Εγώ κορίτσι μου στις φρέζιες της ψυχής σου πόνταρα
εκεί οπου δεν υπάρχει ο Θεός σου
Μαβιές φλέβες
Κι ένα κόκκινο κορδόνι από το αίμα
αφημένο στο σωληνάκι
της κοινής μας ζωής
Κανείς δεν θα μας καταλάβει
Εμείς, δεν μας καταλάβαμε
ποτές
Εγώ, κορίτσι μου,
περίμενε με/
η στάχτη σου μιλά
όσα μήλα κι αν έβαλα δίπλα της
σαπίζουν,
εγώ κορίτσι μου, ενάντια σ’ όλους τους ανέμους
θα σε περιμένω στους ιβίσκους
της αυλής μας
ν’ ανθίσουμε πάλι μαζί στο Κοκκάρ’
και να άδεις τραχειά
στο «τ’ ονόμα σου» στην χορωδεία σου,
να παλλεται tu barbula boca,
εγώ κορίτσι μου,
παρέμεινα κειδά
στην κάθοδό σου
γιαυτό
φιλάω την στάχτη σου
ως πόδες ασάρκους
στην άνοδο
προς τους δικούς σου ουρανούς
ως ουράνια εσύ
δεν μιλάς,
δεν κοιτάς
δείχνεις όμως
με αιχμηρό τον σαρκοφαγωμένο σου
δείκτη
προς
ένα ουράνιο τόξο
δεν υπήρξε ποτέ δικό μας/
ανίπτασαι χαλαρά
πάνω από το εμείς/
δεν μιλάς,
δεν χαμογελάς,
μόνο οράς
εκεί που είχες σκάψει
λαγούμι γεωλογικό
για να μας πεις:
«εδώ υπήρξαν άνθρωποι, εκεί υπήρξαν ζώα, κι εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε».
Η ζώσα ζωή σίγησε μπρος στην επιστημοσύνη του σύμπαντός σου.