https://www.youtube.com/watch?v=NGIV72ASQlM
Ο Άι Νικόλας, φάτσα στην Παραλία, εμείς ήμασταν της Παναγίας, 50 μέτρα πιο μέσα, οι φίλοι μας, οι του Γυαλού, σαν τον Κώστα τον Καράπαυλο, τον Χρήστο τον Παπαγεωργάκη, τον Μάνο τον Περράκη, ήσαν Νικολίτες. Πάει δεκαετία και βάλε που ο τρίτος Ναός της Πόλης (Παναγία-Άι Γιώργης-και μητροπολιτικός ναός) Άγιος Νικόλαος, παραμένει κλειστός, σοβάδες πέφταν, μελέτες στατικότητας διαδέχονταν η μία την άλλη, από τις άχρηστες υπηρεσίες αυτού του σήμερα άχρηστου Δήμου με τον αχρηστότερο έβερ δημαρχούλη. Ανέλαβε το ΥΠΠΟ με τον Νικόλα Γιατρομανωλάκη, χρόνια πολλά υιέ του πατρός, μπας και το οίκημα ξαναδεί μέρα. εμείς, παίζαμε στο μεγάλο του προαύλιο μαρμάρινο πλάτωμα, εκεί, εξάλλου, έγινε χωροφυλακίστικο θέμα Γιαννιάς, άλλος του Γυαλού, ο αδερφός, ο μπακαλιάρος και ο ρούλης, από τις άλλες δύο ενορίες εις έκαστος, διασταύρωσαν τα ξύλινα ξίφη τους, πλακωθήκαν, ελλείψει νοσοκομείου, βρεθήκαν ομού και με τα καμπόσα πίσω τους φιλαράκια, στην κλινική του Λαζαρίδη, πάνω στην Σιδηράς Μεραρχίας. Ο γιατρός, χειρουργός ών, πριν προβεί στην όποια ιατρική πράξη, άρχισε να μοιράζει σφαλιάρες στα πιτσιρίκια, μπας και συνετισθούν' σαν μνήμη, ο πατέρας του Γιαννιά κι ο πατέρας μου, δικηγόροι κι οι δυό, έσφιξαν το χέρι του γιατρού μας Λευτέρη Λαζαρίδη, ενός απολύτως ακέραιου ανθρώπου, με γυαλιά βαριάς μυωπίας, βαρύ, σοβαρό και στιβαρό στην επιστήμη του.
Κάθε του Άι Νικόλα, είχαμε αργία, όπως αργία είχαμε του Άι Γιώργη και του Αγίου Κωνσταντίνου, μαζί με την δικιά μας, την τοπική, του Αγίου Αναστασίου, την 1η Φεβρουαρίου, τότε, γιόρταζε η δική μας ενορία, η Παναγία' με ένα κρύο να ξυρίζει τα πρόσωπα, με τα παλτουδάκια μας, θυμάμαι το δικό μου, κρεμ και με γιακά γουνάκι, συνήθως, φοράγαμε ναυτικά, το δικό μου ήταν πάντα δανεικό από του συμμαθητή μου, Θεός σχωρέστον, παρελαύναμαν από το σχολείο στον Μεγάλο Δρόμο, κατεβαίναμε από της Παναγίας και φθάναμε στον Άι Νικόλα, παιάνιζε τότες η Φιλαρμονική του Δήμου υπό τον μαέστρο μας Βασίλη Χαραμή το "Χαιρ' Ανάπλι". Υπήρχαν τουλάχιστον 3-4 πολεμικά πλοία αρόδω που εκσφενδόνιζαν τις κανονιές τους. Έπειτα, διαλυόμασταν και κάναμε σειρά για πασατέμπο στο καροτσάκι της κυρά Γιώργαινας, μεταφερόταν σταθερά από το σχολείο στο έμπα της Παραλίας, εγώ κι η φιλεναδούλα μου, η Φουλιανίτσα, παίρναμε ένα γλυφυτζούρι, κοκοράκι το λέγαν, το γλύφαμε κατά την βόλτα μας ως το Φανάρι και πίσω, χαζεύοντας τα πολεμικά πλοία. Μας λέγαν πως είναι η γιορτή των ναυτικών, στο δικό μας σπίτι, ανέβαινα -κειδίπλα ήταν-, μου δίναν λεφτά να πάω για λουκουμάδες στου Βλάχου, στα μισά του Μεγάλου Δρόμου, αρέσαν πολύ στον πατέρα μου. Ήταν μέρα γιορτής, είχαμε, οπότε, ψητό από τον φούρνο του Κωτσοβού, στην γωνία, στρογγυλός ο φούρνος. Καμμιά φορά, η μάνα μας, μας κρατούσε κάποια κομμάτια γαλατομπούρεκο, το σκάρωνε από την προηγουμένη, ένα μεγάλο ταψί, πήγαινε απέναντί μας στο σπίτι του Λάμπρου, διότι τον μεγαλύτερο υιό του κυρίου Μιχαλάκη του Λάμπρου, επιχειρηματία, στις αρχές του Μεγάλου Δρόμου, στους καιρούς μας με τον αδερφό, σπουδαίο ζαχαροπλαστείο με προεξάρχουσα την κυρία Ουρανία, από τους ρωσοπόντιους, τον μεγαλύτερο, λοιπόν, Νίκο, τον γιορτάζαμε πάντα, τον βασανίσαν, λιανίσαν κι αποτελειώσαν οι Γερμανοί. Ήταν ο τρόπος μας να συμπαρασταθούμε στην οικογένεια που κείνη την ημέρα υπέφερε πολύ. Ο μικρότερος γιός, ο κύριος Λούης, κοντεύει τα 100, είναι θαλερός και πάντα συγγράφει.
