ‘χει… -κι έβαλε μπρος. Συγκράτησε τη διάθεσή του να εκδικηθεί με το κλάξον και, ξύνοντας το σημάδι του, έβαλε δεύτερη κι άρχισε να σφυρίζει.
-Αλήτες, κάθε μέρα και περισσότεροι αλήτες –αναστέναξε ο Τζούνιορ και πιάνοντας την Πίτσι από το μπράτσο μπήκε στο ασανσέρ.
-Ένα φιλάκι, κούκλα, έλα…μην κάνεις τη ζόρικη.
-Μετά, Τζούνιορ… μη μου χαλάς το βέλο μου. Συνέχισε να μου λες, ποιοι άλλοι θα είναι;
- Από τους παλιούς η Πιμπινέλα και το γκόλντεν γκερλ, ο Πιερό είναι απίστευτος, τη λένε το κακό κορίτσι καλής οικογενείας! Περίμενε και θα δεις… α, και κάποιος Σιενφουέγος. Πολλή προσοχή εδώ. Μακριά από δαύτον.
Η γυαλιστερή πόρτα άνοιξε και ξεχύθηκε ένα βαρύ σύννεφο από καπνούς τσιγάρων που υπερκάλυπτε τις μυρωδιές από κομψά αρωματικά δοχεία. Η Πίτσι κι ο Τζούνιορ μπήκαν μέσα γελώντας δυνατά.
-       Μπομπό, Μπομπό!
-       Αγαπημένοι μου! Περάστε να μυηθείτε στις Αιώνιες Αλήθειες. Κυκλοφορεί εδώ γύρω ένας ινδιάνος με δίσκο και κάτι να πιείτε. Ιδού, ω Ρεμπό!, ο καιρός των δολοφόνων.
Ο Μπομπό έτρεξε χοροπηδώντας, με το λουλουδάτο του γιλέκο να δηλώνει αγαθότητα, να επιβάλει σιγή στην ομήγυρη. Στη μικρή εξέδρα δίπλα στη σκάλα η απαγγέλλουσα (του κύκλου της Καραϊβικής, φυσικά) είχε λάβει θέση και κοιτούσε με ένταση στο πάτωμα, λες κι από κει θα έπρεπε να ξεπηδήσει η αναβίωση του συμποσίου του Βαλτάσαρ, μεταξύ ευωχίας και εμβριθών συζητήσεων. Όταν έπεσε σιωπή, η εκλεκτή κυρία, με μιαν επιβλητική κίνηση του κορμού, με τα χέρια απλωμένα, τον νεοελληνικό της μανδύα σφιγμένο στη μέση, με πιέτες στο στήθος, έστρεψε τα μάτια της στον καθαρό ουρανό:


Γήινοι της πατρίδας μου
φωνές μες στα στήθια τρέφω
απ’ όπου η θέληση γραπώνεται
αλιευμένη μέσα απ’ τον Ρουμπέν Νταρίο...12

Οι καλεσμένοι χάθηκαν μες στη μελωδία. Γύρω από τον Μανουέλ Σαμακόνα  είχαν μαζευτεί καμιά δωδεκαριά νεαροί και γριές. Ο Εστέβες κουβέντιαζε σε μια γωνιά με δυο κορίτσια που φόραγαν γυαλιά. Ο Πιερό Καζώ κάπου ψουψούριζε διακριτικά: χαριτωμένη ταλάντωση του μεγάλου ποτηριού του κονιάκ. Η Σαρλότ Γκαρσία κράδαινε αναιδώς το φας -α -μαιν της πάνω απ’ τα κεφάλια του πλήθους ενώ ο Γκας, δίπλα στον Πρίγκιπα Βάμπα, άφηνε υπονοούμενα ότι ήταν ανεπίτρεπτη η απουσία φωτογράφου απ’ τη συγκέντρωση. Η Σίλβια κι ο Ρομπέρτο Ρέγουλες είχαν κοτσάρει μια και καλή το αγαπημένο τους χαμόγελο στη φάτσα τους, καθισμένοι στον καναπέ σαν να είχαν καταπιεί μπαστούνι, όπως κάποιος που περιμένει δυο αργά τραίνα και που δεν θα τα πάρει τελικά. Ο ουμανιστής Αργεντινός Ντάριο Μοράτο εξέταζε τα λιγοστά βιβλία στο δωμάτιο.  Η απαγγέλλουσα συνόδευε με τους ήχους της από μακριά, από τόση απόσταση από όση ακριβώς παίζει ένας καλός πιανίστας μπαρ, ξέροντας να κρατάει τη μουσική ως υπόκρουση στις φωνές των πελατών. Η Πίτσι κι ο Τζούνιορ πλησίασαν στην πηγή των ποτών έχοντας ήδη κάνει Χμμμ και ξύσει τη μύτη τους.
-       Δεν έχουν αρχίσει ακόμα τα ωραία, -πλησίασε να τους πει ο Μπομπό.
Καθίστε να έρθει η Λάλυ με τους τυμπανιστές.
Ο Ίσκα Σιενφουέγος μπήκε στο σαλόνι, κοντοστάθηκε και με μια γκριμάτσα άναψε τσιγάρο.
πρώτ’ απ’ όλα, αφέσου’ μην κάνεις ερωτήσεις’ μην κοιτάς φάτσες’ αφέσου στο θόρυβο και τις σκιές, στις αχνές κηλίδες. Αλλαγή φωτισμού. Κίτρινο. Τους ταιριάζει. Ο Μπομπό θα έπρεπε να εγκαταστήσει ακτίνες Χ. Χρειάζονται; Καθρέφτες. Οι αχνές κηλίδες επαναλαμβάνονται στο διηνεκές. Φώτα, πλάτες, μέση, τόσες μασχάλες τόσες φορές ξυρισμένες, η συνείδηση στον κόρφο, το μηχάνημα που διώχνει τον καπνό, αφέσου, οι αναθυμιάσεις… σάρκα και μυρωδιά, αδύνατον να μην τους δώσεις σημασία, αλλά, τουλάχιστον, να τα κάνεις να φαίνονται κομψά. Αυτή η σάρκα δεν είναι κομψή, αυτή η σάρκα είναι εκλεπτυσμένη, αυτή η μυρωδιά είναι επιθετική, αυτή η μυρωδιά είναι αριστοκρατική. Πρόσωπα, προς στιγμήν. Για την ώρα, αφέσου. Ξέχνα τον εαυτό σου, κλειδί για την ευτυχία, που είναι να ξεχάσεις τους άλλους’ να μην απελευθερωθείς: να καθυποταχθείς στους άλλους.
Αντίγραφα ανάγλυφων φωτογραφιών κρεμασμένα στους τοίχους  της μεζονέτας –κατακόκκινο, κόκκινο του πηλού, κοβάλτιο-: Σαγκάλ, Μποτσιόνι, Μιρό κι ένας μόνο πρωτότυπος πίνακας: μπλε βούβαλοι σε κιτρινωπή άμμο, του Χουάν Σοριάνο.13  Καταγής, τα είδωλα: κάτω από έναν ποδηλάτη που εξακοντίζεται στο μέλλον, η ανοιχτή πληγή της θεάς Κοατλίκουε σε διαστάσεις νάνου. Δίπλα στην μεγάλη μπαλκονόπορτα, απλωνόταν ένα αναρριχητικό φυτό και μια κινεράρια κι ανάμεσα στα μπουκάλια του μπαρ, που ήταν διακοσμημένο με πλακάκια της Πουέμπλας, μια φωτογραφία αμερικάνας με νάιλον σάρκες, κομμένη από το περιοδικό Εσκουάιρ, τηλεφωνούσε με  ένα γλυκύτατα λάγνο βλέμμα. Ο Μανουέλ Σαμακόνα, μισοξαπλωμένος στον  καναπέ, χάιδευε τα ανακατεμένα του μαλλιά. Στο ελληνικό του προφίλ περίσσευαν δυο χοντρά μάγουλα κι απ΄τα χείλια του έβγαινε ασταμάτητα ένα σύννεφο καπνού, με διαολεμένη βραδύτητα, γεγονός που διατηρούσε την προσοχή της προσηλωμένης ομήγυρης –νεαροί συγγραφείς, καλεσμένοι από την μανία πολυσυλλεκτικότητας του Μπομπό, μπογιατισμένες γριές που σε κάποια φάση είχαν υποπέσει στη γοητεία του Μπάρμπα Τζάκομπ- με την έκφραση στα χαρακτηριστικά του  που ο Σαμακόνα ήξερε πως ήταν η ελκυστικότερη:
-       Σήμερα, ο ποιητής δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί το ζωτικό έργο να ονομάζει τον άρτο και τον οίνο αλλιώς. Αυτό, όμως, υποθέτει, φυσικά, πως έχει απόλυτη συνείδηση του τι είναι ο άρτος και ο οίνος. Τότε, μπορούμε να προχωρήσουμε μακρύτερα, στην καρδιά των πραγμάτων: να κυριαρχήσουμε επ΄ αυτών, να πάψουμε να είμαστε σκλάβοι τους…
-       Ναι, αλλά ο ποιητής είναι ιδίως άνθρωπος που ονομάζει τα πράγματα- είπε ένας αστιγματικός νεαρός.
-       Εντάξει, αλλά να μην βάζει πάνω-πάνω από «όσα ονομάζει» τα αρχικά της Γιουνάιτεντ Πρες. Ή, τότε, εφόσον το επίπεδο κατανόησης της  είναι ιστορικά ισχνό, μόνο γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει η ποίηση να κατέβει και ν’ αναμειχθεί με την εποχή, με το πρόσχημα της «σαφήνειας» και να εξαφανισθεί με αυτήν;
-       Τι ωραία που το είπατε…
-       Υπεροψία, κύριε Σαμακόνα, να τι χρειάζεται…
-       Μάλιστα, ας έχει και κάποιος. Όλοι εσείς μιλάτε πολύ για τον ιμπεριαλισμό των γιάνκις. Εγώ αναρωτιέμαι αν, ευτελίζοντας τις λέξεις μας, δηλαδή την φαντασία μας, δεν τον βοηθάμε και, αν, αντίθετα, προσπαθώντας –με αυτή την ταπεινότατη υπεροψία- να ανυψώσουμε στην υψηλότερη βαθμίδα της έκφρασής τους τις λέξεις μας και την φαντασία μας δεν γινόμαστε, ίσως, περισσότερο άνθρωποι και περισσότερο Μεξικανοί…
-       Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό οφείλει να είναι ευθύβολος, να φθάνει στον λαό.
Μην τον περιφρονείτε αυτόν τον καημένο τον λαό. Ειλικρινά, σαν τι νομίζετε πως θα καταλάβει καλύτερα ο λαός μας: «Γυρίζω σ’ εσένα, μοναξιά, κενό νερό, νερό των εικόνων μου, τόσο νεκρό…» 13 (ονομαστό ποίημα του γνωστού
ποιητή Κάρλος Πεγισέρ – 1897-1977- Ώρες Ιουνίου {1937} δημοσιευμένο ελληνικά στο
περιοδικό «Εμβόλιμον» τ.63-64, Χειμώνας-άνοιξη 2012, μετφ. Α.Ρούβαλη)
 ή «Πατερούλη Στάλιν, στηλοβάτη του εργάτη»;  Επιπλέον, μην συγχέετε τα πράγματα. Ευπρόσδεκτη η πάλη σας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, καλέ μου φίλε, αλλά, να είναι ουσιαστική: αγωνιζόμαστε ενάντια στον ιμπεριαλισμό επί του πεδίου των συμφερόντων μας, όχι γράφοντας στιχάκια σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, τι σας ενδιαφέρει περισσότερο: ν’ αγωνιστείτε ουσιαστικά ενάντια στον ιμπεριαλισμό ή να αισθανθείτε σαν δίκαιος άνθρωπος που τάσσεται με το μέρος του καλού και είναι άξιος να εντοπίσει και να καταδικάσει τους κακούς ανθρώπους;
Ο αστιγματικός νεαρός σηκώθηκε όρθιος ραίνοντας με στάχτες τις γηραιές κυρίες:
-       Ξεπεσμένε, πουλημένε, οπαδέ του «η τέχνη για την τέχνη». Πόσο σε πληρώνει το Στέιτ Ντηπάρτμεντ;
Ο Μανουέλ Σαμακόνα εισέπνευσε ήρεμα τον καπνό του τσιγάρου του
-       Μέχρι και για να είναι κανείς παλιάτσος απαιτούνται ακεραιότητα και φαντασία.

Ο Φεδερίκο Ρόμπλες πάτησε ένα κουμπί.
-Ορίστε, κύριε –χρεμέτισε βραχνή η φωνή της γραμματέως.
Ο Ρόμπλες έγειρε το κεφάλι του, κόλλησε το στόμα του στο μικρόφωνο, άγγιζε με την ψίχα του αντίχειρά του τη μεταξωτή του γραβάτα:
-Καλέστε σε σύσκεψη αυτούς της Ε.Π.Ε. για το Σάββατο στις δέκα το πρωί. Θέμα: μεταβίβαση κεφαλαίου του Λιμπράδο Ιμπάρα. Να είναι ακριβείς στην ώρα τους. Μπορείτε να μου δώσετε τον Ιμπάρα στο τηλέφωνο αν ξανατηλεφωνήσει. Αυτά.
- Καλώς, κύριε.
Με το κλικ του ακουστικού, ο Ρόμπλες σηκώθηκε από την δερμάτινη πολυθρόνα του. Μες στο γραφείο, στρωμένο με χαλιά, ανάμεσα στους τοίχους από μαόνι, ο κούκος χτυπούσε σαν μνήμη. Εννέα το βράδυ. Ο Φεδερίκο Ρόμπλες παρατηρούσε στο παράθυρο την σαν φάντασμα αντανάκλασή του. Είχε ασπρίσει, ακριβώς όπως ο Στρατηγός Δίας. Μέχρι που έδειχνε ξεχωριστός. Γυάλιζε τα νύχια του σ’ ένα κομμάτι ύφασμα γυριστό, ειδικό για να κρύβει την κοιλιά. Κοίταγε με ικανοποίηση τα περιποιημένα δάχτυλα. Χτύπησε το τηλέφωνο.
-       Ο κύριος Λιμπράδο Ιμπάρα στο τηλέφωνο, κύριε…
-       Δώστον μου.
Ο Ρόμπλες έκλεισε τα μάτια του. Δώστε μου το τηλεφώνημα. Λιμπράδο Ιμπάρα. Λιμπράδο Ιμπάρα. Ξάφνου, έπρεπε να τον φανταστεί: συνεισφορά τρεις χιλιάδες πέσος. Κοστούμι γκρι σκούρο. Η αιώνια μυρωδιά φτηνιάρικης κουζίνας. Φαλάκρα. Κόμμωση τρεις τρίχες στρωμένες, μπριγιαντίνη. Τα ματάκια του στρογγυλά σαν βολβοί, υποταγμένα. Κάτι άλλο; Ναι…όχι, τίποτ’ άλλο, τίποτ’ άλλο.
-Δώστον μου. Τι γίνεται, Ιμπάρα; Πώς πάει το πόδι; Μάλιστα. Όχι, δεν ήμουνα στο γραφείο. Δεν σου το είπαν; Τι μπορώ να κάνω για σένα;
πόδι κομμάτια απ’ τη μηχανή’ η μηχανή συνεχίζει να δουλεύει, αρχίζει να στριγγλίζει, να μασάει λαίμαργα την παράξενη ύλη: η σάρκα ενός γέρου που πήγε να του την μασήσουν τ’ ατσάλι και τα μπουλόνια
-Ναι, βέβαια. Λυπάμαι πολύ που δεν μπόρεσα να ΄ρθω στο νοσοκομείο. Όπως καταλαβαίνεις, μαζί μ’ αυτή την μικρή εταιρεία διευθύνω κι άλλες σημαντικότερες… Όχι, δεν ήρθε κανένα μήνυμα εδώ… Βέβαια, τι να κάνουμε
τρεις χιλιάδες πέσος συνεισφορά, κοινοπραξία, είκοσι τρείς εταίροι, ένας γέρος με ρούχα που βρωμάνε για να επιβλέπει τη μηχανή και να προσέχει να μην κάνουν κομπίνες οι εργάτες.
-Τι λες, Ιμπάρα; Εργατικό ατύχημα; Τι μου τσαμπουνάς; Με κανένα μαλάκα νομίζεις ότι μιλάς;
Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, Ε.Π.Ε.
-       Όχι, αγαπητέ μου. Απατάσαι εκατό τοις εκατό. Υποσχέθηκες συμπληρωματικές υπηρεσίες, ως εταίρος. Τα εργατικά ατυχήματα είναι δικό σου πρόβλημα. Αυτό σου λέω: δικό σου πρόβλημα… Περιορισμένη Ευθύνη; Μην παριστάνεις την αθώα περιστερά. Σε ποιόν νομίζεις ότι μιλάς, ρε; Λες να υπήρχε κανένα σοβαρό πιστωτικό ίδρυμα να έχει συναλλαγές μαζί μας αν δεν εξασφάλιζα εγώ απεριόριστη εγγύηση; Άντε, μπράβο
τρεις χιλιάδες πέσος συνεισφορά’ όλες μου οι οικονομίες’ όλοι το ίδιο τροπάρι’ όλες μου οι οικονομίες και τώρα εκτός εργασίας
Ο Ρόμπλες χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι: μια πράσινη φλέβα άνοιξε στο κρύσταλλο: Συνάντηση συμφιλίωσης; Κοίτα να δεις, βρε ηλίθιε, εσύ δεν είσαι εργάτης αλλά εταίρος. Αρχίζεις να το πιάνεις; Κάνε μου τη χάρη με τη συνάντησή σου της συμφιλίωσης, για κάνε μου τη χάρη. Ξέρεις τι πα να πει να είσαι στη μαύρη λίστα…; Πάλι καλά… Το τι ,
σου; Το Σάββατο έχει συνέλευση. Να δούμε, τότε, αν γίνει δεκτό ομόφωνα το αίτημά σου. Εκεί να δούμε αν θα έχεις τα λεφτουδάκια σου
θέλει πολύ κόπο να βάλεις μπρος μιαν επιχείρηση, μεγάλη ή μικρή΄ τι να ξέρουν αυτοί. Ένα κουτσαμένο πόδι και τρεις χιλιάδες πέσος δεν θα τη βάλουν σε ρότα’ όλα είναι …εναντίον μας σ’ αυτή τη χώρα… αρχίζουμε τις παραχωρήσεις στα μικρά πράγματα κι ύστερα…
-Γεια σου, Ιμπάρα. Καλά να είσαι.
Ο Ρόμπλες έκλεισε το τηλέφωνο. Το γράμμα για την Ανώνυμη Εταιρεία.
Αξιότιμε κύριε: Είναι εις γνώσιν σας ότι κατά το τρέχον έτος προβλέπεται το 50% και πλέον των εταιρειών που ιδρύονται να είναι Ανώνυμες Εταιρείες. Δεν θεωρείτε σημαντικό ότι…
Ο Ρόμπλες πίεσε ένα κουμπί.

