22/11/18

Ε.Α.Λ.


σπάνια βάζω κάτι από κείνα που με τιμούν  τα μάλα να μου βάζουν, όμως, ποτέ δεν έκρυψα τις συμπάθειές μου και η Ευτυχούλα δεν είναι απλώς συμπάθεια, είναι αγάπη σαν άνθρωπος και θαυμασμός σαν ποιήτρια. Ομολογώ -το έχω πει και στην δημιουργό- πως στέκομαι αμφίθυμη ακόμη στην καθ' όλα ανάγνωση της τελευταίας της συλλογής, στην ματιά μου: θαύματα κατάσαρκα φορεμένα, παιδεμένα, αλλά, εν τέλει, ουδέποτε βιωμένα, άρα,  "Αφόρετα θαύματα", εκδ. Κέδρος, 2017, εδώ κι έναν χρόνο, προσπαθώντας ακόμη, δεν ξέρω αν θα το κατορθώσω εν τέλει, να αποκρυπτογραφήσω τους κώδικες πίσω από τους οποίους προσπαθεί να αποκρυβεί το σε κανέναν καθρέφτη πρόσωπο της ποιήτριας,κάνοντας ευχερή χρήση τόσων εύκολων τε δυσχερών προσωπείων εν είδει βενετσιάνικης μασκαράτας. Νιώθει ο αναγνώστης, τότε, την ανάγκη να αναζητήσει τόσες όσες μάσκες αιώνων που επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αποκρύβουν όχι προσωπεία, όχι "περσόνες", αλλά ζωές ζέουσες εν εξελίξει. Μου ζήτησε ένα κειμενάκι-αποτίμηση. Μου περιποιεί τιμάς η συμπερίληψη με ένα κείμενο τω όντι λίγο άναρχο -ηθελημένα, φυσικά- εν μέσω τόσον εκλεκτών "συναδέλφων"-αν επί βολική συνθήκη δεχθούμε πως λογοτεχνίζω και του λόγου μου-. Το έγραψα και το πιστεύω πως είναι ενδεχομένως η καλλίτερη της γενιάς της, από μεριάς γυναικών, μαζί με την Χλόη Κουτσουμπέλη, κομίζοντας νεωτερισμούς που, με αναστοχασμό στην πολύπαθη και πάντα αμφισβητούμενη γενιά του '30, ανανεώνουν την ποιητική του σήμερα, όλως ιδιαιτέρως, στην Σαλονίκη του τώρα, αν δεχθούμε πως το χθες της είναι η Ζωή Καρέλλη και η Μελίτα Τόκα...


ΤΟ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ένα -αθέλητο, ίσως και ηθελημένο- teatrale στο «στήσιμο» όχι μόνο των συλλογών αλλά και στην θεατρικότητα της εκφοράς του λόγου που θυμίζει λίγο από την μακρινή Συνοδινού στην Άλκηστη, στην Επίδαυρο, την χρονιά όπου η ποιήτρια εγεννήθη, συμβοηθός η όμορφη εξωτερική φιγούρα. Μόνο που όσα εκστομίζει έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα μιλεί. Τότε το «μέσα» που εκρήγνυται γίνεται χειροβομβίδα που εκτοξεύει μία αγγελική μεν μορφή αλλά δαιμονία στην γραφή. Διότι, τούτη δω η -απατηλά αγγελική θωριά- λες και κάθεται με μία κάσκα παραλλαγής μπρος σε πυροβόλο μακράς πνοής και βεληνεκούς που στοχεύει όχι το θυμικό, όχι κείνο που άλλοι ονοματίσαν «καρδιά», ψυχή, δηλαδή, πλην, στο έννοον του μόνου για τον καθένα μας νου.

