αυτό το μότο μισώ από τότε που το έγραψε η φίλη μου η Λίνα, το θεωρώ άκρως λαϊκιστικό και εν πολλοίς, χυδαίο, εντάξει, αγαπάμε τους φίλους μας ως έχουν.
Μία εβδομάδα μα θα πρέπει να την εγγράψω στο παλμαρές? φοβήθηκα οικτρά μαμά, πληρώνει κανείς τις επιλογές της ζήσης του, είναι η περίπτωση: μας προδίδει οικτρά... τα κατάφερα μαμά, κάποιος είπε: θα ζήσεις ως τα 100, όχι Παναγία μου!!!!! έλεος, απλώς, να, αν είχα πεθάνει τώρα, δεν θα είχα τελειώσει κάτι "πραγματούλια", που σημείωσε ο Φίλιππος Δρακονταειδής στην δεκαετία του '80 και τον κράξαμε για την κακογουστιά της διατύπωσης. Μα τι ωραία που ήσουν νύφη βρε μαμά,
με τα αγαπημένα της Γιακαλούς, τα δικά σου, όθεν και δικά μου μυγκέ στο χέρι..
να μας βάλω και μαζί, διότι, με κάτι τέτοια, ποιός ξέρει αν μας ξανάβρει το ξημέρωμα μαζί: ένα παιδάκι τρίχρονο:
σαν αύριο, 4 Οκτωβρίου, σκέψου, 104, κι έπειτα, ο αδερφός, 8 Οκτωβρίου, 73.Φοβήθηκα πολύ μαμά, ύστερα, στην εντατική, αναπόλησα την ρήση σου: "τόσο είναι το καντήλι του καθενός"
αυτό το είχα γράψει για τον Γιώργο μας αλλά τώρα, μάλλον για του λόγου μου ταιριάζει γάντι, να με κάψουν θέλω, τα ρέστα ας τα βρούνε οι άλλοι:
Τάφων εγκώμια
Αφού τα χαντάκια
δεν γίναν τάφοι
αφού τα περάσματα
δεν γίναν τάφροι
αφού η μνήμη είναι του κανενός
οπωσδήποτε όχι δική
αφού εμείς δεν έχουμε κανέναν
λόγο για τάφο
αφού το μόνο μας μονοπάτι
είναι κείνο που βάρβαρα
ανεβήκαμε με τα γόνατα κομμάτια
μικρά παιδιά
από το εκκλησάκι ως πάνω την
Παναγίτσα
γιατί να μου πέφτει βαριά η
ταφόπλακά σας?
κόντεψες να πνιγείς
στην Genova per noi
τι θες εσύ κάτω από ταφόπλακα
μες στις πλάκες ζων
τότε που ανεβαίναμε με τους
γυλιούς μας στο Νεπάλ
και ξεφύσαγες, με την μακριά
σου κόμη αλά Ρασπούτιν
Οικογενειακοί τάφοι
Ποιες μνήμες να κάμψουν?
Απεχθανόσουν παιδιόθεν
τους τάφους
απεχθάνομαι
παιδιόθεν
τους τάφους
μόνο την Βύρωνος γωνία με
Παραλία θυμάμαι
και το περβάζι στο δικό μου
παράθυρο -δικό μου κονάκι-
το σεβόσουν πάντα
ποτέ δεν επενέβης
στο Nessuno mi puo giudicare, nemmeno tu
είχες την δική σου Κατερίνα
Καζέλλι
να πορεύεσαι
χώρια πορευτήκαμε πάντα,
συνήθως σμίγαμε στις πιο απίθανες περιστάσεις και τόπους άγνωστους
και κάπου, εκεί, στην βεράντα,
ξεσηκώνοντας την γειτονιά
βαράγαμε την μπάλλα,
παίζοντας ποδόσφαιρο
εγώ φοβόμουν το σκοτάδι της
κουτσής
κι εσύ μου έλεγες πως το μαύρο
δεν είναι στην αποθήκη
έστησες έναν
καραγκιόζο εκεί, μπορεί και για να μου ξορκίσεις το μαύρο,
γύρναγα στη γειτονιά
να το διαλαλήσω
έπειτα φάγαμε την ανάλογη
τιμωρία,
με κρατούσες αγκαλιά
στο δωματιάκι μου
και μου ψιθύριζες τα
κατορθώματα
από τον Μόντε Χρήστο που πάντα
με φόβιζε
είχες ένα χάρισμα:
να κάνεις να μην με φοβίζουν
όλα τα φοβιστικά, στο ίδιο
δωματιάκι με έσωσες
από την μήνη της μάνας όταν
άρχισε να βαράει
με το τακούνι, "μη, μαμά,
θα την σκοτώσεις, σταμάτα", είπα το αμίμητο "ο τυρνοφάγος", η
μάνα έβαλε τα γέλια και γλίτωσα το πολύ ξύλο
να υπάγεις με όλα τα καλά
μικρέ μου ‘Ήρωα, Γιώργο
Θαλάσση-