χτυπάνε τα ναρκοπέδια
ένα προς ένα
τροχιοδρομούνε
σε τοίχους παλιούς
βαράνε οι σφαίρες
με άσφαιρα
\ποιοι κάλυκες;/
σε ζόρικες
αισθήσεις του νου.
Ασπρίσαν οι αρθρώσεις
Για πες,
οι κουρούνες
πάντα μαύρες δεν ήσαν;
Ε, γι’ αυτό
το γαλάζιο τ’ ουρανού
μούλιασε στα γκρι-
Στριμώγματα
Στριμώχτηκαν
πάλι οι
λέξεις
στις
ιδέες
της
εποχής:
«χρόνος
αδιαμεσολάβητος»
«άχρονη
αντίδραση».
Γιαυτό
τσουγκρίζουνε
τα μούτρα
μας
με το έβγα
του καιρού
\ αντικαθρεπτισμοί
στον
απέναντι τοίχο-
άσπρο, αν
θυμάστε/
του
ζώντος χρόνου
αχρόνιστα/
βαρέθηκε
ν’ ακούει
τα ρολόγια
μέσα
μεριά
έξω
μεριά\.
Ξωμάχοι,
σας λέω,
ξωμάχοι
πια.
Φυσάει κι
αεράκι δροσερά.
©AR