στην Ικαριά πρωτοπήγα με την μάνα μου στα 13 μου, θυμάμαι το πρώτο μου παντελόνι, γαλάζιο με σούρα. Στα Θέρμα, ενόσω η μάνα ήταν στα θερμά λουτρά, έκανα μπάνιο μπρος στην παραλία. τότε κάθε μέρα αστακός και γαρίδες από τους Φούρνους.
μετά, αυτό: 1982:
αναμένοντας το
νησί, το ίδιο είναι τέλειο, οι άνθρωποί του, τους λες και ορεσίβιους, κλειστοί σαν
χαρακτήρες, κοινότητες συντηρητικές, για χρόνια αντιστέκονταν στον τουρισμό,
στο νησί αυτό ο τουρισμός είναι επιλεκτικός, λες και τους περνάν από κρισάρα οι
ντόπιοι, ένα πράγμα που μου άρεσε εξαρχής, κοντά 40 χρόνια. Γάλλους και Ιταλούς
φλύαρους και θορυβώδεις, απαίδευτους εξ ΗΠΑ, από τις αγροτιές, φυτευτούς στο
Κοκκάρ' και στα Λεϊμονάκια, με μισό μάτι τους κοιτάν οι Σαμιώτες. Όταν όμως σε
δέχονται στην κοινότητά τους, νιώθεις άρχοντας: σε περιβάλλουν με την μέγιστη
έγνοια και φροντίδα. Είναι η περίπτωση της πολυάριθμης πια Σουηδικής αποικίας
στο Πάν' Βαθύ, μέγιστος ο ρόλος της φίλης μας της Μαργαρίτας, οφειλή
αναγνώρισης μεγίστη....Να ήταν έτσι κι η ετερόκλιτη πια μικρή πατρίδα που εδώ
και χρόνια, φόρα παρτίδα, ξεπουλημένη στον ευκαιριακό τουρισμό του ΣΚ, "να
τ' αρπάξουμε", η ακριβότερη πόλη της χώρας, ένας μονός εσπρέσσο 5 €
στην Παραλία... μετράω μέρες για τις Μαούνες, τον Σιδερά, εννοείται για του Τσάμπου, την δική μου παραλία, για το Τσαμπάκι είμαστε πια μεγάλοι να σερνόμαστε στα βράχια για να κατεβούμε στο παραλιάκι, να πάω να δω
την Έρη ή να έρθει κείνη στο Βαθύ, να ξαναπάμε με τον Γιώργη στο Μεγάλο
Σεϊτάνι... πιο πολύ από την γενέτειρα, κι ας τελευτήσω εκεί, πατρίδα είναι
κείνη που επέλεξε κανείς, έχω επιλέξει τα Σαμιωτάκια,
αναμένοντας το νησί
μου, το πόδι σερνάμενο μπρος στις πλάκες του Δημαρχείου, η κυρία από το
Κονγκό, μιλάγαμε σουαχίλι, έκλεισε το περίπτερο μπρος στο Γήπεδο του
Γυμνασίου, εκεί όπου πάμε για τις μουσικές εκδηλώσεις ,περνάει και μας βλέπει καμμιά φορά, μιλάμε πάντα σουαχίλι, είναι σπουδαία κοπέλλα,μιλάει σαμιώτικα' αναμένοντας το νησί
μου, πρώτα θέλω να δω το Βαθύ και πολύ μετέπειτα, τ’ Ανάπλι, Διότι, του Τσάμπου προεξάρχει της Αρβανητιάς, διότι
τα νεοκλασσικά του Βαθιού, προάρχουν κείνων τ’ Αναπλιού, διότι, βρε αδερφέ,
όταν είδα το μεγάλο σπίτι των Σιούτου στην γύρα προς το Νοσοκομείο, μου κόπηκε
η ανάσα ως σήμερα, διότι, όταν κείνον τον Αύγουστο του 1982 επιβιβάσθηκα στο
παλιό λιμάνι του Βαθιού, την επαύριον πήγαμε ποδαράτο –η νεόνις γαρ- ως του
Μουλαμπραήμ, όπου και υπεροχότερο ηλιοβασίλεμα στο Βαθύ, όπου πήγαμε στις πρώτες παραλίες με το ΚΤΕΛ
που διαφεύντευε ο συμπέθερος, όπου πήγαμε με το μινάκι μας στην επωνομαζόμενη
Χρυσή Ακτή, πέρα από τον Όρμο Μαραθοκόμπου, 15 ονειρεμένες μέρες στην σκηνούλα
μας, διότι η Σάμος είναι κείνη η πατρίδα που πάντα ανυπομονώ να βρεθώ, διότι σε
κακίζω που δεν θες να μείνουμε για πάντα εκεί, διότι δεν είναι η Παραλία, τα νερά,
αλλά οι αθρώποι. Για αυτούς αξίζει το ρέστο ζωής, να βλέπω τα τριαντάφυλλα στον
κήπο, τα νεοκλασσικά σε απόσταση ανάσας, το καταφύγιο βάρκας και να με πηγαίνει
ο κυρ Αγησίλαος ως βαριά στα βαθιά, νύχτα καιρό.