Τι να πούμε για την επίπλωση του Μπομπό; Απαιτούσαν συνήθειες της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τα χαμηλά τραπεζάκια γεμάτα με πιάτα από φυσητό γυαλί με τσαμπιά από μπλε κρύσταλλο πάνω τους το φώναζαν. Μια πλήρης έκδοση της αισθητικής φιλοσοφίας του Μαλρώ, δίπλα-δίπλα με τα άπαντα του Μίκυ Σπιλέιν και τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ ευθυγραμμίζονταν στη μικρή κρυστάλλινη εταζέρα. Πάνω σ’ ένα αναλόγιο από ξύλο, Τα άσματα του Μαλντορόρ του Λωτρεαμόν και δύο περουάνικα τασάκια. Και σε κάθε σκαλοπάτι της σκάλας, ένα κλαρί φραγκοσυκιάς σε γλάστρα. Ο Πιερό Καζώ συνέχιζε να κουνάει το κονιάκ του. Πλάι του, η Πίτσι κι ο Τζούνιορ γελάγανε με ρυθμικά κύματα, υποχρεωτική απάντηση στον κατεξοχήν μπον βιβέρ.
-Ο Πιέρ μόλις γύρισε απ’ την Αγγλία, Πίτσι.
         -Που πάει να πει από την Σάβιλ Ρόου 14,( Η Σάβιλ Ρόου στο κέντρο του Λονδίνου είναι γνωστή για τα μαγαζιά με αντρικά κοστούμια άψογης ραφής.) αγαπητοί μου. Δεν υπάρχει άλλη χώρα που να περιορίζεται σ’ έναν μόνο δρόμο. Κοιτάξτε να δείτε, απ’ την τελευταία αυτή επιδρομή φέρνω μιαν ικανοποιητική ανακάλυψη: η λιτότητα στη μαγειρική φαίνεται να έχει θετική επίδραση πάνω στην άλλη, την παραδοσιακή λιτότητα. Ξέρετε κάτι; Απολαμβάνουν τη ζωή μέσα κι έξω. Ποια είναι η ευτυχής θνητή σου, Τζούνιορ;
Ο Ρομπέρτο Ρέγουλες δεν έπρεπε να χάσει το χαμόγελό του. Ο Ρομπέρτο Ρέγουλες κοιτούσε σταθερά το προφίλ της γυναίκας του. Άρχιζε να κρεμάει προγούλι. Όταν την παντρεύτηκε είχε φαντασιώσει ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να δει –ή να νιώσει πως θα τον ανησυχούσε τόσο- το παραμικρό σημείο γηρατειών πάνω στη Σίλβια. Πάθος. Αγάπη. Σύντροφοι. Αυτή ήταν η προγραμματισμένη σειρά. Δεν έπρεπε να χάσει το χαμόγελό του.
-       Άντε, πήγαινε σ’ αυτόν. Τι περιμένεις; Όλοι το ξέρουν, έτσι δεν είναι; Ποια προσχήματα κρατάς;
Η Σίλβια δεν κούνησε ούτε έναν μυ, με τα μάτια να χαμογελάνε, επιδοκίμαζε από μακριά έναν-έναν τους καλεσμένους:
-       Σταμάτα, ας μην ήταν τα παιδιά…
Πλάι στον Μανουέλ Σακόνα κάθισαν ο Μπερναρντίτο Σουπρατούς κι ο Αμαδέο Τορτόσα. Με μια θυμωμένη γκριμάτσα, ο Σαμακόνα αναγκάστηκε να βάλει στην μπάντα την αγαπημένη του στάση σαν της μαντάμ Ρεκαμιέ.
-Πρέπει να επιστρέψουμε –συνέχισε, περνώντας το χέρι του απ΄το μέτωπό του- στη στάση ζωής των μεγάλων ανδρών, του Πασκάλ, του Γκαίτε, να αισθανθούμε ξανά τον σεβασμό για τη ζωή, να πούμε μαζί με τον Κήτς: «είμαι βέβαιος ότι δημιουργώ απλώς εξαιτίας της επιθυμίας και της χαράς να φθάσω στο ωραίο, ακόμη κι αν κάθε πρωί καεί η δουλειά μου από τη νύχτα». Δεν μπορεί να υπάρξει, σήμερα, ένας Κεβέδο που να ασκεί το απλό, ιερό, καθ’ ολοκληρίαν επάγγελμα του ανθρώπου και δημιουργού;
Ο Τορτόσα έβηξε κι άπλωσε και τα δύο του χέρια:
-Σας διαφεύγουν, αγαπητέ μου Μανουέλ, οι έννοιες της κοινωνικής ρευστότητος. Ζείτε πολύ από τη νοσταλγία, αναστενάζετε με ξεπερασμένα ιδεώδη. Φυσικά και, δυστυχώς, πρέπει κάποιος να θεωρητικοποιήσει πριν να δράσει. Αλλά θεωρία σημαίνει όραμα’ στο τέλος της γραφής, δράση. Πρέπει να νιώσουμε τον πόνο των φτωχών, την αγωνιώδη επιτακτική ανάγκη της αλληλεγγύης…
- Φυσικά και πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτόν τον τερατώδη κόσμο! Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με αυτή την μοναστική κουλτούρα, που στέκει ντροπιασμένη μπρος στην αστική τάξη. Η κουλτούρα έχει ενδυθεί μια μορφή διακοσμητική, συνίσταται από αγαθά που σύντομα παλιώνουν. Πρέπει να την κάνουμε πάλι αναντικατάστατη, καθαγιασμένη! Πρέπει να επιτύχουμε να αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι σαν τον Λεονάρντο! Αυτή είναι η αποστολή του ποιητή: η αποστολή της βαθιάς και ιερής επικοινωνίας, που είναι εκείνη της αγάπης.
Ο Σουπρατούς έφα: -Αναμφιβόλως, η αγάπη είναι μια πραγματικότητα στη σφαίρα της φαντασίας.

Με λαμπερό βλέμμα, μια γκριμάτσα περηφάνιας στα χείλη, ο Χουάν Μοράλες άνοιξε διάπλατες τις πόρτες του μικρού εστιατορίου.
-Περάστε κυρία μου, άντε παιδιά.
Η Ρόσα έκλεισε στο στήθος της το βαμβακερό της φόρεμα. Τα παιδιά έτρεξαν προς ένα ελεύθερο τραπέζι. O Χουάν πέρασε κορδωμένος ανάμεσα από τους άλλους πελάτες. ‘Εστρωσε το ίσιο του μουστακάκι. Ένα γκαρσόνι υποκλίθηκε.
-Περάστε, παρακαλώ, από ‘δω.
 Ο Πέπε, ο Χουανίτο κι ο Χόρχε στήριξαν το πηγούνι στο τραπεζομάντηλο για να διαβάσουν το λιγδιασμένο μενού, ενόσω η μητέρα τους έστρωνε το φόρεμά της. Ο Χουάν κάθισε κι άρχισε να παίζει με μια οδοντογλυφίδα.
-Χουάν, τα παιδιά θα έπρεπε να βρίσκονται ήδη στο κρεβάτι τους. Αύριο έχουν σχολείο και…
-Σήμερα είναι ιδιαίτερη μέρα, κυρά μου. Για να δούμε, παιδιά, τι σας κάνει όρεξη;
Ο Χουάν Μοράλες έξυνε την κοκκινωπή ουλή στο μέτωπό του, δεν είν’ εύκολο, είκοσι χρόνια στο τιμόνι νύχτα –κάτι ξέρω κι εγώ. Εδώ είναι η σημαία του ταξί μου, στο μέτωπο, όπως θα ‘λεγε κανείς. Πόσους μεθυσμένους, πόσους τσόγλανους, μια στο Ασκαποτσάλκο, μια στη συνοικία Μπουένος Άιρες, στις τρεις και στις τέσσερις το πρωί. Και, ξαφνικά, κάποιος σου ρίχνει ένα χτύπημα στο κεφάλι, ή πρέπει να κατέβεις και να κατεβάσεις και τον πελάτη και καταλήγεις με σπασμένα πλευρά. Όλα αυτά για είκοσι πέσος τη μέρα. Αλλά αυτά, τέρμα.
-Λοιπόν, τι διαλέξατε;
-Άκου, μπαμπά. Στα παιδιά να φέρουν ένα γλυκό. Αρκεί.
-Χουάν…
-Μη σε νοιάζει, γυναίκα. Σήμερα είναι ειδική μέρα.
κι ύστερα ήταν κι εκείνοι που έστησαν ενέδρα στ’ αμάξι για να μου το κλέψουν. Εκεί, ήμουνα πολύ μάγκας’ εκεί, θα με καθάριζαν, Ροσίτα. Και γιατί κλαίγομαι; Λες και δεν μου το ‘λεγε ο πατέρας μου: «Αχ, βρε Χουάν, εσύ έχεις γεννηθεί για να κάνεις το γαϊδούρι στους άλλους, για να την πατάς και να κουβαλάς ξένα βάρη. Μην ξεχνάς να διασκεδάζεις πότε-πότε. Κάνε το κέφι σου, αλλά μη σε πιάνουν κώτσο. Κανείς δεν μας ζητάει τα ρέστα απ’ τη ζωή και μας ξεχνάνε πολύ γρήγορα».  Αλλά αυτά συμβήκανε στην πατρίδα μου’ εδώ, στην πρωτεύουσα, πρέπει να ‘χεις μαγκιά, αλλιώς θα σε φάει η μαύρη μαρμάγκα.
-       Ε, παιδί, πιάσε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, καλοψημένο, για την οικογένεια. Και γλυκά,
-       ε, εκείνα κει, με φράουλες και κρέμα. Και να ‘ρθουν να παίξουν οι μαριάτσις.
Η κακομοίρα η Ρόσα, πάντα μόνη της. Ούτε όταν γένναγε δεν ήμουν κοντά της. Πάντα στην τσίτα, με τον καφέ στις εφτά το βράδυ, νερό για το ξύρισμα στις εφτά το πρωί. (Και τα σεντόνια πάντα κρύα, όταν έπεφτα να κοιμηθώ το πρωί. Πάντα παγωμένα. Λες κι αντί για άνθρωπος μόνο η νύχτα κι η πάχνη είχαν κοιμηθεί εκεί. Λες κι η Ρόσα δεν είχε τα κρέατά της και αίμα και δεν είχε την κοιλιά της γεμάτη όντα. Ποτέ δεν τους έβλεπα. Τώρα, μάλιστα, τώρα αλλάζουν πια τα πράματα.)
-       Τι να μας παίξουν, Ρόσα;
-       Να διαλέξουν τα παιδιά…
-       Χουάν Τσαρασκεάδο. Χουάν Τσαρασκεάδο…15 (τίτλος τραγουδιού σε ρυθμό κορίδο).
-       Το μαγαζί μύριζε μιαν ελαφριά μυρωδιά από τσιλπότλες 16 (ξεραμένες πιπεριές με πολλά μπαχαρικά) και τορτίγια πρόσφατα ξαναζεσταμένη και παγωμένο λίπος και φρεσκοστυμένους χυμούς φρούτων. Ο Χουάν χάιδεψε την κοιλιά του. Κοίταξε γύρω του, τα τραπέζια με λουλουδιαστά τραπεζομάντηλα και ψάθινες καρέκλες και τους σκουρόχρωμους άντρες ντυμένους με κασμίρι και λαδί γκαμπαρντίνα, που μιλούσαν για γκόμενες και ταύρους και τις γυναίκες με μαύρες, ξασμένες μπούκλες, έχοντας μόλις βγει απ’ το σινεμά, με βιολετί χείλη και πρόσθετες βλεφαρίδες. Και ποιος δεν τους κοίταζε, εκείνον και την οικογένεια;
από κείνους τους κάμπους δεν έμενε ούτε ένα λουλούδι
-Χουάν, δε μπορούμε…
-Τι λες, καλέ; Αυτό το ήθελα από πάντα. Ένα μπουκάλι κρασί, από εκείνο, με τη χρυσή ετικέτα, κατάλαβες, ε;…
και σαν, αν δεν είχα πάει στον αμερικάνο σήμερα; Και σαν, αν δεν είχα απαντήσει στο ραδιοτηλέφωνο όταν με ζήτησαν απ’ το ξενοδοχείο για όλη τη μέρα; Κι αν ο αμερικάνος δεν με είχε πάει στον Ιππόδρομο και δε μου είχε χαρίσει αυτά τα σαράντα πέσος σε στοιχήματα;
«-Ε, παλληκάρι, κέρδισες, τράβα να εξαργυρώσεις.
«-Πώς κέρδισα, δηλαδή; Τ ι συνέβη; Και πού πάω;
«-Φως φανάρι η τύχη του πρωτάρη
-Πώς φαίνεται ότι σ’ όλη την κωλοζωή σου δεν έχεις δει τόσα μαζωμένα…»
-Στην υγειά σου, γυναικούλα μου.
με το πιστόλι στο χέρι του ρίξανε στο σωρό
Η Ρόσα άφησε να πέσει το μεγάλο μελαχρινό της χαμόγελο και έγλυψε τη φράουλα από τα δάχτυλά της.
Οχτακόσια πέσος. «-Είχες την τύχη του πρωτάρη. Αλλά να μην σε ξαναδούμε κατά δω γιατί θα σε γδάρουμε ζωντανό». Τι να γυρίσει και να μη γυρίσει! Θα γινόταν, όμως ταξιτζής τη μέρα, θα πήγαινε για ύπνο στις έντεκα και θα ξύπναγε στις έξι, όπως όλος ο κόσμος. Τώρα είχε οχτακόσια πέσος, για να κάνει αρχή με τύχη, για να παίξουν γιαυτόν οι μαριάτσις, για να της ζεστάνει το κρεβάτι της Ρόσας.
Ο Ροδρίγο Πόλα βγήκε από το ασανσέρ με το κεφάλι κατεβασμένο και τα φρύδια υψωμένα. Το κοστούμι του από γκαμπαρντίνα ερχόταν σε αντίθεση με τα σκουρόχρωμα
-Βλέπεις: ανθρακί είναι η μόδα στο Λονδίνο
Των υπόλοιπων καλεσμένων. Πλησίασε στην ομάδα γύρω από τον Μανουέλ.
-Η αγάπη είναι μια πραγματικότητα στη σφαίρα της φαντασίας.
Ο Σιενφουέγος ακούμπησε  και τα δυο του χέρια στον τοίχο. Το σκέφτηκε καλύτερα κι άρχισε να πιπιλάει μια μαύρη ελιά κοκτέιλ.
Σουπρατούς. Η Αγάπη Είναι μια Πραγματικότητα… Αυτού του είδους οι φράσεις, σιωπή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αδιαπέραστη, θα του θύμιζαν ότι είχε φήμη μάντη. Αποκλειστικός αναγνώστης βιογραφιών (ζωή με δανεικά, είπε κάποιος;):  προϊόν κατασκευασμένο από το ίδιο του το βάθρο. Εκείνο τον καιρό θα πρέπει να διάβαζε τη ζωή του Ταλεϋράνδου. Σε άλλους καιρούς είχε μισανοίξει τις χαραμάδες της διανόησής του στον συλλογικό θαυμασμό χάρη στον Μακιαβέλι, τον Ναπολέοντα, τον Σω, τον Ουάιλντ και τον Γιγέρμο Πριέτο –ήταν, έτσι, γνωστός για τους οραματισμούς του, την αποκοτιά, τις έξοχες προσλαμβάνουσες, τον κυνισμό και την αγάπη του στα πάτρια εδάφη. Κι ο Λόπες  Ουίλσον, ο αστιγματικός νεαρός: έρχεται για να γνωρίσει από κοντά τον εχθρό, να πατήσει τα εδάφη του, να χρησιμεύσει σαν αυτόπτης μάρτυς στην καταβαράθρωση της καπιταλιστικής τάξης, ενόσω συμμετέχει στις απολαύσεις της. Όλοι εδώ βρίσκονται: ο ποιητής της επαρχίας, έχοντας επίγνωση ότι παίρνει τα πρώτα του μαθήματα από την κοσμική ελαφρότητα΄ το ζευγάρι που φιγουράρει σε όλα τα εξώφυλλα περιοδικών, το άκρον άωτον της κομψότητας: ο κόσμος είναι ο, ω, πόσο ζηλευτός!, καθρέφτης της γοητείας και του χιούμορ του. Ο συγγραφέας με φάτσα πατάτας, ανέκφραστη, που ξεπήδησε από Κύριος οίδε ποια σπλάχνα διαβρωμένης γης: σαν βουβό ηφαίστειο αποσπά το ταλέντο από τη σκέτη νέκρα κι η μονόχορδη φωνή του απαριθμεί χωριά και ράντσος παπάδες και κασίκες 16 (τοπάρχες-ισχυροί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες της υπαίθρου, λειτουργούσαν μέχρι την Επανάσταση σαν φοροεισπράκτορες και ήσαν μισητοί στους χωρικούς)  και κορίτσια της επαρχίας που ξέμειναν στο ράφι. Τώρα φουσκώνει σαν το παγώνι ο συγγραφέας χωρίς βιβλία, που βρίσκεται στην εικοστή έκδοση των πρώτων είκοσι σελίδων του: τι σημασία έχει, είναι σούπερ γιατί είναι γκαρδιακός φίλος, τον «πάμε», έχει πλάκα: αυτό μετράει στο Μεξικό. Ο γραφειοκράτης διανοούμενος, μανούλα στην παρασιώπηση και έχοντας καλή αίσθηση του κόσμου΄οι νεαροί ποιητο-σοσιαλιστές που βρήκανε στον Μαρξ το Νταντά, οι δουλευταράδες, τα γκαρσόνια του Σάνμπορνς, 17 (Sanborn´s: Ονομαστό καφέ-εστιατόριο στο ιστορικό κέντρο, άνοιξε στις αρχές του 20ου αιώνα στη θέση του προηγούμενου Τζόκεϋ Κλαμπ. Η πρόσοψή του είναι ολόκληρη καλυμμένη με μπλε πλακάκια, για τούτο και επονομάζεται Μέγαρο των πλακιδίων. Ονομαστό είναι το κακάο του), οι μαικήνες του κοκτέιλ κι εκείνος ο οποίος με τα σύντομα κυριακάτικα άρθρα του χτίζει και καταστρέφει τη φήμη των άλλων.  Kι απέναντί τους οι υπόλοιποι, εκείνοι της άλλης όχθης: οι σίγουροι για τον εαυτό τους, αυτοί που περιφρονούν (ποτέ δεν θα αντιληφθούμε την αηδία και την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουν τους μεξικανούς διανοούμενους οι «αριστοκράτες»;),  η κορασίδα που έχει δηλώσει ότι θέλει να γίνει διεθνής παλλακίδα-διαθέτει επεξεργασμένο σχέδιο στην εντέλεια: δύο ηθοποιοί, ένας ποδοσφαιριστής, ένα δοκιμαστικό στο Χόλυγουντ, τρία ξεκαλοκαιριάσματα στη Ριβιέρα, ένας εκατομμυριούχος-. Ο τελευταίος βλαστός της μεγάλης οικογένειας: κατ’ αυτόν τον ίδιο, είναι επίσης ο τελευταίος αριστοκράτης, ο ακαταμάχητος, αυτός που γεννήθηκε για να λάμπει στα σαλόνια με μια ελεφάντινη πίπα στο στοματάκι, για να «ρίχνει» κάποιες καλές κυρίες που επιθυμούν απλώς λίγη ποικιλία πότε-πότε, για να τρομάζει τις παρθένες. Όλες αυτές οι ξανθές μεξικανούλες, κομψές, ντυμένες στα μαύρα, πεπεισμένες ότι δίνουν διεθνή τόνο σ’ αυτή τη θλιβερή πατρίδα, τη μίζερη και τιποτένια. Οι άντρες τους, επιτυχημένοι δικηγόροι, βιομήχανοι στην απαρχή τους, θαρρούν ότι εισδύουν (εδώ, σε όλα τα πάρτι όλων των Μπομπό) στην περιοχή της τελικής ανταμοιβής,  των μεγάλων απολαύσεων, της τρελής επιτυχίας. Κι εκείνοι που πλευροκοπούν τα μεγαλεία: οι σκοτεινοί νεαροί, παιδιά υπαλληλίσκων και δασκάλων, άξαφνα μεταλλαγμένοι, λόγω της προσκόλλησής τους στην κοινωνική προσωπικότητα της στιγμής, στολίζοντας τις κοινές τους φάτσες με φινέτσα, κολλημένη με σάλιο: το καρό γιλέκο, τα μαλλιά κομμένα αλά Μάρκο-Φάμπιο-Βρούτο. Το πλήθος από ξεπεσμένους μικρούς μαρκήσιους που ξέβρασε στο οροπέδιο ο πόλεμος και τη δασκάλα τους επί των τελετών: τη Σαρλότ Γκαρσία. Ο Μπομπό απελπισμένος γιατί εξύφαινε κατά συρροή χαρά και διασκέδαση: μια ομάδα, Η ομάδα. Και αυτοί που έχουν σημασία, αυτοί που μπορεί να αποτύχουν: ο Ροδρίγο Πόλα, που η κάθε απόρριψη τον ρίχνει στην αντίθετη θέση εκείνων που τον απέρριψαν. Ο Μανουέλ Σαμακόνα, που δεν θα φθάσει ποτέ στην έννοια της ιερότητας, ποτέ δεν θα βρει τη ζωτική εξήγηση… Και η Νόρμα… Κι ο Φεδερίκο. Αυτοί που θα έχουν αξία και την υπομονή να θυμούνται.
Ένα μακρινό μουρμουρητό μίλαγε για ακλόνητες αρετές:

