άργησα λίγο -συγγνώμην παιδάτσι, που έλεγε ο κοινός μας δάσκαλος Αντρέας Μπελεζίνης-
Νάσια (Αθανασία) Μαγιάκου: 2 Δεκεμβρίου 1956-24 Ιανουαρίου 2010 -γόνος ευπορώτατης αθηναϊκής οικογενείας' ο παππούς της Μαγιάκος, εκ πατρός, υπήρξε ο μεγαλύτερος μεγαλοδικηγόρος της εποχής του. Έφτιαξε κείνος ένα σπίτι στην οδό Μαυρομιχάλη σε στυλ μπαουχάους, όρθιο ως σήμερα. Μοναχοπαίδι, κακομαθημένο, είχε, εντούτοις, καλόν χαρακτήρα και χαρούμενο, ευφυία, μακράν στον ύψιστο βαθμό κι ενσυναίσθηση ομοίως, πήγε στην Σχολή Χιλλ, τελείωσε Νομικά κι ύστερα έκανε αυτό που πάντα ήθελε: Ιστορία-Αρχαιολογία με τον Αντώνη Ζώη, με τον οποίο ανέπτυξαν φιλία γκαρδιακή μιάς ολόκληρης ζωής. Μεταπτυχιακά στο Παρίσι κι έπειτα, με πολλήν, αλήθεια, πίεση, έδωσε διαγωνισμό για μεταφράστρια στο Ευρωκοινοβούλιο, "πέρασε", εννοείται, πρώτη με διαφορά' θρυλικοί οι καιροί όπου ο τότε Προϊστάμενος Διεύθυνσης του Ελληνικού Τμήματος, ο αείμνηστος Δραγούμης, της έστελνε την μία πίσω από την άλλη επιστολή και της τηλεφωνούσε για το πότε θα αποφασίσει η χάρη της να πάει να πιάσει δουλειά, κοντά δύο χρόνια κράτησε το καλαμπουράκι, μας έλεγε: "να περιμένει, έχω δουλειές δωχάμω", οι δουλειές ήσαν, η γράφουσα, οι ομάδες μας στο Σπίτι των Γυναικών, έρευνα στα αρχεία της γιαγιάς της Αθανασίας Μαγιάκου για τα ποιήματά της, δοκίμια σε φεμινιστικά έντυπα, αρχαιολογικές ανασκαφές με τον Ζώη στα Βασιλικά στην Κρήτη, κάποιες μεταφράσεις, οι δύσκολες ερωτικές σχέσεις με τον τότε σύντροφό της. Με το που πήγε στο Λουξεμβούργο, γνωρίστηκε με τον μετέπειτα σύζυγό της, Βίκτωρα Λεβή, άλλη περίπτωση τούτος, άφησε την θέση του Επίκουρου στο ΕΜΠ για το Λουξ.Ομοίως μοναχοπαίδι, γόνος πάμπλουτης οικογένειας Εβραίων που επέζησαν του ολοκαυτώματος, μάνα-πατέρας και θεία. Είπαμε τότες πως "κίνησε ο τέτζερης και βρήκε το καπάκι του". Οι δυο τους, ως σήμερα, θεωρήθηκαν οι καλλίτεροι μεταφραστές του Ελληνικού Τμήματος Μετάφρασης του Ευρωκοινοβουλίου, μάρτυρες, όλοι οι συνάδελφοί τους κι ως σήμερα φίλοι. Μαζί, υπήρξαν από τους πιο ακατάτακτους κοινωνικά ανθρώπους, ήσαν ικανοί, περπατώντας σε έναν δρόμο, να δουν έναν άστεγο άνθρωπο, αίφνης, κι όχι μόνο να κάτσουν κατάχαμα να του κάνουν παρέα, αλλά και να φροντίσουν να του επιλύσουν όλα του τα προβλήματα, όπως και να στήσουν κιόλας ολόκληρες οργανώσεις προς υπεράσπισιν όλων των αστέγων του ντουνιά. Από τότε που