8/5/22

la mama

 https://www.youtube.com/watch?v=ADYDZMc1GbU


Memento mori

Το σόι μου είναι:

κείνο το τετραγωνισμένο τραπέζι, σε ανοιχτό φτηνό ξύλο, λέω εγώ, μπορεί και ακριβό, τι να ξέρω κι εγώ,  ανθεκτικό, μπορεί πεύκο, μπορεί οξυά Καναδά,  το στήναμε κάθε που όριζε να φάμε, είχε ένα μάνταλο που κλείδωνε τα τέσσερα πόδια, μας κλείδωνε τους τέσσερις εμάς, βάζαμε μαζί και τις δυό μας κοπέλλες, ανά καιρούς τον παππού και την γιαγιά. Κλειδωνόμασταν όλοι ένα γύρο στον κόλπο τ’ Αναπλιού. Έπρεπε, λέει, να φάμε, κάθε μεσημέρι, όταν κλείδωνε το ιατρείο της μαμάς. -Το βράδυ ήταν άλλη ιστορία, είχαμε συνήθως "βραδυά της όπερας", κατά την προσφυή έκφραση της μαμάς, ήγουν, τσάι, σάντουϊτς ζαμπόν-τυρί ψημμένο στην ξυλόσομπα κι ύστερα "τσιτσίζ μαμά", φέτα ψωμί βουτηγμένη σε αυγό και γάλα στο τηγάνι- τη συνοδεία του Γ' προγράμματος ραδιοφωνίας στο μεγάλο μας ραδιόφωνο,-- ο αζιρφός, πιτσιρικάκι, λέγεται πως τράβαγε τη μάνα από το μανίκι αναφωνόντας: "το λαλόφωνό σου, μαμάκα"--,το αγαπημένο όλων: Μπερλιόζ...- 

.Έπρεπε, λέει, να φάμε, φασολάκια, μελιτζάνες –μπλιάχ!!!- φασολάδα του μπαμπά, μόνος μου, μπορώ και μόνος μου, την λακέρδα έτρωγε πάντα μόνος του, ψάρι με χόρτα, το καλλιτερότερο: κολοκυθοκορφάδες από τα χεράκια της μαμάς, βουτυρωμένα χορταράκια με φέτα πλέουσα σαν φάλαινα στον Κόλπο. Τα γεμιστά σε Ρουμανική συνταγή της γιαγιάς κάθε Τετάρτη-Πέμπτη και συμπλήρωμα στο ψητό της Κυριακής, παγωμένα, ως κι οι μαύρες σταφίδες διαμαρτύρονταν για το κρύο. Το σόι μου είναι η μεταφορά τού ψητού της Κυριακής στον γωνιακό φούρνο του Κωτσοβού, φαλακρού και στάζοντα τον ιδρώ της πυροστιάς, στρογγυλό το κτίσμα, μυθικό στα παιδικά όμματα,  πριν να πάμε η κοπέλλα μας κι εγώ γωνία, στην εκκλησία μας, την Παναγία, να βάλουμε το κερί που είπε η μάνα μας, το σόι μου είναι η μεταφορά του ψητού, μαζί με την κοπέλλα μας, να «κλέβουμε» πατατούλα κριτσανιστή.  Το σόι μου είναι κείνη η μισή μπύρα στις εξαιρετικές περιπτώσεις, των γονιών, το κέικ σοκολάτας κάθε τ’ Άγιωργιού, του αδερφού, κι αν τύχει κι ήταν κι ο παππούς, τούρτα καφετί για τα γενέθλιά του, του ίδιου Άι Γιωργιού, πάντα δια χειρός μαμάς, κερασάκια πάνω-πάνω, ύστερα, κοκτέιλ πάρτυ στο σαλόνι μας, μέχρι πολύ αργά, σαμπάνιες γαλλικές-πάντα θύουμε στις δύο Χήρες- και χαρτιά, εμάς, μας είχαν στείλει για τον ύπνο της γιορτής, αγκαλιαστά, με μία κούπα παγωτό σοκολάτα, μαμικής κατασκευής κι υφής στην μεγάλη ξυλένια παγωτιέρα της εποχής.

Το σόι μας είναι η δική μου τούρτα πάντα φρουτώδης λόγω ανοιξιάτικης εποχής, και του Γιωργή, καφετί, λόγω του αρχομένου θλιμμένου φθινοπώρου. Τελικά, έχω τύψεις διότι τα δικά γενέθλια ήσαν πολυπληθή και του Γιωργή ολιγομελή, πάντως, στο σόι μας, όρθιοι όλοι εμείς, διαφέντευαν οι δύο Χήρες, αγέρωχες, ό, τι κι αν λέγαμε, εμείς-. Η δεξιοτεχνία του πατέρα στο άνοιγμα, δεν ακουγόταν κιχ στο πέταγμα του φελλού....

Το σόι μου είναι αυτό το τραπέζι που το έπνιξε η λάσπη στην μεγάλη πλημμύρα, μέρες μετά, μου έμεινε το μάνταλο στο χέρι που κλείδωνε κείνο που υπήρξαμε οι 4 εμείς, ξεκλείδωσα και χυθήκαμε, χαθήκαμε-

Το σόι μου είναι κείνη η ξυλόσομπα που έκαιγε μες στην πελώρια κρεββατοκάμαρα, τα μολυβένια στρατιωτάκια του αζιρφού, τα έβαλε να λυώνουν και μας σηκώσαν οι γιατροί-καήκαμε, για πρώτη μας φορά, παρηγοριά μαζί, οι σοκολατίτσες του πατέρα, υγείας, με την κυρία με τσεμπέρι, κανείς δεν μάλλωσε τον αζιρφό, κοιμήθηκε αγκαλιά με την κυρία με το τσεμπέρι-, εμέναν, μικρό, μου είχαν βάλει αυτή την πυτζαμούλα κίτρινη με μεγάλες νυχτερίδες και είχε αρχίσει ήδη το παραμύθι, κάθε 8 το βράδυ αυστηρά: να κάνω την προσευχή μου-σιγά μην ήθελα:- «Άγιος ο Θεός, ‘Αγιος ισχυρός, Άγιος Αθάνατος….τθίθα μου…»

Το σόι μου είναι'

 


https://www.fractalart.gr/memento-mori/

ευχαριστώ θερμά το Φράκταλ για την αναπαραγωγή

Michelle Gurevich - Goodbye My Dictator