Γιατί νιώθω ότι δε νιώθω…
Όταν το αίμα μου ειδοποιεί
πως μακριά από σένα δεν υπάρχει ζωή,
φθάνει η Μοίρα και γίνεται
επιστροφή που είναι πηγαιμός.

Η ομάδα του Μανουέλ επιδοκίμαζε, έκλεινε το μάτι, μουρμούραγε΄ο Τορτόσα ανέμιζε τα χέρια του σαν φτερούγες:
- Νομίζω πως έφθασα σε αυτή την επικοινωνία συνείδησης με τους φτωχούς: μη με κοιτάτε έτσι, δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς μάγειρας για να κρίνει μιαν ομελέτα. Με βλέπετε εδώ πέρα, να κάθομαι και να πίνω σε ένα πάρτι του Μπομπό, αλλά, ούτε για μια στιγμή δεν μ’ εγκαταλείπει η έγνοια μου για τις τάξεις που βρίσκονται σε ανάγκη. Μάλιστα, καλά θα ήταν ν’ αναρωτιόμασταν: έχω το δικαίωμα  να έχω βιβλιοθήκη και να διαβάζω την Κυριακή το πρωί Τ.Σ. Έλλιοτ, έχω το δικαίωμα  να διαθέτω μια ωραία κουλτουρίτσα, έχω το δικαίωμα να κάθομαι στο σπίτι του Μπομπό και να φτιάνω φράσεις όταν στην ίδια μου την πατρίδα βλέπω τις τραγωδίες των μπρασέρος 18 (χωρικοί που περνάνε παράνομα τα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ για να δουλέψουν στα χωράφια-συνήθως- στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ)  και της Κοιλάδας του Μεσκιτάλ; 19 (άλλο σημείο παράνομου περάσματος στις ΗΠΑ, στον Ποταμό Μπράβο –Ρίο Μπράβο-).
-       Δεν θέλω να επικαλεστώ τις σχολαστικότερες αναγνώσεις μου-διέκοψε ο Σαμακόνα-, αλλά κι εσείς, επίσης, αναμφίβολα, κρατάτε την αναπνοή σας όταν συνταξιδεύετε στα λεωφορεία μ’ έναν κακομοίρη.
Ο Πόλα σήκωσε το δάχτυλό του: δεν είναι υποχρεωτικό να είμαστε όλοι ο βρωμιάρης άνθρωπος του δρόμου ή, κατ’ αντίθεσιν, ένας εξεγερμένος άνθρωπος…
-Να σκέπτεστε δυο φορές πριν ν’ ανοίξετε το στόμα σας, αγαπητέ μου, γρύλλισε ο Σαμακόνα-. Όσο για τον Καμύ, τόσο Γάλλος…
Ο Μπερναρντίτο ένιωσε ότι αυτή ήταν η χρυσή ευκαιρία του: -Συγγνώμην.  Δεν είναι Γάλλος γιατί είναι ηλίθιος.
Βλέποντας όλα τα βλέμματα να καρφώνονται πάνω του από κατάπληξη, ο Σουπρατούς απάντησε με άλλο βλέμμα που έλεγε «Κανείς δεν καταλαβαίνει τους υπαινιγμούς μου».
Ο Ροδρίγο Πόλα ύψωσε τη φωνή: -Για να καταλαβαινόμαστε εδώ πέρα. Εγώ αγαπώ την ποίηση…
-       Η ποίηση, όμως, σε αγαπάει εσένα;- ζήτησε να μάθει μια απαλή φωνή πίσω απ’ την πλάτη του. Ήταν ο Ίσκα Σιενφουέγος.
-       Είναι ο Ίσκα Σιενφουέγος;
-       Είναι ένας σπαστικός, αγαπητέ Πρίγκηψ. Σαν τον Θεό: πανταχού παρών, κανείς δε μπορεί να τον δει. Μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα επίσημα σαλόνια, στα σαλόνια της καλής κοινωνίας και σ’ εκείνα των μεγιστάνων. Λέγεται ότι είναι ο μαγικός ιθύνων νους τραπεζιτών, ότι είναι ζιγκολό ή απλώς ναρκομανής, ότι έρχεται, ότι φεύγει: ένα, ακόμα, μούτρο στον κόσμο τούτο που ζούμε χωρίς αρμονία.
Ο Γκας ίσιωσε το κόκκινο βελουδένιο σακάκι του:
-       Αρμονία, αρμονία, κύριοί μου! Οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί ότι η αρμονία είναι η ύψιστη αξία. Στην αρμονία επιλύονται οι αντιθέσεις. Αν η αρμονία είναι το κύριο, μπορείς ν’ αγαπάς όποιον θες, όχι όπως αυτοί οι χοροπηδηχτοί που επιμένουν ότι πρέπει να πηδιέσαι με γριές κωλαρούδες που βρωμάνε. ΄Ενας άντρας δεν βρωμάει ποτέ.
Ο Πρίγκηπας Βάμπα επικροτούσε ανάμεσα από τη στήλη του καπνού του. Η Σαρλότ Γκαρσία, που πλησίαζε την ομάδα εκείνη τη στιγμή, γέλασε στο ρυθμό τού Μαρτίνι της:
-       Η συστολή είναι ζήτημα φωτισμού, κι ας λένε ό,τι θέλουνε. Ξέρετε τι πράξη ανδρείας είναι για μένα να έρθω στο σπίτι του Μπομπό’ τα πράγματα με τη Λάλυ δεν πάνε καθόλου καλά. Αλλά όταν έρθει, θα της πω την αλήθεια: ότι είναι ανώμαλη, ότι μου έκανε κακό, κι όμως τη λατρεύω. Α, τελευταίε των Βάμπα! Είμαι τόσο κουρασμένη, τα έχω βαρεθεί όλα τόσο. –Η Σαρλότ χάιδευε τον λαιμό της σαν γητευτής φιδιών. Πώς θα ήθελα να σπάσω τη συζυγική ευτυχία κάποιου!  Ο Μπομπό είναι ένας βλάκας και μισός που καλεί όλους αυτούς τους νεαρούς λογοτέχνες που δεν οδηγούνται πουθενά. Δείτε τους! Τι έλλειψη σιγουριάς, αληθινά αφελείς. Ζούμε σε μια μικρογραφία της Αφρικής. Σύμφωνοι με τη χαρά της ζωής κι όλα τα συμπαρομαρτούντα, αλλά ένα κοκτέιλ είναι ένα κοκτέιλ και πρέπει να έχει πρακτικές συνέπειες. Ο Μπομπό δεν εννοεί να αντιληφθεί πως οι σημερινοί νεόπλουτοι θα είναι η αυριανή αριστοκρατία, όπως οι σημερινοί αριστοκράτες υπήρξαν οι νεόπλουτοι του χθες.
-       Κι οι αριστοκράτες του προχθές; -ρώτησε πληγωμένα ο Πρίγκιπας Βάμπα.
-       Αγαπητέ μου-απάντησε η Σαρλότ τσιμπώντας το μάγουλο του αναιμικού ευγενή. –Αυτοί είναι οι μόνοι που δε μετράνε: τουλάχιστο στο Μεξικό, είναι οι σημερινοί μικροαστοί. Εκτός, βεβαίως, από κείνους, που, όπως εσύ, είναι πολύ απασχολημένοι για να εργαστούν κι επιπλέον,είναι κι αυτή η μικρή λεπτομέρεια της Γκότα... 20 (Αναφορά στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» του Μαρξ -1891-: Ο Μάρξ έκανε κριτική στο Πρόγραμμα της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και ιδιαίτερα στο μοντέλο του Φερδινάνδου Λασσάλ που πίστευε σ' έναν κρατικό σοσιαλισμό, θέση που αρνιόταν την εν δυνάμει συμμαχία προλεταριάτου-αγροτιάς που πρέσβευε ο Μάρξ. Κατά Λασσάλ, υπήρχε από τη μια το προλεταριάτο κι από την άλλη όλες οι υπόλοιπες τάξεις που συνιστούσαν μιαν αντιδραστική μάζα.)     Μα, κοιτάξτε ποια μπήκε μόλις!  Υπήρξε, όμως, μεγάλη καλλονή! Κοιτάξτε αυτά τα ποδαράκια κοτούλας, ό λα λα!
Η Νατάσα, τυλιγμένη με πράσινο βελούδο μέχρι τ’ αυτιά, αλευρωμένη σαν φεγγάρι, στεγάζοντας τα «γρήγορα, φιλάκι» της σ’ ένα στενό χρυσό τουρμπάνι της εποχής του χορού shimmy,21 (χορός στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’20 όπου  οι ώμοι ανασηκώνονται εναλλάξ και το υπόλοιπο σώμα μένει ακίνητο. Το 1917,ο Σπένσερ Ουίλλιαμς λάνσαρε τον χορό-τραγούδι"Shim-Me-Sha-Wabble"). έκανε  την  είσοδό της με τη σιγουριά αυτής που από το 1935 υπήρξε η βασίλισσα των χρονικών του Σαν Φερμίν, της γνωστότερης διεθνώς πλαζ του Μεξικού. Κάποιοι νεαροί συγγραφείς ελευθέρωσαν, ενστικτωδώς, τον πιο μαλακό καναπέ του σαλονιού. Η Νατάσα κάθισε και περίμενε.
η τελετουργία δεν λείπει ποτέ: κίτρινα φώτα, καλοί τρόποι κι αυτοσυγκράτηση’ τώρα το γυρίζουν στο γαλάζιο: ετοιμάζονται τα προσχήματα, οι εκμυστηρεύσεις, τα απτά στοιχεία αυτής της νύχτας. Θα νιώσουν σαν διαβολάκια. Να σου κι ο Πόλα που απολαμβάνει  το πέμπτο του ντακιρί. Αναλογιζόμενος «Αξίζω περισσότερο από αυτούς εδώ. Μπορώ να έχω την πολυτέλεια να με κάνουν να πλήττω». Να μην το ξεχνάω αυτό. Αρχίζει να βρέχει πάλι. Η πρώτη της νύχτας: η Σίλβια σηκώνεται και παίρνει το κατόπι τον Πιερό… Ο Ίσκα Σιενφουέγος χαμογελά.
Η Σίλβια επωφελήθηκε απ΄το σκοτάδι για να πλησιάσει τον Πέδρο Καζώ. Κουνούσε νευρικά την πουδριέρα της, στολισμένη με διαμάντια: -Πιερό, μια στιγμούλα…
Ο Καζώ της χάιδεψε τ’ αυτί: -Κι άλλη στιγμούλα, καλή μου; Η φιλία μας είναι φτιαγμένη από στιγμούλες. Δεν μ’ αρέσουν οι γυναίκες που προσφέρονται, δεν το βλέπεις; Δες τον Ρέγουλες. Είναι πιο θυμωμένος κι από έναν Νιμπελούγκεν. Κόψε τις συζυγικές σκηνές.  Αντίο, αντίο.
Από τον καναπέ, η Νατάσα χαμογέλασε. Μάντευε την τεχνική. Εκείνη του την είχε διδάξει. Τον κακομοίρη τον Πιέρ. Του έπεφταν τα μαλλιά του.
Η Νόρμα Λαραγοϊτι Ρόμπλες μπήκε ακριβώς τη στιγμή που ο Μπομπό άλλαζε τα φώτα από το γαλάζιο στο πράσινο. ’Αστραψαν περισσότερο τα κοσμήματά της, οι ανταύγειες στα μαλλιά της, τα χρυσά κρεμαστά της σκουλαρίκια, τα βιολετί της βλέφαρα. Ο Ροδρίγο Πόλα απομακρύνθηκε μάνι-μάνι απ’ την ομάδα. Και –Πίτσι-μουρμούρισε ο Καζώ-πίσω από ένα σύννεφο καπνού Κράβεν-, ο αγαπητός μας Τζούνιορ χρειάζεται ένα φλιτζάνι καφέ κι ίσως περαιτέρω φροντίδες. Βοήθησέ με να τον πάμε στην κρεβατοκάμαρα. Σίτι, σιγά-. Ο Τζούνιορ, με μια φτιαχτή στριγκή φωνή, ούρλιαζε σ’ όποιον πλησίαζε στο μπαρ: -Αααααα, τι σουρεαλιστικός!  Αααααα, τι χαϊντεγκεριανός!  -και συνέχιζε να τραγουδάει τραγούδια καλύψο 22 (χορός και τραγούδια προέλευσης αφρο-καραϊβικής, της μόδας στις δεκαετίες ’40 και ’50 στις ΗΠΑ και στη Λατινική Αμερική κι ύστερα στην Ευρώπη)  με μεγαλοπρεπείς κινήσεις, Άσε με να φύγω, αγάπη μου Εσμεράλντα, μου σκίζεις την καρδιά
-Τι δυσάρεστος που είναι! –σχολίασε η Πίτσι. Σε τι πιστεύεις εσύ ότι οφείλεται αυτή η έλλειψη ελέγχου; Ο Άντλερ λέει…
Ο Τζούνιορ οριζοντιώθηκε στο κρεβάτι και ανελήφθη στους ουρανούς.
-Τέλος πάντων, ίσαμε εδώ ήταν. Ας κάτσουμε να τον κοιτάμε να κοιμάται. Α, ρε, Τζούνιορ! Είναι κάτι σνομπισμοί που στηρίζονται στην ανακάλυψη ότι ο Άι Βασίλης δεν υπάρχει. Πώς μια κοπέλα τόσο πονηρούλα όσο εσύ…;
-Γιατί το λέτε αυτό, κύριε Καζώ; Ο Τζούνιορ μού έχει μάθει…
-Κύριε Καζώ, κύριε Καζώ! Λέγε με Πιερό όπως όλοι. Φαίνεται σαν να με φοβάσαι.
-Η ευγένεια…
-Είναι θέρμη.-Ο Πιερό έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της Πίτσι και φίλησε αργά-αργά το λαιμό της.
-Χμμμμμ.
-Κουκλίτσα, είσαι παρθένα;
-Πιερό!  Καλά είναι τα παιχνιδάκια… χμμ…αλλά πρώτα πρέπει να ετοιμαστεί κανείς διανοητικά, κι έπειτα…χμμμμμμμ. να χαρεί τη ζωή… -Η φωνή της Πίτσι έλιωνε σιγά-σιγά σαν τη σταγόνα ενός φίλτρου μεγάλου, γεμάτου.
-Νους υγιής εν σώματι ασθενή.
Κι αν μπει κανένας; Πιέρ, Πιέρ μου, το βέλο μου! Τα κουμπιά μου!
-Έχω βάλει τον σύρτη στην πόρτα. Ο Πιερό έψαξε ψηλαφητά την πρίζα της λάμπας και την τράβηξε.
-Πιερό, κι ο Τζούνιορ; Εδώ;
-Θα νομίσει ότι η γιορτή συνεχίζεται… Έλα, μωρό μου.
-Αχ, Πιέρ, Πιερό!
-Μαντόνα μου εσύ, κυρά των λογισμών μου …κλπ, κλπ… στο βάθος της  απόγνωσής μου…
-Χμμμμμμ…
Η Νατάσα διέτρεξε με τα χέρια της, στιγματισμένα από μπλε φλέβες, τα μήλα του προσώπου της, σκληρά, λευκά. Κάτω απ’ τον βελουδένιο λαιμό, που ανέβαινε ως τα’ αυτιά, ψηλάφησε τον αληθινό της λαιμό. Είχε την αίσθηση ότι άγγιζε τις χορδές ενός διάτρητου βιολοντσέλου. Από τη στιγμή που τους είδε ν’ ανεβαίνουν στην κρεβατοκάμαρα, τον Πιερό κι εκείνη την κοπέλα, ίδια η Νατάσα μιας άλλης εποχής, τα φαντάστηκε όλα. Θυμήθηκε τον Πιερό του 1935, νεαρό με γοητεία στο στυλ του Μπάιρον, τη γυναίκα μες την πληρότητα, με το φωτοστέφανο από περιουσίες ευρωπαϊκές και πλαζ και εραστές. Δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει έναν βρυχηθμό βραχνό, που ακούστηκε. Τυλιγμένη στα βελούδα της, σηκώθηκε και απεχώρησε, με λαμπερό βλέμμα, από το σαλόνι πλημμυρισμένο από θορυβώδες ημίφως.


