-κάθε 29 τ’ Απρίλη,
κλαρίνο (τώρα που μπορώ, ούτε καν εκτός πόρτας, όχι, καμία superstition) Μεγάλη Πέμπτη, για λίγο,
κάποιες δουλίτσες του τετέλεσται, το
μπλουζάκι άσπρο με γαλάζιες ρίγες, παντελόνι μπλε σκούρο, το κινητό απλό, 7.40
το πρωΐ κατέγραψε η Τροχαία, βζζζζζζουπ, ανάποδα στην άσφαλτο, βζζζζζζουπ,
ανάσκελα στον θάνατο, λιποθύμησα, δημόσιο νοσοκομείο για πρώτη φορά, δύο τηλεφωνήματα, ένα στη δουλειά, ένα σ’
εκεί, αλαφιασμένα, προχθές είπα να πάμε
πάλι στον Επιτάφιο εκεί, δεν ήθελες, κάτι δουλίτσες θα τελείωναν κι ύστερα, Τελ
Αβίβ-
Μες στον πόνο και το νεύρο κατέβηκαν πολλά τα καντήλια, γύρω
στις 9 μμ (οι φίλοι είχαν κάνει το θαύμα τους) ήρθαν οι ορθοπεδικοί, γύψος από
πάνω μέχρι κάτω, ανάσα καμιά-τράβα να δεις πώς θα κάνεις τσιγάρο δηλαδή, η νυχτερινή
με καταλάβαινε, φέρνοντας τασάκι νερού,
όλοι ήσαν εκεί, η Όλγα με τάιζε σούπα Πασχαλιάτικο, 6 μήνες ακούνητα, το
κεφάλι καλά, τώρα, λένε πως πρέπει να το ξαναδούν, δεν έχω χρόνο, δεν
περισσεύει χρόνος, δεν είχα ποτέ χρόνο, τώρα που χρόνος άπλετος, δεν θέλω εγώ-
Η απόσταση από το
ποίημα:
μία τρύπα
μία τρύπα
κι ένα δίκοπο