Δύο πράγματα είναι απολύτως διαπιστωμένα στα γραφτά της Ε.Α. Λουκίδου, είτε ως εξαιρετικής δοκιμιογράφου-αναλύτριας, καλλίτερα, ποιητών παρελθόντων και ορισμένων εν ζωή- είτε ως αμιγώς δημιουργού-ποιήτριας: πως «αντέχει» στις μεγάλες κατασκευές, δηλαδή πως οι ποιητικές της κατασκευές λαμβάνουν μάκρος, κι όμως αυτό το μάκρος διαθέτει ένταση, πνοή, αξιοθαύμαστη συνοχή και συνήθως εντυπωσιακό επιμύθιο και, πάλι πως, όσο κι αν θέλει να «κρυφτεί», η ποίησή της είναι κοινωνική, ήγουν πολιτική, ήγουν με διάθεση εξωστρέφειας. Όσο κι αν η Ε.Α. Λ. επιδιώκει, επιζητεί, ίσως, να αποκρυβεί και να εμφανισθεί εκ νέου σαν «καραβάκι στο Αιγαίο, δεν με κρύβετε, καλέ», η ποιητική της έρχεται «faccia fora» με όσα κείνη κρίνει πάντοτε με μάτι μικροσκοπίου, διαλυτικό, μακρόσυρτο, σαν τραγούδια της Κωνσταντινούπολης από όπου η Ε.Α.Λ έλκει καταγωγή, μάτι όμως ως ωόν, ένα και μοναδικό, για τούτο απολύτως αυθεντικό.
Μία παρατήρηση που αξίζει περαιτέρω σημείωση είναι η χρήση της Ελληνικής: η Ε.Α.Λ. είναι και το συνδηλώνει, φιλόλογος. Η Ελληνική Γλώσσα έχει υποφέρει οικτρά από απαίδευτους φιλολόγους, τούτη, εντούτοις, η φιλόλογος, όχι μόνον δεν φιλολογεί φλυαρώντας, με δήθεν σπάνιες λέξεις, λεξικολαγνίζοντας ως πολλοί λογοτεχνίζοντες όμοιοί της, πλην, μετρά όλους τους Δημητράκους κι όλους τους Βοσταντζόγλου που μας φωνάζουν στην πλάτη της καρέκλας, εκεί αντιγράφει, ξέρει –πόσο δύσκολο το ρήμα στην καθομιλούμενη Ελληνική, ξέρω =αφού έχω γνωρίσει, διαθέτω πια γνώση, σε μία από τις δυσκολότερες γλώσσες εξ υπαρχής. Τούτη δω, η κυρία Ε.Α.Λ. δείχνει να έχει θητεύσει σε αυτό το μέγα ζητούμενο. Τους έχει ενστερνισθεί δηλαδή.  Να λοιπόν πώς μπορεί κανείς να γράφει χωρίς να ανατρέξει σε κανέναν μπαμπά-λεξικό. Όταν διαθέτει στιβαρή σκευή. Κάθεται τότε και συνθέτει μικρές ή μεγαλύτερες κατά-σκευές.
Να παραθέσει κανείς στίχους ή συστοιχίες; -μάλλον περιττόν- τούτο θα σήμαινε προσωπική ανάγνωση. Θα παρατεθούν ολίγα στην συνέχεια, εντούτοις… Η Ε.Α.Λ. δεν χρήζει προσωπικών αναλύσεων-αναγνώσεων -έχει ήδη βηματοδοτήσει με τον καταδικό της πόδα την όλως θύμην εν τω και θέματι της βηματησιά στα μονοπάτια της σήμερον ποιητικής αφής. Τουτέστιν, να εγγραφεί κανείς στα λογοτεχνικά πράγματα της εποχής του, με πέντε προβεβλημένες «ατάκες» φαίνεται εύκολο. Θα πραγματωθεί και αυτό για του λόγου το αληθές… Να καταδηλώσει, όμως, δική του-καταδική του-περπατησιά εύκολο δεν είναι. H γραφή της Ε.