ακόμη και κατακαλόκαιρο όταν φθάναμε, η μαμά μας είχε κάτσει και μου είχε ψήσει κατάδες -πολύ λιγώτερο γλυκείς από κουραμπιέ και, για μέναν και μόνον, χωρίς ζάχαρη άχνη- φυσικά, ήσαν έτοιμα τα θρυλικά της γιουβαρλάκια, σαν μεθαύριο, 18 Δεκεμβρίου 2018, ημέρα Πέμπτη, σαν καλιώρα σήμερα, μας βαρέθηκε και μας είπε οριστικά αντίο, είχε σώας τας φρένας ως την τελευταία της πνοή, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι, ήταν η πρώτη της φορά που δεν μπορούσε να διαβάσει η ίδια και καθόμουν και της διάβαζα από το βιβλίο της. Δεν είχα ξανα~απαντήσει άνθρωπο τόσο βιβλιοφάγο, ξεπερνόύσε και τους βιολογικούς μου γονείς, διανοουμένους εκ γενετής, να διαβάζει και να σχολιάζει δοκίμια, να διαβάζει τα βιβλία φυσικής της βιολογικής της κόρης και να αρθρώνει γνώμη, πάντα ορθή. Πάντα θα μου λείπει η κυρία Αγγελική, λέγαμε γελώντας πως εμέναν θα έπρεπε να είχε κόρη, για τούτο με λόγιαζε πάντα κόρη της, εδώ και 40 χρόνια, υπήρξα το τρίτο της παιδί κι είμουν πολύ περήφανη για την τιμή... τσακωνόμασταν, φωνάζαμε, σκοτωνόμασταν αλλά μια αγκαλιά μας έφερνε κοντά στην ιδιάζουσα μυρωδιά της, σαμιώτικο θυμάρι και μέλι. Και ένα κλίκ από το σύνηθες άρωμά της, το "βούτηξα" εκ των υστέρων, Givenchy III. Σαν τα αρώματα της βιολογικής μου μητέρας, κάθε που θέλω να την έχω κοντά, το φοράω και την έχω στο δέρμα για λίγες ώρες. Την έχω κάνει να χορέψει ενώ δεν ήθελε πια, χόρευε λεβέντικα, συνάμα θηλυκά, την έκανα να μας ξανατραγουδήσει Αττίκ με αυτήν την υπέροχη σοπράνο φωνή της. Της φορέσαμε το ωραιότερό της φόρεμα και την στολίσαμε πανέμορφα για να φύγει ως κοκέτα που πάντα υπήρξε. Όταν πέθαναν οι βιολογικοί μου γονείς, στην κηδεία της μητέρας μου, ήρθαν φυσικά από την Σάμο με τον κύριο Μήτσο (πας Δημήτρης, Μήτσος), με έπιασε από τους ώμους και μου είπε απλά: εμείς θα είμαστε τώρα οι γονείς σου. Το τήρησαν κι οι δυο μέχρι κεραίας, το τήρησα κι εγώ, μέχρι κεραίας, όταν πέθανε ο κύριος Μήτσος, μου χάρισε το αγαπημένο του κομπολόι- προτίμησα να το αφήσω στο καρφί, εκεί πάνω από το ψυγείο και να το χρησιμοποιώ όταν πάμε σπίτι μας- και την καλλίτερη από τις καρφίτσες της γραβάτας του. Δεν είναι μια οποιαδήποτε καρφίτσα, ανήκε στον πατέρα του κυρίου Μήτσου, την έφερε η μητέρα του, η Μαριώ, από κείνα τα κοσμήματα, ραμμένα στην φόδρα των πανωφοριών, όταν, από άρχοντες στον Γέροντα της Μικρασίας βρεθήκαν πένητες στην Σάμο. Την έχω ακόμη καρφιτσωμένη σε ένα από τα γιλέκα μου. Την φυλάω ως κόρην οφθαλμού, καθώς και το πατρογονικό μας δαχτυλίδι.Τρία χρόνια από το φευγιό της θετής μου μάνας, τόσο πολύτιμης-