ανακάλυψαν τις καταδύσεις, ξημεροβραδυάζονταν στις Μαλντίβες... τα πολλά λεφτά που έβγαζαν, τα έκαναν ταξίδια και δωρεές αθόρυβες, δεξιόζερβα... Δυστυχώς, ο αλκοολισμός του ενός συναντήθηκε με κείνον του άλλου, ο Βίκτωρ πέθανε από αυτόν κι η Νάσια από έναν δυσκολοδιαχειρίσιμο καρκίνο του λάρυγγα. Θυμάμαι την τελευταία φορά που ξέκλεψα λίγες μέρες να πάμε οι δυο μας στην Σέριφο όπου χρόνια πριν είχαν αγοράσει ένα σπιτουλάκι σε ένα κτήμα, στα Λειβαδάκια, κρύωνε συνέχεια-δεν είχε και ποτέ λίπος στο μικροσκοπικό της κορμί-ήταν η τελευταία φορά που την είδα,το 2009,καλοκαίρι καιρό,δεν την πρόλαβα ζωντανή, είμουν μαζί της τηλεφωνικώς στο ξεψύχισμά της-
10 χρόνια, ήδη, σήμερα, με την Κική, ευτυχώς, την "έκανε" κι η μάνα σου πέρυσι, ο Βίκτωρ το 2016, άρα, δεν μένει κανείς, α, ναι, είναι κι ένας πρωτοξάδερφος, αλλά πάντα δειλός, επώνυμος, ας το πούμε κι έτσι, είχες ένα πελώριο χάρισμα, την τόλμη, τους δειλούς εμείς πάντα αφήναμε πίσω.... όπως όταν πέθανες, τότε μέτρησα τους φίλους σου και τους δικούς. Κι είχες πολλούς, περίπου θορυβήθηκα όταν στο νεκροτομείο, πριν να πάμε στο Pere Lachaise για την αποτέφρωση, όπου σου έβαλα μία κρεμ εσάρπα που μου έδωσε η μάνα σου -να μην κρυώνει, μου είπε- πάνω από το πάντα μικρό μαύρο φορεματάκι του απογεύματος, είδα σχεδόν σύσσωμο το Τμήμα Μετάφρασης, ήρθαν ακόμη κι άνθρωποι με τους οποίους δεν διατηρούσατε με τον Βίκτωρα κάλλιστες σχέσεις, ήσαν, όμως, εκεί, για το ξόδι σου. Είχες ένα πελώριο όραμα και μιαν καταπληκτική διαίσθηση, όλοι,μα όλοι, σου υπολείπονταν, ακόμη κι ο Βίκτωρ, όσο κι αν τον αγαπούσες, όσο κι αν τον αγάπησα, εμείς οι δυό, μείναμε απλώς εμείς, έτσι, λοιπόν, θα μείνουμε, να μας θυμόμαστε εμείς κι αναθυμόμαστε, τους στίχους της γιαγιάς σου Αθανασίας Μαγιάκου, το ένα και μοναδικό πόνημα που μετέφρασες: την Ρυς. τι μετράει περισσότερο? τα καταλιπόντα γραπτά ή η θύμιση στον εγκέφαλο φίλων? να θυμηθώ να ρωτήσω τον Στεφανάκη αύριο, που σου κράταγε το χέρι σαν ξεψυχούσες... Τουλάχιστον, έμεινα εγώ να σε αναθυμούμαι ως τώρα, είχες μία μικρότατη γραφή, κομψή και λοξή, λένε πως είναι γραφή διανοουμένου, -μα ήσουν, φυσικά, και τρομερή θυμόσοφος- άνοιξα ένα βιβλιαράκι σήμερα και η αφιέρωση λέει:
"σ' αγαπάω, μωρή", κι εγώ θα σ' αγαπάω πάντα, παιδάτσι, ως να ξαναπάμε μαζί στην Μήλο και στη Σίφνο, και να ξαναταξιδέψουμε στο Μαρόκο για το ίδιο άρωμα πατσούλι-