Σφάζοντας χασάπικα, δίκοπα και πάει γράφοντας....
Ένα χασάπικο στο Λεωνίδιο
Πλησιάζοντας τη φωτιά
ρίζες τσουρουφλίζουν
νεύρα χαίνοντα
μια ανάσα καπνός
κι ένα στρώμα φλεγόμενο
σε πρόσωπο διάφεγγο
σφιχτός ο λαιμοδέτης
απόσταση μηδέν
από το ρήμα έχω,
από το ρήμα χάνω
από το ρήμα
ποιο?
αντωνυμίες στα τσιγκέλια
κι ένα χασάπικο στο Λεωνίδιο
κέρναγε σάρκα
με ίχνος αιμάτινο
τα χνάρια περπατάνε σε ρυθμό
ελληνικό,
χασάπικο τον λένε-
οι ρανίδες μονοπάτι ακαταχώριστο
-τα Πούλιθρα ποτέ
δεν θα τα βρούμε
ο οδοιπόρος κατέρρευσε
μεσοστρατίς-
/είχε μία κακή συνήθεια,
βιαζότανε για θάλασσα-
Μάρτης του 2015