Ένα ελαφρύτατο τσούγκρισμα ποτηριών μόλις κάλυπτε τα μουρμουρητά του μπαρ Μοντενέγρο. Οι οσμές από την παχιά μοκέτα, τα αρώματα και το τζιν προσέκρουαν στην αραιή διακόσμηση. Ένα τηλέφωνο πηγαινοερχόταν στα χέρια του γκαρσονιού, δίνοντας ραντεβού, εξηγήσεις, κανονίζοντας εκδρομές με το ταξιδιωτικό γραφείο Κουκ. Η Κουκίτα, από συνήθεια λες, κούνησε τους ώμους της, αφήνοντας να πέσει η ετόλ της στη ράχη της καρέκλας.
-       Και πού μένεις τώρα, Γκλόρια;
-       Στη Χιλή. Τα ξέρεις τώρα αυτά, μάι ντίαρ, η ζωή εκεικάτω είναι όπως ήταν εδώ τον καιρό τον Δον Πορφίριο, κλειστή ομάδα, και τι φινέτσα!
Kάνουν καταπληκτικές δεξιώσεις, στον Ιππικό όμιλο, στην Ένωση, στη Βίνια δελ Μαρ, παγωμένη σαμπάνια, διάφορα εδέσματα φλαμπέ, ξέρεις τώρα… Κι ευτυχώς, δεν παρατηρείται αυτή η φοβερή εισβολή από μπακάληδες του Τεννεσί. Κοίτα γύρω σου.
Η Γκλόρια πουδραριζόταν προσεκτικά στο καθρεφτάκι του χεριού, σουφρώνοντας  τα χείλη.
Βέβαια, βέβαια, είναι ζωηροί και γραφικοί, αλλά, κοίτα να δεις, δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι ενεργοί, άνθρωποι της δουλειάς…. * (αγγλικά στο κείμενο).
-Έχει και τα κακά του να είσαι παντρεμένη με διπλωμάτη καριέρας, μη νομίζεις. Κάποιος είπε πως υπάρχουν τέσσερα επαγγέλματα που δεν μπορείς να εγκαταλείψεις: του διπλωμάτη,  του δημοσιογράφου, του ηθοποιού και της πουτάνας. Κι εσύ, εκπάγλως, κουκλάρα;
Η Κούκις κούνησε το μικρό κατσαρό της κεφαλάκι κι αποκάλυψε τα δόντια της:
-Εδώ, το ίδιο γνωστό Μεξικούλι μας, όπως τα ξέρεις…
Ω,ω,ω, τα ωραιότερα αρχαία που μπορείς να φανταστείς, αξίζει το ταξίδι, και φτηνά, επιπλέον… *(αγγλικά στο κείμενο).
-       Τα καλά κορίτσια συνεχίζουν ν’ αποκτούν μπέιμπις μετά από πέντε μήνες γάμου, σκέτες χύτρες ταχύτητας!
-       Κι από έρωτες;
-       Θα σου πω. Γνώρισα έναν κούκλαρο. Αν έπρεπε να πουλήσω το κορμί και την ψυχή μου γι’ αυτόν τον κύριο, θα το έκανα. Θα έπρεπε να κυκλοφορούν  έγκαιρες αγγελίες για κορμιά και ψυχές.
Μία ομάδα βορειοαμερικανών με μεξικάνικο σομπρέρο μπήκε φωνάζοντας Ζήτω το Μεξικό!  Η Γκλόρια δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ρίγος. Ο ξεναγός –μελαμψός, κοντός, μ’ ένα υπερβολικά μακρύ σακάκι σε χτυπητό βυσσινί- πήγε να μιλήσει στον αρχηγό του κουαρτέτου.
-Να σου πω, είναι ένας φιλανθρωπικός χορός στο σπίτι του τραπεζίτη Ρόμπλες. Μην παραλείψεις να έρθεις. Καθώς θα είναι με είσοδο κι εγώ θα πάω μ’ αυτόν τον σούπερ τύπο, θα μπορέσω να μπω χωρίς να πρέπει να χαιρετίσω την κυρία του σπιτιού. Να ‘βλέπες τι κούκλος είναι! Μια κι έξω, ξεκόβω από το ανθρωπάκι που έχω για σύζυγο. Ο άλλος είναι καταπληκτικός. Με πήγε ήδη στο χτήμα του και στο Ακαπούλκο επίσης. Μέγα ρομάντζο ανάμεσα στους κοκοφοίνικες. Θέλησε, βλέπεις, να με εντυπωσιάσει.

happy birthday to you, happy birthday dear Larry, happy

-Τελείωνε το ποτό σου. Μας περιμένουνε στου Μπομπό.
Η Κουκίτα κούνησε τους ώμους:  - Ό,τι πεις.


Η Ροσέντα σηκώθηκε με πολύ κόπο’ αμέσως, χρειάστηκε να γραπωθεί από το κάγκελο της καριόλας νιώθοντας τα γόνατά της να λύνονται κάτω από το φαρδύ κιτρινισμένο νυχτικό της και τα μάτια της καρφώθηκαν στο κομμάτι του καθρέφτη που ήταν κολλημένο στον τοίχο. Δέρμα σαν από φλούδι κρεμμυδιού της αντιγύρισε λάμποντας και όρθια πια η Ροσέντα πήγε στο ντουλάπι, έβγαλε από το γνωστό μέρος τις ξεθωριασμένες και τσακισμένες φωτογραφίες και ξαναγύρισε να πέσει στο κρεβάτι κρατώντας τες: Ροσέντα Σουμπαράν, 1910, έγραφε από κάτω η πρώτη, μ’ ένα νεαρό κορίτσι με μπούκλες λίγο γελοίες για την ηλικία της, που έγερνε πάνω σε μια κολώνα φωτογραφείου, με το χέρι στο μάγουλο και το σώμα να σχηματίζει ένα σίγμα τελικό. Ροσέντα Σ. Πόλα, έλεγε μια οξεία γραφή στην επόμενη, για μια γυναίκα καθισμένη τώρα, αλλά στην ίδια στάση, με το ίδιο γερτό κεφάλι και δίπλα της ένα παιδάκι αδύνατο με ορθάνοιχτα μάτια. Και στη θέα του πορτρέτου ενός ντούρου στρατιωτικού, με μαλλιά που γυάλιζαν, στρατιωτικό χαμόγελο, μια πλουμιστή κάσκα στο στιβαρό του μπράτσο, η Ροσέντα άρχισε να ψελλίζει’ οι φλέβες στο λαιμό της ξεκίνησαν να χορεύουν σε τρελό ρυθμό και δίχως ανάσα άφησε να πέσουν καταγής οι φωτογραφίες κι έκλεισε τα μάτια για να σκεφτεί ένα ντουλάπι ίσαμε πάνω στα ρυζόγαλα, τα κυδωνόπαστα και βάζα με μέλι’ ένα σπίτι περίκλειστο σαν κουτί’  έναν πελώριο τοίχο που δεν τελείωνε ποτέ, και που διέτρεχε εκείνη με τα μάτια αναποδογυρισμένα και που, σε μια στιγμή τρόμου, διάχυσης ολόκληρης της σάρκας, άνθιζε σαν ριπή αστραφτερής σκόνης: κάθε βόλι ήταν ένας ήλιος που αρχινούσε το ξεχωριστό του πέταγμα και πήγαινε να σκάσει στον αλαφιασμένο κερατοειδή της ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία, χωρίς πια δυνάμεις, άφηνε να τρέχει ανεξέλεγκτα το σάλιο στο στήθος της.

Μια γραμμή καπνού κρατούσε οριζόντιο το σαλόνι. Ο Μπομπό είχε καθίσει σ’ ένα σκαλοπάτι, μόνος του με το ποτό του, για ν’ απολαύσει με την ησυχία του το θέαμα επιτυχίας και ζωηράδας. Μια γλυκιά ονειροπόληση κυμάτιζε στα γαλάζια του μάτια. Ο Μπομπό από μηχανής θεός. Τι φινέτσα! Και μόλις είχε φθάσει η Κόμισα Ασπακούκολι! Τι φινέτσα!
Η Κόμισα πήγε κατευθείαν στην ομάδα του Βάμπα, του Γκας και της Σαρλότ: -Πολυαγαπημένοι μου- γκρίνιαξε σε καθωσπρέπει τόνο  και δίχως άλλες εισαγωγές: -σ’ αυτό το σπίτι δεν έχει να φάει κανείς τίποτ’ άλλο από ξηρούς καρπούς.  Οδηγήστε με αμέσως στους μεζέδες.
        Σε μια γωνία, οι διοπτροφόρες δεσποινίδες συγκατάνευαν  βιαστικά σε όσα έλεγε ο Εστέβες όλο νεύρο: - ο Μεξικανός είναι αυτό το όν, ανώνυμο και αποσυναρμολογημένο, που αντιλαμβάνεται την κατάστασή του, τουλάχιστον, με φόβο ή περιέργεια. Το Dasein, 22 (όρος που χρησιμοποιεί ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ -1889-1976- για να ορίσει το ον, το υποκείμενο, όρος-κλειδί ιδιαίτερα στο γνωστότερο έργο του φιλοσόφου Το είναι και ο χρόνος -1927-, που επηρέασε τα μάλα μετέπειτα φιλοσοφικά ρεύματα του 20ου αι. όπως ο υπαρξισμός και ο αποδομισμός), αντιθέτως, συνειδητοποιεί το πεπερασμένο του ανθρώπου’ αυτός συνίσταται από σύνολο δυνατοτήτων, η τελευταία των οποίων είναι ο θάνατος, που τον έχουμε δει πάντα σε τρίτους, ποτέ στο δικό μας σαρκίο. Πώς προβάλλεται το υποκείμενο στον θάνατο;
 Οι διοπτροφόρες δεσποινίδες ίσιωναν τη μπλούζα τους με ιδρωμένη χαρά.
… είναι ένα υποκείμενο προορισμένο να θνήσκει’ μία σχέση ανάμεσα στο όντως ον και το εκμηδενισμένο μηδέν… Α, ο Αργεντινός. Με συγχωρείτε αλλά δεν είναι δυνατόν να φιλοσοφούμε με τον αφηρημένο Νότο… * (παιχνίδι όρων από μέρους του συγγραφέα, κάνοντας εμμέσως αναφορά πάλι στον Χάιντεγκερ και τη φιλοσοφία του, η οποία αποκλήθηκε από την Αγγλοαμερικανική σχολή των αναλυτικών φιλοσόφων «ηπειρωτική φιλοσοφία». Εδώ ο Φουέντες αναφέρεται εμφανώς στις διαφορές μεταξύ Μεξικού –το οποίο περιλαμβάνεται σε μέρος του βορείου ημισφαιρίου και σε μέρος της Κεντρικής Αμερικής- και της Αργεντινής, που τοποθετείται γεωγραφικά στη Νότιο Αμερικανική ήπειρο, αποκαλούμενη και Conosur –Νότιος κώνος-).
 Ο Ντάρντο Μοράτο εμφάνισε τη φάτσα του στο χρώμα του μπισκότου, γυαλισμένη και παρφουμαρισμένη: -Συνέχισε, συνέχισε, αγαπητέ Εστέβες. Γιαυτό είμαι εδώ, για να μάθω πώς σκέφτεστε εσείς στο Μεξικό. Πολύ ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς τα πράγματα εν τη γενέσει τους. Πάτε καλά, αγαπητοί. Θα κάνετε ωραία πράγματα. Δεν με συστήνετε στα κορίτσια; Μα, τι κάνεις;
-Πάω στην τουαλέτα- έκανε ο Εστέβες.
-Ε!... Δεν γνωρίζετε την ιστορία εκείνου που εφηύρε  τον καμπινέ;
Οι διοπτροφόρες δεσποινίδες αποδέχτηκαν νευρικά και γελαστά την άγνοιά τους. Ο Μοράτο έφτιαξε τη γραβάτα του, τον φαρδύ του πικεδένιο γιακά: -Για κοιτάξτε, μεγάλο κενό στην παιδεία σας. Ο Σερ Τζον Ουότον, μέλος της αυλής της Ελισάβετ, 23 (στο πρωτότυπο, ο Φουέντες λέει «της Ισαβέλας», σημειώνοντας ένα ακόμη ηθελημένο ιστορικό λάθος –είναι γνωστή η ρήση του συγγραφέα: «είμαι η κατάρα των ιστορικών»…- δεδομένου ότι ο εν λόγω Άγγλος ευγενής έζησε μεταξύ 1550 και 1597, καμία Ισαβέλα δεν υπήρξε σύγχρονή του για να θητεύσει στην αυλή της, η Ελισάβετ η Α’ έζησε μεταξύ 1533 και 1603 και στέφθηκε τον Ιανουάριο του 1559),  λατινιστής και μεταφραστής του Βιργίλιου. Τι τα θέλετε: όσο καλά κι αν φερόταν, πλέχθηκε δολοπλοκία εις βάρος του στην Αυλή. Η Ελισάβετ τον εξόρισε σε έναν από εκείνους τους κρύους και χωρίς ανέσεις πύργους. Πώς να επωφεληθεί από τις πολύτιμες στιγμές ξαφνικής έμπνευσης ενώ μετέφραζε την Αινιάδα και τον εύρισκαν κατά τη διάρκεια της αφόδευσης, αν είχε να τρέχει σε παγωμένα χωράφια;
 Με κομψές κινήσεις του χεριού, ο Μοράτο άδειασε το περιεχόμενο του ποτηριού του: -Ω, συγγνώμην, κυρία μου, μήπως σας λέρωσα;
-Δεν είναι τίποτα –γύρισε και είπε η Νόρμα Ρόμπλες.
-Σχεδόν δεκατρία χρόνια, Ροδερίκο μου. Αλλά βλέπεις, το καλό με το Μεξικό είναι ότι κανείς δεν αναζητεί κανέναν και, καθώς δεν υπάρχουν εποχές, έτσι περνάει ο καιρός, χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, χρειάζεται να το πω;
-Δεκατρία χρόνια, Νόρμα.
-Και;
- Περιμένεις τον άντρα σου;
-Τον ποιον; -άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της μασώντας μια ελιά. Και γέλασε όπως πριν, όταν έλεγε Ροδερίκο μου, δεν το είχε ξανακάνει ποτέ.
-Αυτό που θα ‘θελες…
-Νόρμα –ο Ροδρίγο θέλησε να πιάσει το χαλαρό και στολισμένο με κοσμήματα χέρι της γυναίκας.
-Ε, κάτσε φρόνιμα. Νιώθεις σαν να βρίσκεσαι ακόμα στον κήπο της χαμένης μας εφηβείας. Βύθισε κι άλλο ξέσπασμα γέλιου στο ποτήρι.-Μέσα σ’ εσένα θα ναυαγήσω τρικυμισμένο τζιν!  Ποτέ δεν την είχε δει τόσο όμορφη, με το διπλό της βέλο να συγκρατείται από μια καρφίτσα φωτός. Και ήταν άλλη.
- Είσαι πολύ κομψευόμενος Ροδρίγο, βλέπω ότι οι καιροί άλλαξαν για τα καλά.
-Εξαρτάται από τη σκοπιά απ΄ την οποία το βλέπεις-είπε ο Ροδρίγο, προχωρώντας με ανοιχτή την παλάμη του χεριού του.
- Όχι, όχι, όχι, μην αρχίζεις μ’ εκείνα τα ατελείωτα λογύδρια αρχηγίσκου. Πώς σε βαριόμουνα! Κατά πρώτον, αυτό, κατόπιν, δεν είχες δίκιο, έτσι δεν είναι;  Όχι, αγοράκι μου, μόνο οι πλούσιοι αντιλαμβανόμαστε την άβυσσο που μας χωρίζει από τους φτωχούς’  οι φτωχοί ποτέ δεν το ξέρουν κι ενόσω δεν μας το λέει κανένας μεγαλοκτηματίας αποστάτης, είμαστε στα στεγανά. Έρχεται, όμως η Επανάσταση και τουφεκίζονται πρώτα οι αποστάτες  και οι ψόφιοι διανοούμενοι. Χα!
Ο Ροδρίγο κοιτούσε μετ’ επιτάσεως ένα σπίρτο. Η φωνή του Ντάρντο Μοράτο άρχισε να ακούγεται πάλι, γλυκερή:
- Ο Σερ Τζον εφευρίσκει τον καμπινέ και καθισμένος στη λεκάνη μεταφράζει Βιργίλιο. Το μεγάλο έργο μπορεί να ολοκληρωθεί. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι σημερινοί Άγγλοι ευγενείς δεν κάνουν την παραμικρή μνεία στα έργα τους μια σεβαστική σκέψη στη μνήμη του Σερ Τζον Ουότον, λατινιστή, μέλος της Αυλής και μεταφραστή του Βιργίλιου!
-Αχ, μικρέ μου Ροδρίγο, μη μου πεις πως κατάντησες ένας από κείνους με τους οποίους γελάμε πάντα. Τα,τα. Γκαρσόν, ένα νταϊκιρί για τον κύριο.
Ο Φιντέλιο παραλίγο να ρίξει κάτω τα ποτήρια. («Γαμώτο…είναι σχεδόν έντεκα η ώρα, όπου να ‘ναι έρχεται ο Γκαμπριέλ κι εγώ είμαι ακόμα εδώ. Γαμώτο…»)
-Πρόσεχε πού πατάς –σφύριξε ο Μπομπό-. Τι σου συμβαίνει σήμερα; Δείχνεις σαν αποβλακωμένος.
Η Νόρμα έπιασε τα ποτήρια κι άπλωσε τα μπράτσα της σαν γλαρωμένα φίδια: -Αχ, τι ωραία που είναι να ‘χεις ένα σύζυγο χοντρομπαλά, μάγο των οικονομικών και με υψηλή συναίσθηση, αλλά μόνο υψηλή, του καθήκοντος. Αν δεν ασχολείτο μαζί μου μία φορά την εβδομάδα θα πίστευα ότι πάει με άλλη, θα προξενούσε τη ζήλια μου, ω, συμπλήρωμα του έρωτα που δεν επιθυμώ! Θα ήμουν σαν χαμένη, ανήσυχη, τραγική, απούσα, αυτές τις στιγμές ενός τόσο ευχάριστου πάρτι, όπου ξαναβρίσκω παλιούς φίλους που νόμιζα για πάντα χαμένους. Και τι κάνεις τώρα, φιλαράκο μου;
-Τίποτα, γράφω λιγάκι και…
Τα γαντοφορεμένα χέρια της Νόρμας χειροκροτούσαν σιωπηλά: -Καλώς, καλώς, η λογοτεχνία είναι ένα αξεσουάρ το ίδιο απαραίτητο με τα τσιγάρα ή ένα καλό κονιάκ.
-Νόρμα… δεν ξέρω, εξακολουθώ να σ’ αγαπάω…
-Μπράβο! Οποία πρωτοτυπία! Το κακό φαίνεται πως γενικεύεται.
Πίσω από το βέλο, τα μάτια της Νόρμας μίκρυναν και στένεψαν: Μα, ποιος νομίζεις πως είσαι, μικρέ μου ηλίθιε;  -και ξανάνοιξαν, γελαστά: -Πω, πω ρεύμα! Μπομπό, έχεις την καλοσύνη να κλείσεις αυτό το παράθυρο;  Τι χρειαζόμαστε αυτή την ποιήτρια με την ένρινη φωνή;


