9/2/19

έφτιαξα, δεν ξέρω πόσους χάρτες έφτιαξα, πάντα, να φανείς, σε κάθε χάρτη, αυτό το στυλάκι  "εγώ πρώτος" δεν μου αρέσουν οι πρωτιές, από τους 4, σ' εμέναν δεν αρέσαν ποτέ οι πρωτιές, κάποιος που εμπιστεύομαι σαν την παλάμη μου, μου είπε, let him go, έτσι θα σε αφήσω να πάς χαλαρά, τον καϋμό θα έχω πάντα, αφού έζησες μια καλή κι ωραία ζωή, γιατί ζόμπι? αν το θες, ήταν ο καϋμός μου και για τη μάνα μας, δεν είσουν εκεί, το ζόρι σου ήταν γιατί δεν χώρεσε η περίφημη τραπεζαρία να κατεβεί. Δεν βαρυέσαι,  πάρε τον χρόνο σου, για τα ρέστα, μην ανησυχείς, εδώ είμαι, με πονάει λίγο πως το χέρι έχει δεν έχει καν κράτημα μες τις γάζες,
Θυμίζει όλο και περισσότερο της μαμάς, je te le souffle, δεν βαρυέσαι, κάθε οργανισμός είναι μοναδικός, κάθομαι και σε χαζεύω, κάθομαι και σε ανασαίνω, κάθομαι και σε αναθυμίζω ούτε πεντάχρονο με τα πρώτα σου γυαλάκια να παίζει το 3 μηνών μωρό πάνω στην κουβέρτα, στην αυλή μας, κατάλαβες, όταν λέγαμε "η αυλή μας" μόνο εσύ κι εγώ βρισκόμασταν στη απόλυτη συντονία πια,όπως τότε, το πότε ήταν; που σκυμμένοι με τον γεννήτορα, κόβατε, ράβατε, κολλάγατε χαρτιά για τον χαρταετό, συνήθως κοκκινοπρασινός-μπλέ, και τρέχατε σαν τα παλαβά μεγάλος και μικρός στον σκελετό ακόμη του Ξενία στην Αρβανητιά, πέταγε ψηλά, και βζζζζουπ, έπεφτε θνησιγενής,
δεν θα ήθελα ποτέ να σε σκεφτώ θνησιγενή


Τι είν΄ η πατρίδα μου;

*στη μνήμη και των δυο πια Του αδερφού μου Γιώργου, για τον πατέρα μας,τον καφέ, το βύσσινο και το καρπούζι, 

Η πατρίδα μου’
χωράει στο μισό μόνο γούβωμα
της παλάμης του βουνού.
Ένδοξο παρελθόν,
θαλερό παρόν,
εξασφαλισμένο παγκοσμιοποιημένο μέλλον.
Η πατρίδα μου
είναι τώρα πολλές,
απλώθηκε στον κάμπο.
Κι ήρθαν αλλότριοι
μα δεν ξέρουν να την κατοικήσουν.
Διότι η πατρίδα μου είναι
κείνο το μισοφέγγαρο
στον μυχό του Αργολικού,
μόλις που πιάνει
το μισό γούβωμα
στην παλάμη του βουνού
και καθόλου δεν τηνε νοιάζει
όσα ένδοξα απεργάζονται  γι’ αυτήν.
Θέλει μόνο
ν’ αναπαύεται
στο γούβωμα
της παλάμης του βουνού
και να χαιρετάει την θάλασσά της
πρωϊ-μεσημέρι-βράδυ
(-διότι το απόγευμα «σιγά, η πατρίδα κοιμάται»
και ξυπνάει
με τούρκικο, καστρίτικο βύσσινο και βυσσινάδα-.
-Το βράδυ έχει καρπούζι και κρύο νερό,
σαν τη θάλασσά της-).
Αυγ-Σεπτ.2010

©ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ/AMALIA ROUVALIS



Έφτιαξα
πολλές τσακίσεις
στον ολοκαίνουργιο χάρτη μου
για να ‘χω να λέω:
 «πάλι ταξιδέψαμε φέτος».-

-σε παραδείσους λάθρα.-
2011


*κοίτα να δεις που πάλι Σάββατο πέφτει φέτος όταν πέθανε η μαμά, 16, δεν θες να πεθάνεις κι εσύ έτσι? εξάλλου, Σαββατογεννημένος είσαι, με το κοκκαλάκι της νυχτερίδας παραμάσχαλα, να μην τα λέμε κι αυτά? πού "κόλλησα" δεν θυμάμαι, ποιός έφερε σε ποιόν εκείνη την πελώρια πλάκα σοκολάτα στο τεζάκι στην Κλινική στον Πειραιά όπου γεννηθήκαμε κι οι δυό, που λέει κι ο οικογενειακός μύθος και η άλλη μεγάλη πλάκα, ο ίδιος ούτε τεσσεράμισυ σταθερά,είσασταν στο τρόλλευ για την Κυψέλη και μπήκε και ο γείτονάς μας μια ζωή κύριος Λούης, ζει διηγείται και ευτυχεί ακόμη, σε χαιρετάει, έλεγε η μάνα, φορούσες μία φουφουλίτσα κι είχες μάλλον όλο σου το φουντωτό μαλλί υψωμένο, μες στην τρελλή χαρά, σε ρώτησε ο κύριος Λούης, "quo vadis" κι άρχισες να φωνάζεις και δεν έλεγες να βγάλεις τον κύριο σκασμό: "ήρθαμε να γεννήσουμε, ήρθαμε να γεννήσουμε, γεννάμε" γέλαγε όλο το τρόλλευ και η μαμά με τόσο μεγάλη κοιλιά δεν ήξερε πού να κρυφτεί,
τεσσεράμισυ ήσουν, υποτεθείσθω εγώ από τον ουρανό σ' εσέναν για να μην στενοχωρηθείς και να χαρείς, πάντως αυτό, το ότι σταμάτησε η μάνα, καθ' οδόν προς την κλινική, για να αγοράσει σοκολάτα, -ήσαν κάτι πολύ μεγάλες πλάκες, ίσαμε 5 παλάμες- το θυμόμαστε, ναι?, δηλαδή, δεν το θυμόμαστε αλλά μόλις σου το ψιθύρισα κι άστραψε το μάτι σου, να σου πω κάτι (το έλεγα πριν λίγο στους στενούς σου φίλους), αμάν ρε Λώλο Μπόκαλη (το έλεγα και στους γιατρούς σου τις προάλλες): αν σε ανοίξουν εγκαρσίως, θα βγάλουν καμιά δεκαριά μεγάλες πλάκες σοκολάτες, τόσες που έφαγες στη ζωή σου, για τούτο κάθε μέρα, ένα κομματάκι σου φέρνω να χαρείς, να πεθάνεις σοκολατοποιημένος, βρε αδερφέ!!!*