*Ο κύριος Μιχαλάκης είναι ο πρώτος νεκρός που αντίκρυσα, ήμουν περίπου 6, κατεβάζαν το φέρετρο από τις σκάλες της Βύρωνος, τα σκαλιά μας, δηλαδή, ξέσκεπο το φέρετρο και ο κύριος Μιχαλάκης με τα κάτασπράτου μαλλιά, σιωπηλός πια. Ο κύριος Μιχαλάκης, από το λίγο που ακόμη θυμάμαι, με αγαπούσε πολύ ως παιδάκι. Είχα καταεντυπωσιασθεί, έκανα βράδυα ν΄αποκοιμηθώ, καθόταν ο πατέρας μου μαζί μου να με νανουρίζει, είχα πολύ φοβηθεί, ήταν ο πρώτος νεκρός που αντελήφθην τι θα πει πτώμα, το επόμενο ήταν η κυρία Ελένη Κουζή, δεν ήταν 35 χρονών, ο Γιώργος, ο πρωτότοκός της, ήταν δύο περίπου χρόνια μεγαλύτερός μου, ο Γιαννάκης, ήταν ούτε ενός χρονού. Στην Πλατεία, είχε μαζευτεί όλο τ' Ανάπλι, ήταν Μάιος του 1961, το φέρετρο πάλι ξέσκεπο, της φορούσαν ένα μπλε ουρανί φόρεμα, της είχαν τα κατάμαυρα μαλλιά κότσο, και βαμβάκια στα μάτια, την μύτη και το στόμα.Υστερα δεν ξαναφοβήθηκα ποτέ νεκρόν άνθρωπο*
-Και μία μαρτυρία του Κωστή του Καράπαυλου για τον Πετρορούσο και τις καταβολές του από το Παράλιον Άστρος, σε ένα από τα αφηγήματα του αδερφού, νομίζω πως αναφέρεται ότι καταγόταν από την Νάξο, κι εγώ τον θυμάμαι να εμφανίζεται με κουστουμιά σένια στην λειτουργία του Άι Νικόλα όπου ιερουργούσε σταθερά ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, μετέπειτα Πειραιώς, έχει πλάκα διότι θρυλείται πως στα βαφτίσια μου στην Παναγία, Ιούλιο του 1955 με καύσωνα, ενώ παπάς ήταν ο Παπαγιάννης μας, επωνομαζόμενος "παπατρέχας" -σου "ξεπέταγε" γάμο και κηδεία στα 3 λεπτά- ήρθε από φιλία ο Μητροπολίτης, πήγε να μου βάλει το λάδι και τον έπιασα από τα γένια και δεν τα άφηνα με τίποτα. Έμπαινε λοιπόν ο Πετρορούσος στην εκκλησία και πήγαινε και στεκόταν αριστερά από τους επισήμους, στην άκρη τους. Όταν τελείωνε η λειτουργία, ο Μητροπολίτης τον χαιρετούσε πρώτον, με την ρήση "ο ήρωας μας του θωρηκτού Αβέρωφ". Κάθε χρόνο.
https://astrosparalio.gr/2011/04/02/24/
μιάς και τα λέμε αυτά, σαν ψυχοπονιάρικο, ποτέ δεν τον λοιδώρησα, μάλλωνα κι όλας τους συμμαθητές μου που τον κορόιδευαν στον Μεγάλο Δρόμο, όταν καθόταν δίπλα στην φουφού με τα κάστανα του καστανά μας για να ζεσταθεί κομμάτι, ήσαν χρόνια όπου ο χειμώνας ήταν δρυμής και οι αέρηδες "ετσουζαν". Η μάνα μας, άλλη ψυχοπονιάρα, πολλές φορές του έλεγε όταν τον συναντούσε στο κονάκι του στον Μεγάλο Δρόμο να έρθει να του σιάξει τα δόντια, τζάμπα, εννοείται. Ποτέ δεν ήρθε-
Χρόνια πολλά, Άη Νικόλα.