Ω, εσύ αλάνθαστε,
που έχεις ένα κάτι,
δώσε μου πίσω
τις φορές
όπου, χωρίς αμάρτημα, αμάρτησα.

-       Και, μετά; Να γυρίζαμε, ίσως στον κήπο των ονείρων μας για να κάνουμε πίτσι-πίτσι με τα στόματά μας ή προτιμάς να χωθούμε στο Σινελάντια χεράκι-χεράκι; Σου αρκούσε πάντα αυτό, εντάξει; Και θα καταλήξεις στα ενενήντα σου να φιλιέσαι κρυφά με τις γριές στο άσυλο. Διότι εκεί θα καταλήξεις, εντάξει; Λοιπόν, τα λέμε.
Η Νόρμα του γύρισε την πλάτη και κούνησε το χέρι της. Μόλις είχε μπει η Πιμπινέλα δε Οβάντο. Ψηλή, με κοντυλένια μύτη, φλογερά παγωμένα μεταλλικά μάτια. Ο Ίσκα Σιενφουέγος χαμογέλασε: η Νόρμα κι η Πιμπινέλα αλά μπρατσέτα. Δώσε μου φινέτσα και σου δίνω πλούτο. Δώσε μου πλούτο και σου δίνω φινέτσα. Κανείς δεν χάνει στην ανταλλαγή.  Πολύ νωρίς ψόφησες, Πορφίριο.
-Θα δεις τον άντρα σου αύριο;  -ρώτησε η Πιμπινέλα ενώ απηύθυνε ένα συνολικό χαμόγελο στην ομήγυρη.
-Όου, γιές –αναφώνησε η Νόρμα, μιμούμενη τους τρόπους της Πιμπινέλας.
-Μην ξεχάσεις, αγάπη μου, να του ζητήσεις να θυμηθεί τις τριακόσιες μετοχές μου. Τριακόσιες. Το υποσχέθηκες, το θυμάσαι;
-Δεν ξέρω, Πιμπινέλα, εγώ ποτέ δεν…
Η Πιμπινέλα χαμογέλασε πλατύτερα: -Α, πριν να περάσουμε σε άλλα. Η θεία μου θέλει να έρθεις για δείπνο στο σπίτι της την ερχόμενη Πέμπτη…
Η Νόρμα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη λάμψη των ματιών της:
-Η Δόνια Λορένσα Ορτίς δε Οβάντο;

Όλη η μυρωδιά ξερατού, βαριάς αναπνοής, ύπνου, εξαφανίστηκαν μια στιγμή στο φρενάρισμα του λεωφορείου. «Μεεεεξι-κό!» έριξε ένα ρέψιμο ο οδηγός, σπρώχνοντας το κασκέτο του προς τα πίσω.  Κουτσουλιές πουλιών λέρωναν τα παράθυρα,  ένα αργό πήγαιν’ έλα των επιβατών, κοτόπουλα σε κλουβιά, ταλαιπωρημένες βαλίτσες και στραβοπατημένα παλιοπάπουτσα. Ο Γκαμπριέλ προσπάθησε να καθαρίσει το τζάμι για να χτενιστεί’ φόρεσε το κασκέτο τού μπέιζμπολ και ξεκρέμασε το δερμάτινο σακάκι του. Τρεχάλα, τώρα, να χαλάσει μερικά πέσος σε ταξί και να φτάσει γρήγορα σπίτι. Κρατώντας σφιχτά στο χέρι του το πορτοφόλι του, ο Γκαμπριέλ άνοιξε πέρασμα μέχρι την πόρτα του λεωφορείου. Κάτι πουτανάκια βολτάριζαν στην πλατεία Νετσαουαλκόγιοτλ με μπανταρισμένα γόνατα και λασπωμένα τακούνια. «Τώρα φιλάρα ή δεν με ξαναβλέπεις». «Μ’ εμένα μεγάλωσες, πουλάκι μου».  «Για όλες έχω, πουτάνες. Και πληρώνω σε δολαριάκια». «Γιές, γιές, έλα να πάρεις, γλυκέ μου μαλάκα» «Άντε, γειά σου!».  Ο Γκαμπριέλ άρχισε να περπατάει στον δρόμο, να μυρίζει τη δυνατή μυρωδιά από μελαχρινή σάρκα, ν’ ακούει το τακ-τακ των τακουνιών πάνω στις αρχαίες πλάκες, να βλέπει τη νέα του καλοζωισμένη και μαυρισμένη αντανάκλαση  στις αφώτιστες βιτρίνες των
παπουτσάδικων. Σωρευόταν η πόλη πάνω του, έσπαζε σε κομμάτια μες στο κεφάλι του. Σαν να μην υπήρχε ουρανός. Θα επέστρεφε, όμως, κάθε χρόνο στον ανοιχτό ορίζοντα της Καλιφόρνιας να μυρίσει τη φλούδα της ντομάτας. «Ταξί!». Ίσιοι δρόμοι, μες στο σκουπιδαριό, χαμηλά σπίτια, γυμνά. Διασκέδαζε να διαβάζει τις πινακίδες στα καφενεία, των γραφείων κηδειών κατά μήκος της Τράνσιτο και της Εργατικής Συνοικίας: με τις ασπροβαμμένες προσόψεις τους  και πάντα τα μικροσκοπικά φέρετρα, για παιδιά, από ξανθό πεύκο, σε δημόσια θέα. Νόμιζε ότι μύριζε το ζεστό αίμα κάποιου παιδιού πίσω από την κάθε πόρτα: μόνο στο δικό του σπίτι, είχαν πεθάνει τέσσερα, νωρίς-νωρίς,πριν να προλάβουν να κάνουν κάτι, ούτε να δουλέψουν, ούτε να γαμήσουν, ούτε κανένα από τα σημαντικά πράγματα. Ο Γκαμπριέλ έκανε τα δάχτυλά του να κάνουν κρακ, με ανυπομονησία. Εδώ είμαστε, με το πάκο τα δολάρια μες στην τσέπη και τα υπέροχα δώρα για να ζήσουν όλοι καλύτερα. Ήταν η πρώτη χρονιά και θα επέστρεφε κάθε χρόνο, όπως κι αν έχει, νόμιμα ή όχι, ακόμα κι αν βρισκόταν εκτεθειμένος σε σφαίρες ή και γυμνός λόγω του ποταμού 24 ( του Ρίο Μπράβο-κύριο σύνορο με τις ΗΠΑ που τον διέσχιζαν και τον διασχίζουν ακόμη και σήμερα παράνομα οι μπρασέρος κολυμπώντας. Για τούτο τους αποκαλούν και «βρεμένες πλάτες» -όρα και σημ. 18 & 19).  Αυτό ή να γίνει πλανόδιος παγωτατζής στις απομακρυσμένες συνοικίες της πρωτεύουσας. Το έλεγε στον Τούνο όταν ήταν μαζί στη συγκομιδή στο Τέξας: « Ε, και; Τι κι αν δεν σε μπάζουν στα γαμημένα τους τα εστιατόρια. Άντε, ρε, μπας και σ’ αφήνουν να μπεις στο Αμπασαντόρ στην Πόλη του Μεξικού;». «Εδώ είναι’ κρατήστε».  Ο Γκαμπριέλ χτύπησε την πόρτα από τάβλες, την 28-Β. «Εδώ είμαστε με τη φτωχολογιά μου». Η μάνα με κιτρινισμένα τα δόντια κι ο γέρος με τη γνωστή του έκφραση σα να φόραγε μάσκα ονείρου κι η μεγάλη αδερφή, που άρχιζε να δείχνει νόστιμη και τα δυο μικρά με φόρμα και μπλουζάκια τρύπια. «Γκαμπριέλ, Γκαμπριέλ, έδεσες, έγινες ολόκληρος άντρας!». «Έφερα σε όλους, άντε πιτσιρίκια, ανοίχτε τη βαλίτσα». Το δωμάτιο φωτισμένο με κεριά και εικόνες σε χαρτί δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι. «Για σένα, Πέπα, πού ήδη άρχισες να κάνεις βυζιά: αυτό το φοράνε οι αμερικάνες για να συγκρατούν το στήθος. Βέρι φάιν». «Αυτός ο Γκαμπριέλ, όλα τα σκέφτεται», έλεγε και ξανάλεγε η μάνα. “Κι άλλο κασκέτο, ίδιο με το δικό μου, για σένα, πατέρα, των ινδιάνων της Κλήβελαντ, εκεί που ο Μπέτο Άβιλα δίνει και καταλαβαίνουν στους αντιπάλους. Κι αυτό για σένα, μανούλα, κοίτα ‘δω: για να μην κουράζεσαι τόσο». Μα, τι μαραφέτι είναι τούτο, γιόκα μου;» Τώρα, θα σου το δείξω. Δε μου λέτε, κι ο Φιντέλιο; Δουλεύει στο σπίτι κάτι πλούσιων, Γκαμπριέλ. Άντε, δείξε μου αυτό το πράμα». «Κοίτα, τον κάδο τον βάζεις πάνω απ΄ αυτό το άσπρο πράγμα’ βάζεις ύστερα τα φασόλια ή τα καρότα ή ό,τι άλλο θέλεις και αμέσως γίνεται πολτός από μόνο του, αντί να πρέπει να τα λιώσεις εσύ». «Για να σε δω, για να σε δω». «Όχι, ρε μάνα, πρέπει να το βάλεις στην πρίζα». «Μα δεν έχουμε ηλεκτρικό εδώ, παιδί μου». «Ω, γαμώτο, τότε, μάνα, δε γίνεται τίποτα, θα το κάνεις σαν μετάτε 25 (πλατειές τετράγωνες πέτρες, ηφαιστειακής συνήθως προέλευσης, με καλοακονισμένες άκρες για να αλέθουν και να λιώνουν, κινούμενες κατακόρυφα και οριζόντια, με δύο ή τρία χερούλια, ελαφρά επικλινείς).  Χρησιμοποίησέ το έτσι, τόσο το χειρότερο. Άντε, πεθαίνω της πείνας! Πού είναι οι τορτίγιες;». Τίποτα δεν αξίζει σαν τα μεξικάνικα φαγητά αλλά τον επόμενο χρόνο, πάμε πάλι, θα τραβήξω κατά τον Βορρά, όπου υπάρχει το χρήμα, δουλειά για όλους και τα πέντε και δέκα και το ηλεκτρικό.

Ο Ροδρίγο Πόλα άδειασε το έβδομο νταϊκιρί του και διέτρεξε με το βλέμμα το σαλόνι’ με ενάργεια, μάντευε έναν ρυθμό καλοπέρασης και  κομψότητας, ζωηρές λέξεις, που αποκτούσε υπόσταση σε κάθε ανοιχτόχρωμο ηφαιστειακό καπνό, σταχτί φωτοστέφανο που έστεφε όλα τα κεφάλια. Το αίμα τον έκαιγε με οκτώ γράμματα: επιτυχία. Κάθε γράμμα άστραφτε χώρια: έψιλον, πι, γιώτα, ταφ, ύψιλον, χι, γιώτα, άλφα. Πήρε κι άλλο νταϊκιρί. Έπρεπε να ξορκίσει αυτή τη λέξη. Ήταν κάτι περισσότερο’ τα ερεθισμένα και βασιλεμένα μάτια του ήθελαν να στραφούν προς τα μέσα, για να συζητήσουν με τον εαυτό του’  ήταν κάτι περισσότερο. Δεν ήταν μόνο η προφανής λύση να μετατραπεί το τίποτα σε κάτι. Με τα μάτια του να έχουν στήσει κουβέντα με το ινιακό του οστούν, ο Πόλα επαναλάμβανε την αλήθεια: ήταν να μετατραπεί το κάτι σε τίποτα, ο διασκορπισμός. Πέταξε το ποτήρι του στο χαλί και πλησίασε τον Μπομπό.
-Πρέπει να φτιάξουμε περισσότερη ατμόσφαιρα. Θα κάνω ένα νούμερο.
-Σσσσς! Βιάστηκε να κάνει ο Μπομπό, με το δάχτυλο πάνω στα υγρά του χείλη. Τοποθετήθηκε στο κέντρο του κύκλου που είχε φτιάξει σπρώχνοντας δεξιά κι αριστερά και μιμήθηκε τον ήχο της τρομπέτας.
Ο Ροδρίγο δεν κοίταζε τα πρόσωπα, όρμησε μπρος με το κεφάλι χαμηλωμένο. Οι παρευρισκόμενοι άφησαν τους καναπέδες και τα μαξιλάρια και συγκεντρώθηκαν γύρω από τον ηθοποιό’ το νούμερο είχε σημειώσει πάντα μεγάλη επιτυχία, πάνε χρόνια τώρα, μεταξύ των συμμαθητών του και πριν λίγο καιρό σε μια ταβέρνα. Ήταν μια παρωδία των ταξιδιωτικών αφηγήσεων του Φιτζπάτρικ:
-Και τώρα φτάνουμε στη μεξικανική Βενετία, στους πλωτούς κήπους του Τσουτσεμίρκο. 26 (έτσι αποκαλούν χαϊδευτικά οι κάτοικοι της Πόλης του Μεξικού το Σοτσιμίλκο, μιαν από τις τρεις λίμνες της Κοιλάδας του Μεξικού,, την μόνη μεγάλη που απέμεινε από τον καιρό των Αστέκας, στον σημερινό Νότο της πόλης. Τα κανάλια της λίμνης διατρέχουν πλοιάρια στολισμένα με λουλούδια, και ενίοτε παίζουν συγκροτήματα Μαριάτσις. Είναι αγαπητή τουριστική ατραξιόν αλλά και περίπατος των μεξικανών κατοίκων της πρωτεύουσας. Τα πλοιάρια λέγονται και τραχινέρας).  Για τ’ όνομα του Θεού! Ξανθιά είναι τούτη που βρίσκεται πάνω στο ωραίο αυτό ανθισμένο πλοιάριο; Έι, μας επιτρέψεις να σε συνοδεύσουμε, κούκλα;

        Οι παρευρισκόμενοι γύρισαν στις θέσεις τους, οι παρέες ξανάρχισαν τα ψουψουρίσματα και τσιγάρα ξανάναψαν.
-       Και να ‘σου ο διάσημος μουσικός, ποιητής και τρελός που θα μας διηγηθεί πώς γεννήθηκαν τα τραγούδια του….
        Ο Πόλα έκανε μια γκριμάτσα και ρούφηξε τα μάγουλά του για ν’ αρχινήσει τη μίμηση του Αγουστίν Λάρα. Πρόσεξε τότε τα πρόσωπα των ελάχιστων καλεσμένων που συγκέντρωναν ακόμα την προσοχή τους πάνω του: χωρίς ενδιαφέρον, με ύφος πέρα βρέχει, βγάζοντας τον καπνό απ’ το τσιγάρο τους, προσέχοντάς τον γενικώς και αορίστως –κι ένα μόνο χαμόγελο, που μέχρι που θα πλήρωνε για να μη δει: της Νόρμας. Η Πιμπινέλα κάτι μουρμούρισε και βγήκαν οι δυο τους απ’ τον κύκλο. Ο Ροδρίγο, με τη γκριμάτσα του και τα μάγουλα ρουφηγμένα, δεν άνοιγε το στόμα του. Οι υπόλοιποι της παρέας σκορπίστηκαν κι ο Ροδρίγο, μόνος του στο κέντρο του σαλονιού, που τον παραμέριζαν τα γκαρσόνια –σταλμένα απ’ τον Μπομπό για να ζωηρέψει η ατμόσφαιρα-με τα μάτια του καρφωμένα στο χαλί, άρχισε να τραγουδάει σαν μέσα σε όνειρο:
-Αγία, Αγία μου…
        Ο Πάκο Ντελκίντο μπήκε μεθυσμένος στο σαλόνι. Τα γκριζαρισμένα του μαλλιά ανακατωμένα, καρώ πουκάμισο, κίτρινα παπούτσια. Μποέμ εκ φύσεως, δημοσιογράφος, ζωγράφος και εικοστός στον ποδηλατικό γύρο του Μπαχίο, τον συνόδευε μία γυναίκα με σταθερό κι ανέμελο βλέμμα, με μιαν από κείνες τις τούφες που αποκαλούσαν υπαρξιστικές, στο στιλ της Ζουλιέτ Γκρεκό.
        -Αβάντι, Ντελκίντο! -γαύγισε ο Μπομπό, αφήνοντας την ωραία του θέα από τη σκάλα-. Αυτό θα πει ατμόσφαιρα!  ΄Εχουμε εδώ τον μοναδικό μεξικανό που αντιλαμβάνεται την ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα υπόβαθρο κωμωδίας, τον μοναδικό αυθεντικό τρελό του ονομαστού Μεξικού το κάθισμα! *
        -Γράμματα, αρετές, ποικιλία δημοσίων θέσεων, δώρα, ευκαιρίες απόλαυσης, αθάνατη άνοιξη κι οι προάγγελοί της! –κραύγασε ο Ντελκίντο με γκροτέσκο ύφος.
 -… ένδοξη Κυβέρνηση, θρησκεία και κράτος…! –το συνέχισε, τρελός από χαρά ο Μπομπό. 27 (μέρη από το γνωστό πολύστροφο ποίημα Το μεγαλείο του Μεξικού, γραμμένο το 1604 από τον Ισπανό επίσκοπο Μπερνάρντο δε Μπαλμπουένα, ο οποίος μετά την Ισπανική κατάκτηση πέρασε μέρος της ζωής του στο Μεξικό και στο Πουέρτο Ρίκο. Αυτό είναι το πιο γνωστό του ποίημα που γνωρίζουν όλοι οι εγγράμματοι Μεξικανοί).
-… κι οι πετρελαιοπηγές του διαβόλου… -προσπάθησε να ολοκληρώσει με μια μπουκιά χαβιάρι στο στόμα η Κοντέσα.

