14/1/19

την θεωρούσα πάντοτε "τρελλή κι αδέσποτη" την θεία Βιβή, είχε έναν τόνο φωνής επιτακτικό, τον κληρονόμησε στην μονοθυγατέρα της Έφη, το μέταλλο ήταν ωραίο. Είχαν όλοι, εκτός από την θεία Άννα, και τον πρωτότοκο, Λεωνίδα, τον μόνο που τελείωσε επιτέλους μία Νομική- καταγάλανα μάτια, όλο το Κατσαϊταίικο, το πιο σκούρο γαλάζιο ήταν της Βιβής, βλέμμα περιπαικτικό κι απίστευτο χιούμορ, πρώτης γραμμής. Από παιδί, την θεωρούσα πολύ μπροστά από την εποχή της, είχε μιαν ανεμελιά και μια σοφία παράλληλα. Είχε παντρευτεί τον Οδυσσέα Συκιώτη, έναν καταμελάχρινο καλλονό, την καλλονή κληρονόμησε στην μονοθυγατέρα τους, επιχειρηματία, ήταν "ο κύριος τσίκλες Άνταμς", τότε τους ελέγαν αλλιώς, Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος, είχε κάνει στην Αμέρικα, παρ' ότι αριστερός, βλ, στο λινκ του Μακουλιού, συλλέκτη γραμματοσήμων και σπαθιών. {ήταν μία φωτό μπρος στο τζαμωτό μας, καλοκαίρι καιρός, σύσσωμη η οικογένεια Κατσαϊτη, μπρος-μπρος του λόγου μου, το μικρό,κατάξανθο, γύρω στα δύο και, με το ένα χέρι την κούκλα Λίλη και στο άλλο ένα πακετάκι τσίκλες Άνταμς, ο θείος Οδυσσέας γονατισμένος δίπλα, κρατούσε το μόνο χέρι της πολύπαθης Λίλης, χάσαμε την φωτογραφία, στοπ, σνιφ...ακόμα την αναζητώ στο Θιάκι...} Ήταν μία γενιά που στις γυναίκες αρνιούνταν την πανεπιστημιακή μόρφωση, έτσι, η θεία Βιβή έγινε αισθητικός, πρωτοπόρα και σ' αυτό, ταξίδευε κι έφερνε τα πιο σύγχρονα μηχανήματα, είχε ένα, πολύπλοκο, το είχε φέρει από την Ρωσία, για χρόνια είχαν ένα ινστιτούτο καλλονής στην Σόλωνος 45 μαζί με την μητέρα της Δήμητρας Γαλάνη. από τότε οι γνωριμιές κι οι αγκαλιές. Αργότερα, επί Πατησίων και Κεφαλληνίας. Το σπίτι τους ήταν πάντα (από όσο εγώ θυμάμαι) στην αρχή της Δροσοπούλου, ένα πελώριο διαμέρισμα με διακόσμηση κλασσική, πίνακες αξίας και τα σπαθιά του Οδυσσέα. Τις προάλλες, που πήγαμε τον αδερφό κάπου εκεί, του έλεγα, "θυμάσαι?"-θυμάται. Είναι μία φωτογραφία από τον γάμο της θείας Ζωρζέττας, αδερφής της μάνας μας με τον Ντίνο Κατσαϊτη, αδερφό της θείας Βιβής, ο Γιώργος κρατάει μία πελώρια λαμπάδα και αργότερα έλεγε πως την είχε "σκάψει" με τα νύχια του, βλέποντας την ξαδέρφη Έφη. Αυτοί οι δυό υπήρξαν συμφοιτητές, φίλοι κι ο αδερφός μονίμως ερωτευμένος με την ξαδέρφη, ως σήμερα να πω, όταν του είπα πως θα έρθει να τον ιδεί η Έφη, του άστραψε ο καλός οφθαλμός...η Έφη δουλεύει" ακόμη το γραφείο του πατέρα μας, συμβολαιογραφείο, με το δικό του αρχείο-
Η συγκυρία δεν είναι ποτέ θηριώδης, συμπίπτει, απλώς. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, μείναμε στην οδό Κωλέττη, δίπλα ακριβώς ήταν ένα μικρό κομψό νεοκλασσικό οίκημα. Εκεί είχε μείνει η οικογένεια Κατσαΐτη ως την δεκαετία του '50, σώζεται ως σήμερα, ήταν μακαρονάδικο κάποτε, πηγαίναμε. Δεν μπορώ να το θυμάμαι, γεννήθηκα το 1954, ο Ντίνος κι η Ζωρζέττα παντρευτήκαν το 1956 -είμασταν στον γάμο τους πρέπει να είμουν 2 χρονώ και κάτι- κι ο Μακουλιός γεννήθηκε το 1957, θυμάμαι αμυδρά το ρετιρέ τους στην οδό Κερκύρας στην Κυψέλη, δύο τετράγωνα από της γιαγιάς μας Μαργκαρέτε ή Γιακαλούς,θυμάμαι πεντακάθαρα το σπίτι  του παππού Κατσαΐτη στην Δροσοπούλου-νομίζω λίγο μετά την Φωκίωνος Νέγρη,ένα μεγάλο νεοκλασσικό, με σκαλιά, το γραφείο του μπαρμπα Γεράσιμου γεμάτο εικόνες, παλιές, πολλές από το Άγιο Όρος, κάποιες φιλοτεχνημένες τη εντολή και πληρωμή του, και την γιαγιά Αλεξάνδρα, νομίζω κοντούλα-μπορεί να λαθεύω- με γυαλιά και κότσο. -μου φαινόταν πάντοτε γραία αλλά ήταν ένας γλυκύτατος κι ευγενέστατος άνθρωπος με την παλιά Κεφαλλονίτικη αρχοντιά. Ο Γεράσιμος Κατσαϊτης ήταν Αρεοπαγίτης, δεν θυμάμαι αν υπήρξε πρόεδρος του Αρείου Πάγου, -δεν είμαι σίγουρη, νομίζω ναι- τα παιδιά τους ήταν ο Λεωνίδας, η Άννα, ο Ντίνος, η Βιβή κι ο Νιόνιος (Διονύσης), μόνο η Άννα ζει σήμερα. Το όνομα της γιαγιάς Αλεξάνδρας πήρε η πρωτοθυγατέρα του θείου Νιόνιου, σήμερα Συμ/φος Αθηνών, ομοίως. Κατάρα, εκτός από την Άννα, όλα τα παιδιά εμφορούνταν από αριστερές πεποιθήσεις, τις πληρώσαν κανονικότατα και τα τρία αγόρια, ο Λεωνίδας ιδιαιτέρως, πέρασε αξέχαστα στην Μακρόνησο- Ο Ντίνος, που είχε γραφτεί στην Νομική αλλά ποτέ δεν την τελείωσε, είχε πάθος με την θάλασσα, από έφεδρος στο Ναυτικό,μετά στο ΕΛΑΝ, έκανε συνολικά κοντά 15 χρόνια στα νερά. Πέθανε επαγγελματίας ψαράς στο Πορτοχέλι το 2001, μας άφησε δύο μηχανές, όλο λέω να τις κάνουμε κάτι, θα δούμε...Ο Λεωνίδας κι ο Ντίνος, μαζί με τον Νιόνιο, πήγαν στο τότε Βελγικό Κονγκό, στήσαν μια σειρά από "γερμανικούς" φούρνους, μέναν λίγο έξω από την πρωτεύουσα, στο Limeté,περάσαμε κι  εμείς από κει, αυτά τα αναφέρει ο αδερφός στο τελευταίο του μεγάλο βιβλίο, Kongο-Cha-Cha--οικογενειακές ιστορίες σημειώνουμε-stop-...


