BUDAPEST
Βουδαπέστη, δεν
καταλαβαίνω τις γέφυρες, τις σκέφτομαι
–απλώς- Τρίστρατο στον Αη Στέφανο με το ωραιότερο ζαχαροπλαστείο στον
κόσμο\σκέφτηκα τις καραμέλες σου και τον Αη Νικόλα στην Πράγα όπου γέλαγες
τρώγοντάς τες-βέβηλοι παγανισμοί \δεν αγγίζουμε το πρόσωπο μέσα σε εκκλησία, δήλωσες
στιφά/ βήματα στροβιλιστικά στους Ψαράδες, τόσο μπαρόκ/υπερφαλάγγιση-κλακ.
- δρόμος μακρύς-μακρύς στο ποτάμι, ανυπαρξία ανάσας-κτήρια και διάθεση- λυκόφως/σερνόμαστε\
χλιαρός καιρός, ατμόσφαιρα βαριά, υγρασία στα μάτια και το δέρμα/ καφενείο, \το παιδί
γκρινιάζει-νυστάζει-οχλεί \κακάο με κονιάκ, φυλλάδα στα Ουγγρικά,
αποδελτίωση-εύκολη, τα διαβάζω- κουβέντα με το γκαρσόνι, μαύρα’ ποδιά, μαλλιά,
μάτια και παντελόνι, άσπρα’ πουκάμισο, πρόσωπο και χέρια, δόντια'
ξαφνικά παγωνιά -πουκάμισο καρώ καουμπόικο, κασκόλ κόκκινο, όλα μαύρα και
κόκκινα,/μάτια μέσα/ άσπρα zero/- φάκελος ροζ-μωβ με
αποστολέα γνωστό κι επαναπροώθηση εξασφαλισμένη λόγω απόρριψης, πέταγμα από τον
8ο όροφο, παρατηρώ εναργώς την υπερπτήση, στροβίλισμα, σκάει στο πλακόστρωτο
της Andràssy, σκέφτηκα; τα λουτρά του Gellért και τους ηδονισμούς.
μικρός θάνατος, η γέφυρα, διασχίζω προς την
Πέστη, πέφτω, τέλος.