Α.Λ καταφάσκει, στην ανάλυση, στην μεγάλη κατασκευή, γιατί άραγε η μεγάλη κατασκευή; Μα, διότι στήνει πάντα θεατρική σκηνή, πάει να πει, έχει απόλυτην ανάγκη την μεγάλη εν ποιήματι κατασκευή. Στήνει με αρματωσιά γερή μιαν ιστορία την κάθε φορά, μακροσκελή, κι όμως-πάντα συνεκτική-ακόμη κι όταν προσπαθεί να διαγράψει έναν εσωστρεφή εαυτό, τούτος την προδίδει οικτρά, την πιάνει από το καλοκαμωμένο της αυτί –πρόκειται για μιαν εύμορφη -εξωτερικώς πως φιγούρα- και της «στήνει» μιαν Καραγκιόζικη σκαμπρόζικη ιστορία: γράφει την δική της και η ανάγνωση την αποπέμπει: στην δεκαετία του ’30, στην δεκαετία του ’70. Αναγνώστες με διάθλαση στο μάτι: όσο κι αν πρόκειται για πρόσωπο φωτεινό, όσο κι αν πρόκειται για γραφή που θα ήθελε πολύ να αντανακλά μια θάλασσα, η γραφή της Ε.Α.Λ. σκοτεινιάζει το βλέμμα και πάει να συναντήσει το μαύρο με όλα τα χρώματα εμφανή του Αντώνη Φωστιέρη. Το δικό μας μάτι, έστω και θολώς πως, δεν μπορεί παρά να διαγνώσει παραλληλίες στην γραφή. Η σκηνή που στήνει συνήθως η Ε.Α.Λ. είναι ακροβάτη, σε μια κλωστή οριζόντια, θυμίζοντας εν πολλοίς τον Ιωάννη Ζενέ στον ακροβάτη του.
Τότε, κοιτάζοντας ενδελεχώς τα γραφτά της Ε.Α.Λ. από την πρώτη της συλλογή, μικρό ακόμη παιδί, διαπιστώνει ίσως κανείς πως εντοπιώνεται τον Εμπειρίκο και πολύ από τον Εγγονόπουλο, αρκετόν από τον Σεφέρη και κάτι ελάχιστα από τον Ελύτη και τον Ρίτσο (όλως ιδιαιτέρως στα ολιγόστιχα «Χάρτινά» του»).  Όπως κι αν έχει, η Ε.Α.Λ. έχει ήδη κλίνει το γόνυ στον εξέχοντα της γενιάς του Ορέστη Αλεξάκη, στο σύνολο της ποιητικής του, ιδίως, σε στάση ζωής που μάλλον ενστερνίζεται ολοθύμως, ουδόλως τυχαίο πως του έχει αφιερώσει 3 δοκίμια. Υπεισέρχεται εδώ η δοκιμιογράφος Ε.Α.Λ -κάνοντας χρήση της «κλασικής» εργαλειοθήκης από το αφιέρωμα της Οδού Πανός στην λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, στην υπερ-προσωπική της ματιά στην γραφή του Αλεξάκη, όπου επιδιώκει και επιτυγχάνει να «συρράψει» ένα πρόσωπο χ 2, το δικό του και το δικό της σε έναν και μόνο καθρέφτη, το εμπρός καμία σημασία να μην έχει, όλο το σάλιο να αντέχει χωρίς κανένα πανί να καθαρίσει απαστράπτοντας το πίσω μέρος ενός κανενός αντανακλουμένου σε καμία λέξη καθρέφτη στο εξαιρετικό «Πέραν της Γραφής» του 2015. Η δοκιμιογράφος Ε.Α.Λ κατορθώνει να απαλείψει τον εαυτό της, το λογοτεχνικό της ego-erga sum και να βυθιστεί στους λογοτέχνες που αναγιγνώσκει. Ergo sumum αφ’ εαυτού, καθ’ ημάς.