από αριστερά με το άσπρο ταγιέρ, η Βιβή, πάνω της με τα γυαλιά πεταλούδα η πάντα κομψή Άννα, η μόνη που απομένει,συμφωνήσαμε με τον Μάκη και την Έφη πως τον επόμενο Φλεβάρη θα συμπληρώσει τα 101, θα είμαστε εκεί κι οι τρεις,  κάτω αριστερά με ύφος "δεν θέλω να με παίζετε" ο Μακουλιός, δίπλα του δεξιά η μάνα του Ζωρζέττα, σαν θεούσα, αυτή η πάντα υπέρκομψη, του λόγου μου πάνω στο κράσπεδο με γυαλάκια, μετά την Άννα η Δέσποινα, η Κλυτώ, το κεφάλι του Ντίνου, το κεφάλι του αδερφού, εκδρομή στο Κεφαλάρι του Άργους, δεκαετία του '60.

το κείμενο του Μακουλιού:

https://sikam.wordpress.com/2019/01/14/%CE%B5%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%BB%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%AE-%CF%83%CF%85%CE%BA%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83/

*είναι και μία αστεία ιστορία, της άγνοιας και της αφέλειας της νιότης: πήγαινα στο Παρίσι, λίγο μετά τα 18 ήμουν, μου ανέθεσε λοιπόν ο θείος Οδυσσέας να του φέρω καταλόγους με γραμματόσημα, μου έδωσε το ισόποσο σε γαλλικά φράγκα και τις διευθύνσεις, το χαζό κατάλαβε να του φέρω γραμματόσημα, γύρισα λοιπόν με κάτι φακέλλους από σπάνια γραμματόσημα, κεφαλές του Ερμή τα περισσότερα, από τα σπανιότερα, τα γνώριζα διότι η μάνα κι ο αδερφός περνούσαν ώρες να αγοράζουν και να τις τακτοποιούν σε άλμπουμ τις κεφαλές αυτές, θυμάμαι πως καθόμουν "ντούρα" στον φαρδύ καναπέ με ένα παλτό που αρνήθηκα να βγάλω, καρώ σε πράσινα και κόκκινα, ισιωμένα τα ατίθασα μαλλιά και, για πρώτη φορά με κάτι ματάκια τόσα δα, μόλις είχα αποφασίσει να πετάξω τα γυαλιά. Ο Οδυσσέας στενοχωρήθηκε μεν αλλά κατάλαβε την αμηχανία του παιδιού, ήθελα να ανοίξει το πάτωμα να με καταπιεί. Από τότε, κάθε φορά που έβλεπα τον θείο Οδυσσέα, δεν τολμούσα να τον κοιτάξω στα ωραία του κατάμαυρα μάτια, πάντα το καταλάβαινε και με έπιανε από το χέρι.άσχετο, υπήρξε μυθική η συλλογή του γραμματοσήμων, την δική μας έχω εγχειρήσει στον αδερφό, αγνοείται η τύχη τους*

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...