Δίχως ν’ ανοίξει το στόμα της, η Ζουλιέτ τους κοίταξε και τους τρεις με βαθιά περιφρόνηση.
-       Κάτω η κοινότητα!  -φώναξε σκαρφαλώνοντας σ’ έναν καναπέ ο Ντελκίντο. –Αν ήθελε να γράψει κάποιος για μας, θα έπρεπε να μας αντιγράψει από άλλη σκοπιά’  είμαστε η αντιγραφή της αντιγραφής,  η αποτυχία της πληκτρολόγησης: το εικοστό αντίγραφο με λευκό καρμπόν! Αυτός είναι ο Μεξικανός δημιουργός, πρωτότυπος, μεγαλοπρεπής! Άσε, άσε, όλοι κολλημένοι σαν πεταλίδες στη δουλίτσα τους, στις μικρές τους μανίες που δεν φτάνουν καν να γίνουν βίτσιο, όταν μιλάμε για τη μεξικανικότητα, την παραγουανικότητα, την ονδουρανικότητα, καλλιτέχνες της εγκεφαλικής ζυγαριάς! Καλλιτέχνες όλου του κόσμου, ενωθείτε: δεν έχετε τίποτα να χάσετε εκτός απ’ το ταλέντο σας! Αχ, Μπάρμπαρα, τι ηλιθιότητα ο πόλεμος… Γλυκιά μου Φύλλις, τι σκέφτεσαι;
Η ερωτηθείσα ύψωσε ένα φρύδι, πυκνό πάνω σε μάτια στο χρώμα της κατσαρίδας και τήρησε προσβεβλημένα σιωπή. Οι άσπρες κάλτσες, εκείνη τη νύχτα, της πήγαιναν όμορφα. Ο Μπερναρντίτο Σουπρατούς νόμισε για μια στιγμή ότι βρήκε τη σύντροφο της ζωής του.
*ίσως προαναγγελία επόμενου βιβλίου του συγγραφέα, «la silla del águila» (=το κάθισμα του αετού), ένας ακόμη ευφημισμός για να ονοματισθεί η Πόλη του Μεξικού. Το κάθισμα του αετού εκδόθηκε το 2002, στα Ελληνικά το 2007, εκδ. Άγρα, μετφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος. Ο αετός είναι σήμα κατατεθέν του Μεξικού, απεικονίζεται και στην σημαία της χώρας*

Έχοντας γυρίσει στην παρέα της, η Κοντέσα δέχτηκε άλλο ένα πιατάκι με χαβιάρι και κρακεράκια: -Ο Εβαρίστο τα πιάνει χοντρά: εξακόσια πέσος τον μήνα. Εγώ βολεύομαι με αυτές τις συγκεντρώσεις. Μία ωραία πρωία, όμως, θα αναγκαστώ να πουλήσω το κορμί μου για να ζήσω.
        - Τι ένδειξη κακού γούστου να καλέσουν τον Ντελκίντο: -ξεγλίστρησε ο Γκας.
        -Τι λέτε να οργανώσουμε ένα κοκτέιλ πάρτι στο σπίτι μου το Σάββατο; -ρώτησε η Σαρλότ. Άρκεσε ένα βλέμμα του Βάμπα, που έδειχνε ν’ αποδοκιμάζει τα σαββατόβραδα ως συλλογική κάθαρση των μικροαστών, για να προσθέσει:
-Εντάξει, την επόμενη Τρίτη. Εσύ, Γκας, ρίξε μια ματιά στους καταλόγους των ταξιδιωτών από τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες μήπως κι έρχεται κάποια διασημότητα. Εσύ, Πρίγκηπα, δάνεισέ μου τον οικογενειακό σου θυρεό για τις προσκλήσεις. Επί τω έργω! Μπορούμε ν’ αρχίσουμε να τηλεφωνούμε στους φίλους ήδη από τώρα, για να σκοτώσουμε την ανία μας. Να σκεφτείτε πως σήμερα δεν έκλαψα, για να φαίνομαι ωραία εδώ!
        Η Ζουλιέτ έκατσε στο πάτωμα με τα μάτια στο κενό ενώ ο Ντελκίντο ετοίμαζε μερικά κοκτέιλ μπύρα-τεκίλα. Ο Σουπρατούς πλησίασε δειλά τη γυναίκα με τις διπλές κάλτσες και την ασημένια τούφα:
        -Αχ, πόσο νέα είσθε και πόσο πολύ γυναίκα…
        -Δε μου γαμιέστε.
        Προσεκτικά, ο γερο-ζωγράφος κλωθογύριζε γύρω από μία από τις διοπτροφόρες δεσποινίδες: -Είναι εμφανές πως είσθε δέσμια των συμβατικοτήτων της αστικής οικογενείας. Δεν θα ήταν σωστό να χαθεί το μεγάλο σας ταλέντο, μέσα στην ασφυξία της κοινοτυπίας… σεις, είσθε γεννημένη για την τέχνη… ελάτε να με δείτε. Ορίστε, η κάρτα μου… -ενώ ο Εστέβες ρωτούσε στ’ αυτί τον Τορτόσα: -Γιατί είναι θλιμμένος ο Μεξικανός;  -κι ο Μανουέλ Σαμακόνα αποφάσιζε να σώσει, να σώσει κι αρπάζοντας τον Μπομπό από τους ώμους: - Πώς να μην καταρρεύσει μια κοινωνία στην οποία, αντί για ποίηση, διαβάζουν μόνο ρεκλάμες που δηλώνουν την υποχρέωση χρήσης κάποιας κρέμας για τις μασχάλες, με την απειλή να χάσουν τον γκόμενο ή να κάνουν γαργάρες με χλωροφύλλη, με την απειλή να είναι αλλιώς μη δημοφιλείς! Πώς μπορούμε να νιώσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο την κοσμική τρομοκρατία; Πώς μπορεί ν’ αποφύγει, έτσι,  κανείς την ενόχληση της συλλογικής ασφάλειας; Παραδοξολογία, μεταφορά, εικόνα, σε ποιους κινδύνους δεν οδηγείτε!
    - Ο συγγραφέας της επαρχίας εξηγούσε στην Κοντέσα, που έτρωγε τώρα λαίμαργα πατάτες τηγανιτές: - Μετά το Απατιτλάν, βρίσκουμε μια ξερή κοιλάδα κα8ι μετά ανεβαίνουμε στο Σαν Τανκρέδο δε λας Ρέγες. Εκεί θαρρείς ότι τα σύννεφα είναι χαμηλωμένα και οι άνθρωποι θλιμμένοι. Η γη δεν παράγει τίποτα, μόνο φραγκοσυκιές κι ερήμωση. Διακρίνονται οι ινδιάνοι να κατεβαίνουν το βουνό, με τα ματσέτες τους σαν σημαίες. Αυτό δεν μου το έχουν διηγηθεί, το είδα. Και πιο πέρα είναι μια κατεβασιά κι αρχίζει η ζέστη. Γιατί πλησιάζουμε στο Τσιμαλπαπάν όπου έχει πυκνή βλάστηση κι η κυβέρνηση άρχισε να κατασκευάζει ένα φράγμα. Εκεί πέρα, ζουν οι Ατολότες, ένα μάτσο κασίκες που ερημώνουν το χωριό και κλέβουν τα ομορφότερα κορίτσια. Αυτό το θυμάμαι… - και ο Λόπες Ουίλσον επικαλείτο τη διαλεκτική για αποκλειστική χρήση του άπιστου Πρίγκηπα Βάμπα:
-Ο μαρξισμός θα είχε κάτι ενδιαφέρον να σας πει.
Η Λάλυ, η ερωμένη του Μπομπό, εφόρμησε στο σαλόνι με πέντε τυμπανιστές.
   -Ακολουθείστε με –τους φώναζε -. Είμαι η αμαρτία!
         Η υπέροχη, η εκπληκτική, ζουμερή Λάλυ, μες στο αιώνιο μαύρο της σάβανο, που ερχόταν σε αντίθεση με τα λευκά της μαλλιά και το δέρμα της σαν πελεκάνου έξω απ’ το νερό, φίλησε θορυβωδώς τον Μπομπό, κατέβασε από το βάθρο της την εκλεκτή κυρία και θρόνιασε τους τυμπανιστές της – Ο θρίαμβος του Πέρες Πράδο 28 (Ντάμασο Πέρες Πράδο: θρυλικός Κουβανός μουσικός  -1916-1989- στις δεκαετίες ’40 και ΄50 με τις ορχήστρες του να παίζουν καλύψω, ρούμπα και μάμπο, το οποίο αυτός επενόησε. Έζησε για δεκαετίες στο Μεξικό, στο οποίο συνεχίζει την παράδοση ο γιος του Πέρες Πράδο Τζούνιορ) επί των Μουσών! Πάμε, παιδιά, κι εγώ πάω για μάμπο!

Υπάρχει ακόμη η νύχτα (έλεγε χωρίς να μιλάει η Ορτένσια Τσακόν) και θα ήθελα να σημαδέψω την πρόσληψή της με κάτι περισσότερο από την ανάσα μου. Είναι ό,τι λιγότερο μου λείπει  -χαμογέλασε- και για τούτο αυτό που περισσότερο θα ήθελα να ξαναβρώ, όχι σαν φυσική δύναμη μέσα μου, αλλά σαν μια εξαιρετική ώρα. Ύστερα, πέρασε τα χέρια της πάνω από τα αναστατωμένα σεντόνια του κρεβατιού της  και πεθύμησε να νιώσει στην άκρη των δαχτύλων της το ζεστό, μόλις υγραμένο βαθούλωμα που είχε αφήσει το σώμα του Φεδερίκο Ρόμπλες. Το έκανε έτσι για πολλά λεπτά, αμέτρητες ώρες, αναλογιζόμενη ότι μόνο η κούραση θα της υπαγόρευε την ώρα της αναμονής, την ώρα του ύπνου και του ξυπνήματος κι ύστερα, το καλύτερο, πάντα: ανάσαινε το απόγευμα, η γεύση της βενζίνης δυνάμωνε, όπως και τα παιδιά από το απέναντι σχολείο, όταν σχόλαγαν και τα συνόδευαν οι γνωστοί θόρυβοί τους, η εμφανής χάβρα τους αποσυντίθετο στ’ αυτί της Ορτένσιας σε ακριβείς λέξεις: αν και δεν τις άκουγε, ήξερε ποιες είναι, δημιουργούσε την ακρίβειά τους. Στα ρουθούνια της έφταναν επίσης η γλυκερή διαφάνεια από το μαλλί της γριάς που πουλούσαν στα παιδιά κι η αίσθηση γευστικότητας απ’ τα σαπούνια και τα φυσικά σφουγγάρια του μπακάλικου στο ισόγειο του κτηρίου. Μετά, κόλλαγε τη μύτη της στα σεντόνια και προσπαθούσε να ανασυνθέσει το σώμα του Φεδερίκο. Με το ένα της δάχτυλο σχεδίαζε πάνω στο καυτό λινό μάτια, στόμα, λαιμό, στομάχι, μπράτσα, πόδια και ξανάπεφτε πάνω από την λευκή σκιά για να την ξανά αγκαλιάσει και να πει χωρίς ποτέ να μιλά: σε περιμένω γιατί αυτό απαίτησες από μένα κι αυτό ήθελα πάντα, μόνο να περιμένω και, όχι, όχι, δεν με αναγκάζει το σκοτάδι να περιμένω: το σκοτάδι στεφανώνει την αγωνία της αναμονής μου κι ολόκληρο το κορμί μου, μαζί σου, παύει να νιώθει λεηλατημένο και προορισμένο να είναι μόνο σκοτάδι, και πάλι σκοτάδι, όπως στην αρχή.

         -Πόσο συναρπαστικό, Πιερό, χμμμμμμμμ!
         Όλοι βρίσκονται εκεί πέρα όταν μπήκε ο Φεδερίκο Ρόμπλες στο σπίτι της συνοικίας Ναρβάρτε, στολισμένο με πίνακες που απεικόνιζαν ταύρους του Ρουάνο Γιόπις, ένα μεταξωτό σάλι πάνω στο πιάνο με ουρά. Μπήκε όπως συνήθιζε να μπαίνει, εισχωρώντας αργά, με το ινδιάνικο κεφάλι του, τους κροτάφους ξυρισμένους με την ψιλή, σε σχήμα μπάλας, ανταποδίδοντας τους χαιρετισμούς μ’ ένα ελαφρύ κούνημα του χεριού. Μέχρι να φτάσει σ’ ένα ουίσκι με σόδα. Όρθωνε τότε τον κορμό του και περίμενε.
-       Μην το πιστεύεις, χωρίς πολυτέλεια δεν δημιουργείται η απτή εντύπωση της προόδου, και χωρίς αυτή την εντύπωση δεν έχει ξένες επενδύσεις. Τι είδους φωτογραφίες βρίσκουμε σε ένα αμερικάνικο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας; Όχι, βέβαια, φωτογραφίες υπονόμων ή πλακόστρωτου ούτε λάμπες δημοτικού φωτισμού: φωτογραφίες με μεγάλα κτήρια, ατμοσφαιρικές λεωφόρους, ξενοδοχεία, με την πρόσοψη κάποιου νοσοκομείου, κι ας μην έχει μέσα ούτε ένα κρεβάτι. Κάτι που αναδίνει αέρα κομψότητας και προόδου, που να φαίνεται όμορφα σε τεχνικολόρ, ή κάνω λάθος; Και αυτά ακριβώς βλέπει ο βορειοαμερικάνος επενδυτής…
-       Κοίτα να δεις, Πέπε’ όλα στη συσκευασία τού ενός. Αγοράζουμε τα οικόπεδα για ένα κομμάτι ψωμί, τα αγοράζουμε όλα. Περιμένουμε ύστερα ήσυχα-ήσυχα για κάνα δυο χρόνια και ξαφνικά η κυβέρνηση ανακαλύπτει ότι εκεί βρίσκεται ο παράδεισος επί της γης, μιλάει για την ομορφιά της φύσης του Μεξικού και, φύγαμε:  μεγάλοι δρόμοι, δόμηση, δημόσια έργα, τουριστική ανάπτυξη, ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Πιάσαμε την καλή. Δεκαπλασιάζουμε, τουλάχιστον, το κεφάλαιό μας…
-       …κι ο ηλίθιος πήγε να βεβαιωθεί ότι ο δρόμος που φαινόταν στον χάρτη, και που είχε κοστίσει τριάντα εκατομμύρια, βρισκόταν εκεί πέρα. Φυσικά, μόνο καλαμποχώραφα βρήκε…
-       …γιατί βούλιαξε το Ρίο ντε Ζανέιρο; Μα, γιατί κλείσανε το Καζίνο της Ούρκα και η συντήρηση της Κιταντίνια αποδείχθηκε άκρως ασύμφορη. Το ίδιο θα συμβεί και με το Ακαπούλκο αν δεν εγκρίνουν λέσχες παιγνίων. Αυτές οι λίγες λέσχες που υπάρχουν μετά βίας αφήνουν κάποιο κέρδος…
-       …ας μην κάνουμε τους χαζούς: η μόνη οργανωμένη δύναμη είναι ο κλήρος και είναι διατεθειμένος να συνεργασθεί…
        Ο Τσίτσο πέρασε τρέχοντας ανάμεσα από τις παρέες, δείχνοντας κάτι αισχρές κάρτες κι έπειτα ψιθύρισε:
        -Θα εισάγουμε εκατό γυναικάκια σπανιόλικα. Φτάνουν το Σάββατο το πρωί, οπότε, το βράδυ, στο Ακαπούλκο…
Κι ο Λοπίτος πρόσθεσε:
-       Προσοχή: από την Ισπανία. Όχι άλλες γκρίνγκας από το Μπέβερλι Χιλλς, μισοτελειωμένες στα τριάντα τους. Τώρα, μάλιστα, η απόλυτη εισαγωγή, καρίσιμοι!
-       Τι κάνουν τα παιδιά;  -ρώτησε ο Ρόμπλες.
-       Πίσω στον Καναδά, στο σχολείο των Δομινικανών –απάντησε ο Πέπε-. Η Σάρα είναι πολύ ταλαιπωρημένη. Τη Νόρμα δεν την ενδιαφέρει η κανάστα;
Ύστερα ο Τσίτσο βγήκε μ’ ένα σουτιέν παραγεμισμένο με πορτοκάλια και μια φρουτιέρα στο κεφάλι του, ενώ ο Ρόμπλες πλησίαζε αργά την μεγάλη παρέα:
-       Ο Ρέγουλες είναι ο πιο ενδεδειγμένος για ν’ αναλάβει τα τρεχάματα. Εμείς, ξέρετε δα, μακριά. Ο Ρέγουλες  είναι διατεθειμένος να το πάρει όλο απάνω του αν βρεθούμε υποχρεωμένοι να αποδοκιμάσουμε δημοσίως την όλη επιχείρηση. Επιπλέον, θέλει να πάει στην Ευρώπη για κανένα χρόνο, δύο, για να διασκεδάσει λιγάκι’ τα πράγματα με τη γυναίκα του δεν πάνε καλά… Τι γίνεται Ρόμπλες;
        Ο Ρόμπλες χαιρέτισε κατεβάζοντας το τετραγωνισμένο του κεφάλι.
-       Κοίταξε, Ρόμπλες. Μιλάμε απλώς να δοθεί η εντύπωση ότι η γνωστή σ’ εσένα επένδυση αφήνει αρκετό κέρδος στο Δημόσιο. Καλό θα ήταν το νέο αυτό να προέλθει από ιδιωτικό φορέα.
  Ο Ρόμπλες ξαναχαιρέτισε κατεβάζοντας το κεφάλι του και στην πόρτα συναντήθηκε με τον Ρομπέρτο Ρέγουλες:
   -Στο καλό, αγαπητέ μου τραπεζίτη! Φρόντισα τη γυναίκα σου στου Μπομπό. Θα ειδωθούμε στο γκολφ αύριο;
   Ο Ρόμπλες έκανε ναι με το κεφάλι και μ’ ένα δάχτυλο νευρικό, υψωμένο, κάλεσε τον σοφέρ του.