Αν μοι επιτρεπόταν αποτίμηση, ίσως να έλεγα πως η δοκιμιογράφος υπερτερεί της ποιήτριας, με την διαφορά πως η αναλύτρια δοκιμιακώς παραμένει στα εξ ων συνετέθημεν δεδομένα, η ποιήτρια, αποδεικνύεται 400 εμποδίων, κόβοντας πάντοτε πρώτη το νήμα, παραβαίνοντας με θράσος τα εσκαμμένα και χαράζοντας μιαν πορεία φωτεινή, δική της, διακριτή και πάντα Ε.Α. Λ.
Λίγα από κείνα που ταράζουν ακόμη και τον ατάραχο ύπνο από ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Καστανιώτης 2012.

ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ

Να πράττεις το ανεπίτρεπτο
να παραβαίνεις δηλαδή
τη μοίρα που σου δόθηκε
έχει - όσο να πεις -
μια σχετική καταλαλιά.

Αλλάζουν ξαφνικά όλες οι σημασίες
τα προαισθήματα
θεωρούνται πλέον αποδείξεις
οι εξαρτήσεις που σ’ αυτές ενέδωσες
δε σου χρεώνονται άλλο στις ζημίες
όσο για το κωφάλαλο λευκό
του κάθε αμετάκλητου
χάνει θαρρείς τη φοβερή του αίγλη

-ένας απλός αβάσιμος χρησμός
που πια κατάντησε φτηνή δικαιολογία
παξιμαδάκια και κονιάκ
την ώρα που τελειώνουν τα προσχήματα
και πουθενά η συνέχεια
κι ό,τι εννόησες εννόησες-

Γι’ αυτό
αν κάτι επιβιώσει του χαμού
πιότερο απ’ τα ερείπια και τις φωτογραφίες             
θα ’ναι ο πολύχρωμος εικαστικός στρατός
που τον σχημάτισαν παιδιά
στα περιθώρια των βιβλίων
-σχέδια ασυνάρτητα, φιγούρες και συνθήματα
παρεμβολές του αιώνιου
που μόνο αυτά αφουγκράζονται-

ένας ασώματος στρατός
με μαρκαδόρους και ξυλομπογιές
να πολεμήσει να γραφτεί
η άλλη Ιστορία.
                            
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΤΙΚΟ

Μ’ άρπαζαν απειλητικά απ’ το λαιμό
όλα εκείνα που φοβόμουν.
Κι αυτό αν το καλοσκεφτείς
ήταν λιγάκι διφορούμενο.
Έμοιαζε πως εγώ ακολουθούσα              
με κάποια απόσταση ασφαλείας φυσικά 
εκείνους που μετέφεραν
έναν βρεγμένο κήπο
- άνθρωποι τρομαγμένοι, σκοτεινοί
που παραμέριζαν τον ίσκιο τους
και στην αληθινή τους ιστορία
θριαμβικά εισέρχονταν.

Εκεί
έχοντας πρώτα διά παντός απαρνηθεί
τις παιδικές τους βεβαιότητες
ατάραχοι ξανάμπαιναν στον χθεσινό τους εφιάλτη
για να τραβήξουν απ’ την τράπουλα
και πάλι το κακό χαρτί
αυτό που κάνει τις βελόνες στις πυξίδες
να τρελαίνονται

κι όσοι είναι έτοιμοι στη σκάλα γι’ αναχώρηση
βοηθήστε να πεθάνουμε, να εκλιπαρούν
αλλά φροντίστε, όσο γίνεται, να είναι οριστικό
αφού απ’ το ημίψηλο δε βγαίνουν περιστέρια          
κι όλες οι διευκρινίσεις               
δεν αναφέρουν πουθενά τους ψευδομάρτυρες
που διαβεβαίωναν πως στον κατακλυσμό
θ’ ακούγονταν καμπάνες.

Συνήθως έτσι γίνεται
και τελικά υπερισχύει η βροχή
που φτάνει πάντα τελευταία
και σαν Ημέρα Κρίσεως
με μιας όλα τα εγκλήματα αθωώνει.

Στο «Επιδόρπιο», όπου η Ε.Α.Λ δείχνει να είναι ακόμη «αθώα» τω πνεύματι, στήνει μια μεγάλη τέντα καραγκιόζη, με όλες τις φιγούρες σε ένα χέρι, αριστερίζον, κατά προτίμησιν, και τον Χατζηαβάτη στο δεξί. Εκεί, εμφανίζεται το δικό της ένθεον, όχι υποχρεωτικά θρησκεύουσα, το κυριότερο, ένθεη. Τούτο συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση στην ποιητική δομή, παραπέμπει, αίφνης, στους πρωτο-Χριστιανούς. Η ποιητική της Ε.Α. Λ., στην δική μας ανάγνωση, είναι λίγο πρωτοχριστιανική, δηλαδή, εν αγνότητι απαγνισμένη αθώα. Μια θρησκεία θνήσκουσα κατά Ε.Α.Λ κι ένα «αλήτικο» χριστουγεννιάτικο τοπίο. Χιονιάτικο; Θαλασσοανταριασμένο; Λασπωμένο σε μουρίτσες χωμένες με κατακόκκινο του τότε μοντγκόμερι; Τράβα να βρεις…       

