31/5/21

εμέναν, ο πατέρας μου ήταν ξανθός αρβανίτης, με φύσηξε στο στόμα...


 από το 2016, όπου, λαχανιάζοντας, σηκώθηκα κι έφυγα από κύρια δουλειά-συμπληρωματική, πάντα εδώ, ευτυχώς- γράφω δωμέσα κάποιες σημειώσεις, καμιά φορά πολύ προσωπικές, πλάθονται υλικό για να φθάσει τριτογενώς σε τελική εκτυπώσιμη μορφή, ακόμη κι όταν αναφέρονται άνθρωποι με ονοματεπώνυμο, θα είναι αλλιώς:

1984, Δευτέρα, νύχτα, 4 Ιουνίου, εφεξής, χρειάζομαι μηχανάκι για να μετρήσω τα χρόνια: 37, στην ντουλάπα σου είχες ένα βαλιτζάκι καφεδί ανοιχτό, φόραγε πάντα δυο καθαρές αλλαξιές, 2 πουκάμισα και 2 παντελόνια, 1 γιλέκο γαλανό, κάλτσες, μαγιώ, χειροποίητα παπούτσια βελουτέ, πετσέτα θαλάσσης, παντόφλες και παπούτσια άμμου, ήταν για το "ρεπό" σου καταπώς το γέλαγες, συνήθως κάθε Τετάρτη, όπου κατέφευγες στο Σούνιό σου. Δεν γκομένιζες πια, μια ανάσα εξόδου χρειαζόσουν, να συναντηθείς με τους παλιούς σου Σουνιώτες συντρόφους στην "Τρίαινα" για μια σούπα γαρίδας, μία παρτίδα μπρίτζ, μιαν εξαίρεση στο αστέμιο ποτού, συνήθως μισό τζιν φις. η άλλη, ήταν μία μέρα καθημερινή και βαρετή.

Κείνη η Δευτέρα συν-πλην σαν σήμερα, 4 Ιουνίου, υπήρξε η τελευταία σου έξοδος Ρίτα, αφού είχες τακτοποιήσει την μαμά στο νοσοκομείο, με είχες ειδοποιήσει δεόντως πως θα πάς στην Εκάλη να παίξεις πόκερ, μοσχομυριστός στην κολώνιά σου Μυρτώ, να μην αργούσα να πάω στην μαμά (του λόγου μου το κάναν, ας πούμε, επίτηδες, ασχολούμουν με το Σύμφωνο Ρότζερς ΗΠΑ-Τουρκίας, καληώρα σήμερα), λαχανιαστά έφθασα στην μαμά, μες το νεύρο, με περίμενε στην αρχή του χωλ, φορούσε κείνη την ωραία ρόμπα της που τόσο σου άρεσε, στο χρώμα του σάπιου μήλου με μεγάλα λουλούδια σε σκοτωμένο γαλαζωπό, μου γκρίνιαξε, φυσικά, που άργησα, μου έκανε παρατήρηση για την σαλοπέτ που φορούσα -πώς πας έτσι στην δουλειά σου, έτσι σε δίδαξα εγώ?- ηρέμησε μετά, μας τηλεφώνησες και σου αναφερθήκαμε. Έφυγα κατά τις 10 και, σκασμένη από κούραση και δουλειά, πήγα στο ραντεβού με τους φίλους στο Άλσος της Ευελπίδων. Με το έμπα στο σπίτι η ώρα 1 και, η φωνή της μάνας: τρέχα, ο πατέρας σου, παίρνω ταξί κι έρχομαι κι εγώ' από κεί κι ύστερα, ως να πεθάνει κι η μαμά, μετά, τα Γιάννενα, μετά, το Παρίσι, μετά, το Τορόντο, δεν υπήρχαν μήνες, δεν υπήρχαν ώρες, ως σήμερα, δεν υπάρχουν ώρες, θα τα πούμε κειπάνου, πάντως, έμαθα κάτι χρήσιμο: στους νεκρούς βάζουν στο στόμα τους ένα κράτημα για να μην κλείσει,σαν το μπαλάκι που ανοιγοκλείνω για το χέρι σήμερα, το δικό σου είχε το χρώμα μας, γαλάζιο, στου γιού σου, τίποτα δεν βάλαν, χρειάστηκα μηχανικά εγώ, μικρά μού φανήκαν τα μάτια-

Και οι τέσσερις υπήρξαμαν αναπλιώτες, θα σας τιμώ οπόταν κατέβω: https://www.youtube.com/watch?v=189NAgvHH4o

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...