τώρα τα σώματα, οι ιδέες, τα βογκητά, λιώνουν μαζί σε μια μπάλα λίπους’ τώρα κυκλοφορεί το ίδιο οινόπνευμα, το ίδιο αραιωμένο αίμα, η ίδια λησμονιά σ’ όλα αυτά τα μυαλά’ τώρα τα σκουπίδια στολίζονται’ τώρα οι ιδιαιτερότητες που τις αναζητούμε μετά μανίας στο κόψιμο του κοστουμιού, στις παραθέσεις λόγου, στις άκρες του μαντηλιού, στα αρώματα, στις κινήσεις, πέφτουν στο πηγάδι του κοινού ζελέ:
αγκιστρωμένοι οι μεν στους δε, έμβλημα του αστού μεξικανού, αγκιστρωμένοι οι μεν στους δε, κρούστα αναλώσιμη, αγκιστρωμένοι οι μεν στους δε στο ίδιο σπα, στο ίδιο Καπ ντ’ Αντίμπ, στο ίδιο Σαν Σεμπαστιάν, στην ίδια Πόλη του Μεξικού: το φόντο αλλάζει, ο κόσμος είναι ο ίδιος. Εμείς έχουμε όλα τα μυστικά, όλες τις πληροφορίες, όλες τις αξίες ενεχυροδανεισμένες. Για κάποιο λόγο θα συμβαίνουν όλα αυτά. Έχουμε το δικαίωμα να τα ποδοπατήσουμε.

        Το υπέρτατο ανακάτεμα λέξεων και ήχων και μουσικής πλημμύρισε το σαλόνι του Μπομπό ζωγράφισέ με με χρώματα για να με πούνε Σούπερμαν, αχ, Σου-περ-μαν, για να με πούνε Ταρζάν, κουκλίτσα ο Ντελκίντο βύθισε το κοκτέιλ μπύρα-τεκίλα σε μιαν άκαμπτη σύσπαση, η Ζουλιέτ τον ακολουθούσε με τα μπράτσα υψωμένα δίχως να κουνήσει βλέφαρο με λένε τρελό γιατί είμαι λίγος κι ακόμα πιωμένος γιατί πίνω ρούμι η Κουκίτα άφησε το βιζόν της να πέσει και κούνησε τους ώμους της εε πα, για να με πούνε Σούπερμαν κύυυυριος η Σίλβια Ρέγουλες έφυγε χωρίς να χαιρετίσει, η Γκλόρια Μπαλσέτα μπήκε μέσα με μισάνοιχτα χείλη και το κεφάλι ψηλά, η Σαρλότ ξεκόλλησε απ’ το τηλέφωνο για να αγκαλιάσει τη Λάλυ: - Οφείλω να το πω μπρος σε όλο τον κόσμο: αυτή η γυναίκα είναι ανώμαλη και με έχει βλάψει αλλά τη λατρεύω! Έτσι, έτσι, έτσι, φχαριστήσου το, κύυυυριος, αχ! θα δεις εσύ, κουκλίτσα η Κουκίτα να χορεύει σαν πιγκουίνος
χόρεψε, χόρεψε σαν πιγκουίνος, χόρεψε

        -Κύριε Τορτόσα –ρώτησε ο Γκας με το ένα χέρι στον γοφό-. Δεν ενοχλείστε, εσείς που είστε χριστιανομαρξιστής, από αυτή την ατμόσφαιρα του Αρμαγεδώνα;
Αχ, μινουέ, μινουέ, μινουέ, το χόρευε τον δέκατο πέμπτο αιώνα και τώρα το 1951
-Nihil humanum a me alienum puto  –αναφώνησε εκστατικά ο Τορτόσα.
-Ωωωω, πάντα οι υπαινιγμοί. Οι Έλληνες πίστευαν ότι η αρμονία…
ποιος είναι; ποιος είναι; εγώ θα σας πω: Πατσίτο ο Τσε τον λένε τον κύριο
-Inderweltsein.
H τηλεόραση, σύντομα θα ‘ρθεί, αχ, όχι, όχι, όχι, όχι
-Η θέση του διανοούμενου είναι στους αγρούς.
παπαραμπατίμπι κουνκουά νέγρε, παπαραμπατίμπι κουνκουέ
-       Θέλει να μ’ αναγκάσει να κοιμάμαι με ψηλές κάλτσες και ζαρντιέρες, μπορείς να το φανταστείς;
  Ο Ντελκίντο φώναζε καλύπτοντας τον χαμό από τις μαράκες, τα ταρατατζούμ και τον ιδρώτα των νέγρων: - Σνομπισμός, σκέτος σνομπισμός. Δείτε τη Ζουλιέτ μου! Νομίζετε ότι είναι μια αινιγματική γυναίκα με παρελθόν;  Είναι μια ηλίθια, χυδαία, αδαής, που την περιμάζεψε το σοφό μου χέρι στη Σχολή της Οδοντολογίας και πεθαμένη από φόβο από αυτό το περιβάλλον, γκρρρρρ! –Κι έσφιξε τη Ζουλιέτ στα μπράτσα του ενόσω η Κοντέσα Ασπακούκολι επωφελείτο από τη σύγχυση και γλιστρούσε στην κουζίνα.
αχ σούπερμαν, αχ σούπερμαν
-       Λοιπόν, το Μεξικό είναι ο τροπικαλισμός αλά Νίτσε!
Ο Μπομπό έκλαιγε μέχρι δακρύων, έκανε ν’ αλλάζουν τρελά τα χρώματα’  τα φώτα, ψαλίδια κάθε κοπής, βιολετί, κόκκινα, σκούρο μοβ, η Κουκίτα περπατούσε σαν νεοσύλλεκτος, ο Σουπρατούς την ακολουθούσε στα γόνατα, καπνός λεπτός στα κορμιά, ποτήρια αναποδογύριζαν και τα χέρια σε ιπτάμενη κίνηση, νευρική, του γυμνού γάγγλιου

όταν πέθανε η Ντολόρες, παρθένα πέθανε: μηδέν τζιτ, μηδέν τρέξιμο, μηδέν λάθος 30 (φρασεολογία από το προσφιλές στο Μεξικό μπέισμπολ, τζιτ: χτύπημα με το ρόπαλο).

-        Δεν  χωράει αμφιβολία ότι το Μεξικό είναι μια χώρα όλο ζωντάνια.  Για φανταστείτε το αυτό στη Μαρ δελ Πλάτα!
    Ο Ντελκίντο πασπάτευε τη γυναίκα, την φιλούσε στο λαιμό, αποκάλυπτε τα στήθια της, έσφιγγε την κοιλιά της,  ανάμεσα στα ουρλιαχτά του Μπομπό και της Σαρλότ και της Λάλυ και των διοπτροφόρων δεσποινίδων και του φιλόσοφου Εστέβες:
-Επονείδιστο γύναιο! Που να καλύψει με πληγές το μνήμα σου το χώμα κι η σκιά σου να νιώσει το φρικτό μαρτύριο της δίψας…
-Προπέρτιος! Αναφώνησε με αγαλλίαση  ο Ντάρντο Μοράτο-. Προπέρτιος! Terra tuum spinis!

πάει, πάει το μπλε κλειδί, πάει στο ρυθμό του μαραμπού

Σφιγμένος σε ένα ζευγάρι πιτζάμες από τον καιρό που ήταν λεπτός, ο Μπομπό τελείωνε την τελευταία μπουκάλα κονιάκ με το ύφος της απόλυτης μελαγχολίας ενός νικημένου Βησιγότθου κι ανασαίνοντας τον ξινό αέρα από γόπες τσιγάρων και λερό πάτο σπασμένων ποτηριών γκρίνιαζε:
        -Φοβού τους Έλληνες, Μπομπό, φοβού τους Έλληνες!
   Ύστερα, στα τέσσερα, βάλθηκε να μαζεύει τα σπαρμένα στο χαλί σπίρτα. ΄Εντεκα η ώρα το πρωί. Οι μηχανές βρυχούνταν στη Λεωφόρο Ινσουρχέντες, στην οδό Νίς,  όπου ήδη τα μέγαρα της εποχής του Πορφίριο Δίας άρχιζαν να ξεπέφτουν σε μπουτίκ, εστιατόρια, κομμωτήρια. Ο ήλιος, ανελέητος στην πληγή του μεσημεριού. Ούτε ένα ελαφρύ αεράκι δεν κουνούσε τα λυγερά φυλλώματα της Λεωφόρου Ρεφόρμας. Από το ένατο πάτωμα ενός κτηρίου από ροζ πέτρα, που εκτεινόταν ανάμεσα σε δυο μελαγχολικές σοφίτες, ο Φεδερίκο Ρόμπλες κάρφωνε το βλέμμα του στο ασαφές συνονθύλευμα της πόλης. Προσόψεις αέρινες και κρυστάλλινες έδειχναν την  ατελή τους όψη, από βαμμένα τούβλα και διαφημίσεις μπύρας. Στο βάθος, στα ριζά του βουνού, ένας ανεμοστρόβιλος σκόνης, συγκέντρωνε τα καφετιά του σωματίδια.  Εδωδά, η φασαρία εργατών που ξήλωναν ένα δρόμο. Η γιρλάντα από γραμματείς και πωλήτριες τσουπωτές, επιδεχόμενες πειραγμάτων για τις χάρες τους πλεκόταν με τις σειρές των αργόσχολων και γέρο-τσικάνος, με ανοιχτό πουκάμισο στο στήθος κι ιστορίες του Κάνσας Σίτυ που τις διηγούνταν σε άλλους γέρο-τσικάνος, οι οποίοι με τη σειρά τους διηγούνταν ιστορίες της Πεόρια. 31(αναφορά σε παλιννοστούντες  Μεξικανούς μετανάστες από το Κάνσας Σίτυ του Μιζούρι και την Πεόρια της Αριζόνας των ΗΠΑ).  Κοιτώντας το ρολόι τους, φαλακροί άντρες, ντυμένοι στα γκρι, τρέχανε με έναν σκισμένο χαρτοφύλακα υπό μάλης.
Έι, έι  υψώνονταν δάχτυλα κατά τη μεριά των ταξί. Κάνοντας ζιγκ-ζαγκ, τσακ-τσακ, τρέχανε δίπλα-δίπλα, τ’ αυτοκίνητα. Οι κόρνες ξύπνησαν τον Ροδρίγο Πόλα. Ο αδιάκοπος θόρυβος της πόλης εισχωρούσε μέσα απ’ τις χαραμάδες στο εσωτερικό του διαμέρισμα της οδού Ροσάλες. Στην ταράτσα του σπιτιού της, περιχαρακωμένη από τις Λόμας του Τσαπουλτεπέκ 32 (λόμα σημαίνει λόφος. Το αντίστοιχο αθηναϊκό Κολωνάκι, στα βορειοδυτικά στην Πόλη του Μεξικού, δημιουργήθηκε στη δεκαετία ‘20-’30. Σήμερα εδρεύουν εκεί το Προεδρικό Μέγαρο και οι περισσότερες ξένες Πρεσβείες), η Νόρμα Λαραγοΐτι Ρόμπλες βόλεψε κάτι μαξιλάρια κι άνοιξε τη μεταξωτή της ρόμπα. Με επιμέλεια, έχοντας συνείδηση της λάμψης του κάθε πόρου, αλειφόταν με διάφανο λάδι. Αντιηλιακό. Η Ορτένσια Τσακόν, μες στο σκοτάδι, καρτερούσε τους θορύβους από το δρόμο, περίμενε το απογευματινό σχόλασμα του σχολείου και τον θόρυβο του κλειδιού στην κλειδαριά. Η λεωφόρος Μιξκοάκ ξεδιπλωνόταν, λίγο-λίγο και στραβά, κάτω από το υποβλέπον βλέμμα εδωδίμων και αποικιακών και παζαριών αναντάμ-παπαντάμ και λαϊκών σινεμά, ανάμεσα στο ταρακούνημα κομπρεσέρ και εκσκαφέων και στην πίσσα: τίποτα δεν έφτανε μέχρι το κλειστό δωμάτιο της Ροσέντας Πόλα, βυθισμένης ακόμα στο παραληρηματικό της ενύπνιο, φυλακισμένης σε μια φρικτή τελειωτική διαύγεια που δεν κατάφερνε να ζωντανέψει στα λόγια, τα οποία σωρεύονταν στο νευρικό κι αδύναμο λαρύγγι της. Η Σαρλότ, ο Πιερό, η Σίλβια Ρέγουλες, ο Γκας, ο Πρίγκηπας Βάμπα, η Πίτσι, ο Τζούνιορ, κοιμούνταν: μόνο η Πιμπινέλα Οβάντο περπατούσε στητή και παρφουμαρισμένη, κρυμμένη πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, στην οδό Μαδέρο, προς το γραφείο του Ρομπέρτο Ρέγουλες. Στο βλέμμα του Ρόμπλες, η Πόλη του Μεξικού άνοιγε σιγά-σιγά σαν τράπουλα με πολλά και διαφορετικά χαρτιά –ο ρήγας μπαστούνι στο μοναστήρι του Σάντο Ντομίνγκο, το τρία καρό στο Πολάνκο –από το σκοτεινό τούνελ της Μίνας, το Κανάλι του Βορρά και στην οδό Αργεντινής, με το στόμα ανοιχτό, αναζητώντας αέρα και φως, καταπίνοντας λαχεία και φυλλάδια για φτηνά γιατροσόφια κατά των αφροδισίων, ίσαμε να συναντήσει επιτέλους την ευθεία γραμμή της Λεωφόρου Ρεφόρμας, αδιάφορης στα ταπεινά βίτσια, που συνωστίζονταν στις συνοικίες Ρόμα και Κουαουτέμοκ, με τις ετοιμόρροπες προσόψεις τους και τα επισφαλή τους θεμέλια. Από το γραφείο του, ο Ρόμπλες έβλεπε τις κακοφτιαγμένες στέγες και τα άχαρα δώματα. Αναλογιζόταν ένα άχρηστο ξύπνημα: γλιτσιασμένα ντεπόζιτα νερού, ραχιτικές γλάστρες. Του άρεσε του Ρόμπλες να σκύβει ατάραχος από το παράθυρο και ν’ απολαμβάνει το ανεμπόδιστο σουλάτσο των αργόσχολων, όλων των κλωστών της πόλης που διέσχιζαν ανέμελα τους ουρανοξύστες και προσπερνούσαν τον Φεδερίκο Ρόμπλες. Δυο κόσμοι, σύννεφα και κόπρος. Ένα τέλειο συγκοινωνούν δοχείο, απομονωμένο, ιδιωτικό, τον οδηγούσε από το σπίτι αποικιακού ρυθμού με κιγκλιδώματα, με την είσοδό του από πέτρινη μαρέγκα, στο αυτοκίνητο, από το αυτοκίνητο στο ασανσέρ από νίκελ και ατσάλι, από το ασανσέρ στη μεγάλη μπαλκονόπορτα και τις δερμάτινες πολυθρόνες, κι αρκούσε να πατήσει ένα κουμπί για να ολοκληρωθεί η ανάποδη διαδρομή. –Καλώς καμωμένο- έτριβε ο Ρόμπλες το πέτο του. Δεν είναι κι εύκολη υπόθεση να αποκοπείς από αυτόν τον κοσμάκη. Κοιτούσε τα ροζ του νύχια: είχανε σκάψει, με το σθένος τού πεπρωμένου χαραγμένου προκαταβολικά, χώμα στο Μιτσοακάν. Ξανακοιτούσε μακριά: ίσαμε τον καπνό του σταθμού της Μπουεναβίστα, και πιο πέρα κι απ’ τη γέφυρα, κατά τη Βίγια της Γουαδαλούπης.  Η Γκλάντις Γκαρσία, σταματημένη πάνω στη γέφυρα, κάπνιζε ένα τσιγάρο που βρόμαγε και το άφηνε να πέσει ύστερα πάνω σε μια παράγκα από λαμαρίνα και χαρτόνια. Κατά Μπαλμπουένα μεριά –η άλλη άκρη της σκόνης- ο Γκαμπριέλ έπαιζε κουτσό ενώ περίμενε τα φιλαράκια του –τον Μπέτο, τον Τούνο, τον Φίφο- για ν΄αρχίσει να γιορτάζει την επιστροφή του. Η Ρόσα Μοράλες αναζητούσε ένα φτηνό φέρετρο στους πεθαμενατζήδες της περιοχής, ενώ ο Χουάν περίμενε, με τα χείλη του λεκιασμένα από αίμα και κρασί, πάνω σ’ έναν πάγκο του Ερυθρού Σταυρού.