Είχε προηγηθεί o «Όροφος μείον ένα», Καστανιώτης 2008:

Η ΕΞΑΓΟΡΑ

Τόσο πολύ
μας τρόμαζε εκείνη η ξενιτιά
που ειλικρινά δεν ξέραμε
αν οι χειρονομίες κι οι φωνές
κι ο αποκλεισμένος τόπος
όριζαν την απόσταση
ή μήπως οι άθλιοι εμείς
υπονομεύαμε το παρελθόν
ξεπροβοδίζοντας σκιές
σαν ήρωες θεατρικού
στην τελευταία πράξη.

Φεύγαν οι μέρες
μας έδιωχνε και η ζωή
κι όμως εμείς κοιτούσαμε αλλού
βέβαιοι πως για το θάνατο   
τα δάκρυα θα μας είχαν προγυμνάσει.            
Ωστόσο
όλες αυτές οι αναίμακτες πληγές
στένευαν - όσο να πεις -  το αγνάντεμα
κι η εξαγορά των τύψεων
ούτε που μας γαλήνευε.

Όσο για τις φήμες ότι κάποιος
αποταμίευε τις προθέσεις μας
αβάσιμο ακουγότανε
κι αδύνατο να μας καθησυχάσει.

Όσο κι αν θέλει να είναι χαρωπή, όσο κι αν θέλει να ζήσει την ζωή, να σηκωθεί και να βαδίσει τζόκιν, σε ένα φεγγάρι κίτρινο, σε έναν ήλιο γκριζωπό, η Ε.Α.Λ. φέρει την βαριά πετριά: από ένα κουρτινάκι πεσμένο μπρος σε ένα φεγγάρι λειψό, κατεβαίνει τότε στην άμμο και αναρωτιέται ακόμη, τι στο καλό εννοούσαν ο Αντόρνο κι ο Βιτγκενστάιν λέγοντας πως ποίηση δεν υπάρχει πια. Δεν πειράζει, ποιούμε ακόμη ποίηση, τούτη δω η κοπελιά, πάνω από το κάστρο της Πάνω Πόλης, κει, από την πάντα πατρίδα της, έρχεται αεράκι δυνατό που σαρώνει Ιόνιο κι Αιγαίο, περνάει την Αστυπαλειά και επιστρέφει στα εξ ων συνετέθη, στην πάντα πατρίδα, έτσι, θεατρική, έτσι, ισχυρή η μπαλιά: Το πέραν της ποίησης.
-Μα, υπάρχει πέραν της ποίησης; Υπάρχει, δηλαδή πέραν του εαυτού;
Υπάρχει, πέραν της αναπνοής, της αφής, του αγγίγματος ενός ποδός σε τεθλασμένη και γυρτούς πόες σαν καταβύθιση αν τα καταφέρουν αθλήτριες που συναγωνίζονται στο Πέραν της Πόλης, στο πέραν μιας γραφής που μας αιμάσσει, στο δικό μας υπερπέραν, γαλαξίες τους λέμε, ευτυχίες τους λέμε.
υπάρχει ένα τραπέζι
που απεχθάνεται τα σεμεδάκια
και κάνει ταπεινή υπόκλιση σ’ αυτά.
ένα τραπέζι που δεν αντέχει μαχαιροπήρουνα
χθες, είδαμε πολλά τα χρυσά της μάνας
κάποια ασημιά
βούτηξα ένα με αναφορά
κι ύστερα πήγα στο χρυσόβουλο
βουτηγμένο με ασπρόμαυρο ασημί
του Πεντζίκη
ήμουν δεκαοκτώ και δίστασα στο κατώφλι του
είχα βεβαίως παραμάσχαλα την αδερφή του
και κάτι ψέλλισα
μικρό παιδί ήμουν
και με την θρησκεία είχα ένα πρόβλημα τότε
μου άπλωσε δυο ασπρόχερα μαλλιά
πνίγηκα σε έναν ιδρώτα του Αγίου Όρους
όπου εμείς-δεν χωράμε, εμείς-