Το χέρι που γρονθοκοπούσε στην πόρτα απέσπασε τον Ροδρίγο από τον λήθαργό του. Γρυλλίζοντας, διαμαρτυρόμενος,  πέταξε τα βαριά σεντόνια και κατέβασε αργά-αργά τα πόδια του στο πάτωμα με τις σκλήθρες. Άφησε να πέσουν σαν μολύβι τα μάτια του στις παλάμες των χεριών του. Το σφυροκόπημα στην πόρτα δεν σταματούσε’ το συνόδευε μια φωνή απεχθής, βιαστική κι ακατάληπτη. Στο τέλος, συγκέντρωσε την απαραίτητη θέληση για να σηκωθεί και ν’ ανοίξει. Τα μάτια από κάρβουνο του Ίσκα Σιενφουέγος τον χαιρέτισαν μ’ εκείνο το σκοτεινό και χαρούμενο βλέμμα, αδιάφορο για την προσωπική κατάσταση του καθενός, που τόσο ερέθιζε τον Ροδρίγο. Ο Σιενφουέγος μπήκε, έβαλε το χέρι στη μύτη του κι έτρεξε ν’ ανοίξει τα πατζούρια που λιάζονταν πάνω από μιαν υγρή εσωτερική αυλή, ποτισμένη από τη μυρωδιά φαγητίλας.
-       Φυσικό αέριο;  -επιβεβαίωσε ρωτώντας ο Σιενφουέγος-. –Μα, δεν σου ανήκει. Ακόμα δεν το κατάλαβες; Δεν σου ανήκει-.  Σκάζοντας στα γέλια, ο Ίσκα πέταξε την απογευματινή εφημερίδα στο κεφάλι του Ροδρίγο. Εκείνος, αφέθηκε να πέσει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Ο Σιενφουέγος έμοιαζε να παίρνει στα χέρια του τον μικρόκοσμο της κρεβατοκάμαρας, να τον πλάθει, να επιστρέφει στον τοίχο τα χοντροκομμένα περιγράμματα, να τοποθετεί και πάλι τα πράγματα στη συνηθισμένη τους θέση, προσφέροντας χρυσάφι αντί για λιωμένο χαλκό. Θα σκότωνε το μεγάλο όνειρο, θα έλιωνε μ’ ένα δυνατό γέλιο το μέγα πλήθος που μαγεύει.
-       -Πες το, πες το –επέμεινε ο Σιενφουέγος, παίζοντας με μια καρέκλα. –Άφησε ελεύθερη τη ρητορεία σου. Αυτό δεν ήθελες; Έναν μάρτυρα; Μην σφίγγεσαι. Μίλα.
-       Μη μου ξαναφουσκώσεις το κεφάλι με τις διαβρωτικές σου ιδέες- μουρμούρισε ο Ροδρίγο, όσο, πάντα μπρούμυτα, κάρφωνε τα μάτια του στην εφημερίδα που είχε πετάξει ο Ίσκα, η οποία απορροφούσε λίγο-λίγο μια λιμνούλα από τις σταγόνες που έσταζε η οροφή: τρεις μαικήνες που κατέβαζαν τον περίδρομο σ’ ένα εστιατόριο, άρπαξαν ευλογιά, έγκλημα πάθους, μέγα σπέρμα μαύρου μελανιού: τρεις μαικήνες τυλίγουν ένα νεκρό ψάρι, η ευλογιά χρησιμεύει για καπέλο του Ναπολέοντα σ’ ένα παιδάκι υπό βροχήν ( Σκληρό, κέλυφος σκληρό και σωθικά ανθεκτικά. Χτες βράδυ, φιμωμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Και σήμερα εδωπέρα, παρ’ όλα αυτά, να φτιάνω τα νύχια μου και να κοιτάω τα πρόσωπα τριών χοντρών τραπεζιτών – όχι, μούντζωτα). Ο Ροδρίγο πήδηξε απ’ το κρεβάτι γελώντας: ένας από δαύτους, με πέρλα στη γραβάτα και ουίσκι-σόδα στο πρησμένο του χέρι, ήταν αυτός, ο Ρόμπλες.


Η Νόρμα άνοιξε τα μάτια της στον ήλιο κι επιθύμησε να της κάψουν οι αχτίνες του τις κόρες των ματιών. Ύστερα τα έκλεισε για να βιώσει τη φυγή μπλε σημείων και κίτρινων αναλαμπών που απλώνονταν σαν τα κύματα της λίμνης όταν ρίξει κανείς την πρώτη πέτρα. Ο ήλιος, όμως, συγκεντρωνόταν στα χείλη. Ο ήλιος τής έδινε ένα φιλί. Η Νόρμα θέλησε να θυμηθεί, να θυμηθεί τα φιλιά. Ξανάνοιξε τα μάτια της και όρθωσε απότομα το κορμί της. Είχε πάντα παρακαλέσει να την θυμούνται εκείνην και ποτέ δεν είχε επιθυμήσει να θυμάται εκείνη κάποιον. Ένιωθε τώρα, περισσότερο κι από τρόμο, ένα μικρό συναίσθημα μείωσης, περιφρόνησης, στη σκέψη ότι θα έπρεπε ν’ αρχίσει να θυμάται ενόσω οι άλλοι θα την ξεχνούσαν. Άνοιξε τα ρουθούνια για ν’ ανασάνει το άρωμα των σπάτων που ερχόταν απ’ τον κήπο. Ήταν ολόιδιο με  το άλλο, εκείνο του μικρού κήπου στο σπιτάκι όπου είχε γιορτάσει τα δεκαεφτά της χρόνια. Κάποιος άλλος εκτός από κείνην θα το θυμόταν; Κάποιος, αυτή τη στιγμή –όλες τις στιγμές- θα θυμόταν όλη τη ζωή της Νόρμας; Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το μπουκάλι με το λάδι, ενώ ο ήλιος, συμπυκνωμένος, αποσυντίθετο στο ίδιο το φως που του επέστρεφε το σώμα που γυάλιζε.

Ο Μανουέλ Σαμακόνα άνοιξε τα παράθυρα τού μικρού του διαμερίσματος στην οδό Γουαδαλκιβίρ κι έκλεισε τα μάτια του, βογκώντας. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια κι έκατσε, με κομμένη την ανάσα, σε μια καρέκλα από δέρμα. Θέλησε να ανασυνθέσει τις φράσεις της χτεσινής νύχτας, κι έβλεπε απλώς να χορεύει στη μνήμη του η εικόνα των αστιγματικών ματιών, του απαραβίαστου δέρματος των νέγρων, της μυρωδιάς του καπνού και του αρώματος από Μις Ντιόρ και αποσμητικό. «Παραδοξολογία, μεταφορά, εικόνα, σε τι κινδύνους δεν μας οδηγείτε!» μουρμούρισε κι έτρεξε στον καθρέφτη, που ήταν καδραρισμένος με ένα αστέρι από μέταλλο, για να παρατηρήσει πώς άναβαν τ’ αυτιά του από αίμα. Γύρισε στο γραφείο του χαμογελώντας. Πήρε χαρτί και μολύβι. Κοίταξε προς τη Λεωφόρο Ρεφόρμα, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει ένα νέο χρώμα, έναν αέρα καινούργιο, σ’ αυτό το γνώριμο σημείο. Βάλθηκε να γράφει «Μεξικό» με χαρά, «Μεξικό» με θυμό, «Μεξικό» μ’ ένα μίσος και μια συμπόνια που έβραζαν στο ηλιακό του πλέγμα και «Μεξικό» και πάλι ίσαμε να γεμίσει τη σελίδα και ν’ αρχίσει άλλη και να την τελειώσει κι έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι, στήλωσε τα μάτια του στον ήλιο, έσφιξε τις σελίδες και μ’ όλη του τη δύναμη τις πέταξε στο κέντρο του άστρου, με τη σιγουριά ότι θα ‘φταναν, ότι θα πυρπολούνταν στο εσωτερικό του, κι έπιασε, τότε, μια γλάστρα και την πέταξε επίσης κατά τον ήλιο. Ήθελε μια πέτρα, χίλιες πέτρες, κι άκουσε απλώς πώς έσκαγε η γλάστρα στο λιθόστρωτο κι είδε ότι ένα γεράνι κειτόταν λιώμα από τη ρόδα ενός αυτοκινήτου.
  Έκατσε στο γραφείο του. Θυμήθηκε ότι αυτό το πλατύ και μεγαλοπρεπές σημείο της Λεωφόρου Ρεφόρμας είχε χαραχτεί πάνω στο σχέδιο της Λεωφόρου Λουίζ, των Βρυξελλών, μετά από υπόδειξη της αυτοκράτειρας Καρλότας. Και είδε το φευγαλέο πέρασμα μιας οικογένειας ιθαγενών, να κυματίζει, με το κεφάλι χαμηλωμένο. Άκουσε το παράταιρο κλάμα ενός μικρού κοριτσιού, μύρισε τρυφερούς σπόρους καλαμποκιού πασπαλισμένους με σκόνη πιπεριάς, χίκαμας 33 (πολύ ζουμεροί βολβοί, λευκοί εσωτερικά, μπαίνουν στις σαλάτες) με λεμόνι: ό, τι έμπαινε από το ανοιχτό του παράθυρο. Στο ύψος των ματιών του, μια πολυκατοικία δεκαπέντε ορόφων που στηριζόταν σε πυλωτή από μπετόν, αέρινη μες στην ελαφρά της πολυχρωμία από γυαλί και ζωγραφισμένους τοίχους. Αντίθεση; Όχι. Ο Σαμακόνα έπιασε το μολύβι.
«Εκκεντρικότητα παρά αντίθεση. Αυτή μπορεί να είναι η λέξη μας: εκκεντρικότητα.  Να μην αισθανόμαστε μέρος κανενός γραναζιού λογικής, επιδεκτικοί στην τροφοδότησή της και να της επιτρέπουμε να μας τρέφει. Εσωτερική μοναστηριακή αυλή, με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο. Να μη νιώθουμε πως τα έργα μας, το πνεύμα μας εισχωρούν σε μια λογική ευταξία, κατανοητή για τους υπόλοιπους και για μας. Η Ισπανία, ναι, εκκεντρική, αλλά εκκεντρική στους κόλπους της Ευρώπης. Η εκκεντρικότητά της είναι η νοσταλγία του να μην έχει συμμετάσχει σε όλα όσα, δικαιωματικά, της αναλογούσαν: στην περιπέτεια του σύγχρονου ανθρώπου. Εκεί και η υφή της σύγχρονης εποχής. Τι ματαίωσε την πραγματοποίησή της;  Τι έκλεισε τους δρόμους της ευρωπαϊκής συμμετοχής σ’ ένα έθνος που ζει σήμερα αποκλεισμένο από όλες τις εκφάνσεις της διανόησης;  Αυτός είναι ο πόνος, η νοσταλγία, η εκκεντρικότητα της Ισπανίας. Και η Ρωσία είναι η εκκεντρικότητα έναντι της Ευρώπης, η επιβεβαίωση μιας ρωσικής υπεροχής η οποία εδράζεται στο διατεινόμενο του διαφορετικού έναντι της Ευρώπης. Αυτό, όμως το γεγονός την καθιστά εκκεντρική’ με το να διατείνεται πως είναι ιδιάζουσα περίπτωση στη διαδικασία απόρριψής της Ευρώπης, η Ρωσία παύει να είναι καθ’ ολοκληρίαν ιδιάζουσα, οφείλει να αποδεχθεί την ευρωπαϊκή πρόκληση και να τεθεί σε τροχιά που θα την οδηγήσει στο ίδιο επίπεδο με την Ευρώπη. Τροχιά σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Μόνο το Μεξικό είναι ο ριζικά ξένος προς την Ευρώπη κόσμος που οφείλει ν’ αποδεχθεί τη μοίρα τής καθ’ ολοκληρίαν διείσδυσης τής Ευρώπης και να ιστορεί λόγια και τρόπους ζωής και πίστης ευρωπαϊκά, αν και ο πυρήνας της δικής του ζωής και πίστης είναι άλλου, διαφορετικού είδους. Περισσότερο από το θάνατο –που έχει γίνει φυσικός, αποδεκτός-δολοφονία, κτηνώδες βασανιστήριο, ακρωτηριασμός των μορφών που αναλογούσαν στην ουσία του πυρήνα. Έκτοτε, όλα έχουν γίνει περιορισμένη, τυφλή, περιθωριακή αναζήτηση του σημείου συνάντησης ανάμεσα σ’ αυτό που είμαστε όντως πραγματικά και στους τρόπους που πρέπει να εκφράσουν μιάν ουσία βουβή, εκ γενέσεως».
         Παρατήρησε την αντανάκλασή του στο παράθυρο. Το προφίλ με τις λεπτές γραμμές, η λεπτή κι επιθετική του μύτη, τα σχεδόν ίσια χείλη του΄ η περιθωριακή σιλουέτα αποτυπωμένη πάνω στο πρόσωπό του με τα χοντρά κόκκαλα και το παχύ και σκουρόχρωμο δέρμα.
«Να μην ξέρει κανείς ποια είναι η προέλευση. Η προέλευση του αίματος. Υπάρχει, όμως, πρωτότυπο αίμα; Όχι, κάθε αμιγές στοιχείο πληρούται και καταναλίσκεται αφ’ εαυτού, δεν κατορθώνει να ριζώσει. Το πρωτότυπο είναι το συμμιγές, το μικτό. Όπως εμείς, όπως εγώ, όπως το Μεξικό. Δηλαδή: το πρωτότυπο προϋποθέτει ένα ανακάτεμα, μία δημιουργία, όχι μια καθαρότητα που προηγείται της εμπειρίας μας. Περισσότερο από το να γεννιόμαστε πρωτότυποι, καταλήγουμε να είμαστε πρωτότυποι: η καταγωγή είναι δημιουργία. Το Μεξικό θα πρέπει να φθάσει την πρωτοτυπία του ατενίζοντας προς τα μπρος’  δεν θα την βρει προς τα πίσω. Ο Σιενφουέγος σκέπτεται πως με την επιστροφή, με το να αφεθούμε να πέσουμε ως τον πάτο, θα διασφαλίσουμε αυτή τη συνάντηση, αυτή την αποκάλυψη του τι είμαστε. Όχι, πρέπει να δημιουργήσουμε μία προέλευση και μια πρωτοτυπία. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν γνωρίζω ποια είναι η προέλευση του δικού μου αίματος’ δεν γνωρίζω τον πατέρα μου, μόνο τη μητέρα μου. Οι Μεξικανοί ποτέ δεν ξέρουν ποιος είναι ο πατέρας τους΄ θέλουν να γνωρίσουν τη μητέρα τους, να την προστατέψουν, να την σώσουν. Ο πατέρας κείται σ’ ένα παρελθόν ομιχλώδες, αντικείμενο χλευασμού, βιαστής της ίδιας μας της μάνας. Ο πατέρας κατανάλωσε εκείνο που εμείς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταναλώσουμε: την κατάκτηση της μητέρας. Είναι ο αληθινός φαλλοκράτης, και λυπούμαστε γιαυτό.
         Ξαναχάλασε την αντανακλώμενη εικόνα. Ναι, εκεί, στο ίδιο του το πρόσωπο, ήταν η μάνα του ακέραιη: κρεολή, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου προσεκτικά ζυμωμένα με την προβλεπόμενη διασταύρωση. Κι από πίσω, στον πυρήνα, η ασχημάτιστη ουσία, μελαχρινή, σκούρα, ιθαγενής, του πατέρα του.
         «Η σκουρόχρωμη σάρκα στο βάθος, να δημιουργείται αφ’ εαυτής, χωρίς επαφές. Πότε θα την ανασύρουμε στο φως; Πότε θα της δώσουμε ένα όνομα; Ένα ον πέρα απ’ την ανωνυμία».
         Σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Διέτρεξε με το βλέμμα την κάμαρά του: δερμάτινες καρέκλες, εταζέρες σε αταξία, ράφια φορτωμένα με αντίγραφα αυτόχθονης τέχνης (…)-

©ΑΡ


καλή επιτυχία στους συναδέλφους που ανέλαβαν το μεταφραστικό εγχείρημα (είμαστε λίγοι στο κουρμπέτι και όλοι-ες οι συνάδελφοι, εκλεκτοί)

ίσως εδώ να χωρεί η εκτενής ρήση του Ισπανού Θερνούδα:



Luis Cernuda (1902-1963, ανήκε στην περίφημη γενιά του 1927 της Ισπανίας)


DEJADME  SOLO


Una verdad  es color ceniza

Otra verdad es color de planeta

Mas todas las verdades, desde el suelo hasta el suelo

No valen la verdad sin color de verdades,

La verdad ignorante de como el hombre suele encarnarse

en la nieve.

En cuanto a la mentira, basta decirle "quiero"

Para que brote entre las piedras

Su flor, que en vez de hojas luce besos,

Espinas en lugar de espinas,

La verdad, la mentira,

Como labios azules,

Una dice, otra dice;

Pero nunca pronuncia verdades o mentiras su secreto

torciido;

Verdades o mentiras que emigran cuando los ojos mueran.



ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΗΣΥΧΟ

Μια αλήθεια, χρώμα της στάχτης

Άλλη αλήθεια, το χρώμα του πλανήτη

Μα όλες οι αλήθειες, από γης ως γης

Δεν  αξίζουν την αλήθεια δίχως το χρώμα της αλήθειας,

Την αλήθεια της άγνοιας τού πώς ο άνθρωπος

σαρκώνεται στο χιόνι.

Όσο για το ψέμα, αρκεί να του πεις «αγαπάω»

Για να φυτρώσει ανάμεσα στις πέτρες

το λουλούδι του, που αντί για φύλλα λάμπει φιλιά,

Αγκάθια αντί γι’ αγκάθια,


Η αλήθεια, το ψέμα,

σαν χείλη μπλαβιά,

λέει η μία, λέει τ’ άλλο’

μα ποτέ δεν προδίνουν αλήθειες ή ψέματα το κρυφό μυστικό τους.

Αλήθειες ή ψέματα που αποδημούν σαν τα μάτια πεθαίνουν.

©ΑΡ













           




















Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...