Ύστερα είδα ένα λαμπερό κορίτσι χρόνια μετά να διαβάζει από τα δικά του (από το «Επιδόρπιο» του 2012).
Ήταν σε μια γιορτή στην Πλατεία Κλαυθμώνος, το 2014, θαρρώ, καθόμασταν με τον Δ. προσκεκλημένο κι αυτόν ποιητή, κι άλλους φίλους. Διάβασε κι εξαφανίσθηκε σαν διάττων μέχρι να προλάβω να την βρω και να της πω «πόσο όμορφα γράφετε, κυρία μου».
Τώρα, ανταλλάσσουμε αισθήσεις, η Ευτυχούλα καταφέρνει μεγάλες ποιητικές κατασκευές, του λόγου μου τείνω στον απόλυτο μινιμαλισμό.
Ως που φθάσαν τα «αφόρετα θαύματά» της, Κέδρος, 2017.

ΕΛΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΤΑΜΕΙΟ
Τι παίρνεις πίσω;
Τι αφήνεις;
Σε ποια μετάληψη νυχτερινή
τα χείλη θα σφραγίσεις;
                                          
Σκουριάζει η χλωρότητα και αφανίζει
κι όσους και να μετρήσουμε νεκρούς
πάλι τα κρίματα κι η μοναξιά
θα γέρνουνε στο ζύγι.

Ας με κατηγορήσουν για παραίτηση
για εσκεμμένη αλλοίωση του παρελθόντος
για ελπίδες ληξιπρόθεσμες
και για την ακαταστασία στα συρτάρια.

Πίσω από τις καρτ ποστάλ
θα έχω πάντα φυλαγμένο
το μπαρούτι.

Εκεί σιωπή, βαθιά ανάσα, ξαναπάς στο Λαύριο να δεις τους γλάρους να υπερίπτανται πάνω από την πλατεία της εφηβείας σου και κάθεσαι να αναστοχαστείς.
Γυρίζεις, λοιπόν στο απόλυτο δοκίμιο «Το πέραν της γραφής», ανατρέχεις πάλι και πάλι στον Γιώργο Θέμελη και ανοίγεις σελίδες στο άξαφνο κενό.
Τότε, τα «θαύματα» γίνονται φόρεμα σαν βρεγμένο από καιρό, λες και σκάει όλη η κυματογραφή στα Ταμπάκικα στην Σάμο, Χριστούγεννα καιρό.
Περπατάς μέχρι την Πλατεία του Δημαρχείου και μες στον Αϊ Σπυρίδωνα σε ξαναπιάνει η θρησκεία από τον λαιμό, σε «καρυδώνει» και σου μιλάει με το ιδίωμα της Ευτυχίας φέρνοντάς σου ράσο λευκό, σαν καθολικό, χωρίς το κρίμα-χωρίς το κρίμα στον λαιμό και στο κουβούκλιο το καθολικό.
Δεν αγγίζουμε το πρόσωπο στην εκκλησία.
Τολμώ, σου αγγίζω τα χέρια στην εκκλησία σου (…)

*Μία εξαιρετική γραφή, από μία ποιήτρια, ίσως, την καλλίτερη της γενιάς της.-

Αμαλία Ρούβαλη, κοινωνιολόγος, μεταφράστρια, καμιά φορά γράφει-



ΥΓ.
(...)  Πίσω από τις καρτ ποστάλ
θα έχω πάντα φυλαγμένο

το μπαρούτι. (...)

*με την ήσυχη, χαμηλότονη προσωπικότητά της, η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου κατασκευάζει ποίηση που η εξεγερσιμότητά της ξαφνιάζει, κι εκεί που την βλέπουμε γραπωμένη στη γη, αγκυροβολημένη σε λέξεις στιβαρές, υπερίπταται άνωθεν τους μετά, μας χαμογελά παιγνιωδώς -σας γέλασα, παιδιά μου- και μας στέλνει το υπερ τού πέραντος μήνυμα: "κι ό,τι εννοήσαμε, εννοήσαμε"* εύδρομη η ποιητική της πορεία, ευχόμεθα ολοψύχως-

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...