το πέντε Στρούτζες, λείπει ο γόης Παπαμιχαλόπουλος, σήμερα, σου έστειλε φιλιά ολόγλυκα, το λέει η φωτό, 1964/8/10/ κλείνοντας τα δεκαπέντε, στο πάρτυ σου με τα σέικ και την γιάνκα, για πρώτη φορά, έδωσες λίγη σημασία και σ' εμέναν και με χόρεψες σέικ, μπρος από το τραπέζι της αγγλικής τραπεζαρίας που τόσο σου κόστισε όταν την έδωσα διότι δεν κατέβαινε το τραπέζι τις σκάλες για την αποθήκη, από αριστερά, ο αγαπημένος σου Μπακαλιάρος, ο Μίμης
ίδιος ως τώρα, ο Μήκος, εσύ, είχες κι έχεις όταν μου κάνεις την χάρη να μου χαμογελάσεις, το χαμόγελο της μάνας μας, ο Νάκος,πέθανε δέκα χρόνια πια, ο Ρούλης, -με τον Ρούλη κρατάγατε πρώτο τραπέζι πίστα τα εξαπτέρυγα 2 χρόνια πίσω,στην λιτανεία του Αγίου Αναστασίου της ενορίας μας Παναγίας, σου έπεσε το εξαπτέρυγο, ένοιωσες ρεζίλι και δεν ξαναπάτησες στην Παναγία- όλοι ασπροπουκαμισάδες, χαρά στις μάνες σας, για τα εμάς, χμ, η κοπέλλα μας τότενες, κοίτα να δεις που ήρθαν όλοι μαζί τις προάλλες να σε δουν, κάνατε ένα σωρό πλάκες, πρωτοστατεί ο Παπαμιχαλόπουλος με ένα χιούμορ αναπλιώτικο τόσο δικό μας που κανείς άλλος δεν μπορεί να αναγνωρίσει, πέφτουμε κάτω από τα γέλια, ως που του είπα "σταμάτα βρε Γιώργη, ο φίλος σου οκ αλλά εμείς θα πάθουμε καμία καρδιακή προσβολή", μαζεύαμε από τα πατώματα τον Χρηστάκο τον Μήκο....εκτός από σέναν  και τον Ρούλη που καταντήσατε σκέτο κρανίο, τα άλλα αγόρια ίδια κι απαράλλακτα, θυμάσαι που έλεγε η μάνα, με σκέτες τύψεις: "αν δεν τον τράβαγα συνέχεια από την φούντα του μετώπου"..., είχες ένα πυκνό-αφρικάνικο μαλλί-ίσως και να μην φαλάκραινε, μύθος, όρα ο παππούς  ο Ρούβαλης- να σου πω, κείνη η θαλασσοτοπία έχει αλλάξει κορνίζα, προς το άσπρο της δηλαδή, την έχω πάντα μαζί, αν γίνεις καλλίτερα και καταφέρεις να σκαρφαλώσεις ως εδώ, θα την χαρείς μαζί με το φρεσκοβαμμένο σπίτι, να πίνεις τις βιταμίνες σου, να γίνεις Ποπάυ και να ερθείς, νταξ? νταξ, περιμένουμε-
 έχεις φιλιά από τον Μιμάκο σου, θα έρθει να σε δει, είπε και μου θύμισε πως εσείς είσασταν στην 6η κι εγώ πήγαινα πρώτη μέρα πρωτάκι _μόνη μου, μόνη μου, θα πάω μόνη μου_ ταραξίας πάντα-με βούτηξες στιβαρά από το χέρι κι όταν φτάσαμε στην αυλή του σχολείου είδες την δεσποινίδα Ρουσάκη και με ενεχείρισες σε αυτήν κι ό,τι ήθελε προκύψει, αργότερα είπες πως ένιωσες πολύ περήφανο παιδάκι γι αυτό, φέρθηκες σαν μεγάλος, δεν το θυμάμαι (το τέλος της ιστορίας δηλαδή) αλλά είμαι κι εγώ ακόμη περήφανο παιδάκι που με προστάτευες πάντα, όταν λέμε πάντα, εννοούμε πάντα-, πάμε στο πάντα με το χέρι μες στο χέρι-κοίτα να δεις πώς ανατρέπονται οι καιροί το δικό σου τώρα οστεώδες και το άλλο παχουλό,η πλήρης ανατροπή, δηλαδή, κάνε κάτι κι εσύ να ξαναγίνει η πίσω ανατροπή, θα κάνω κι εγώ ένα βήμα, πάμε? φύγαμε.....

*όταν σε πήγαν στ' Ανάπλι δεν είσουν ούτε τριών, φόραγες ένα κατακόκκινο κασκετάκι και ζωηρό παιδάκι δεν εύρισκες ησυχία στο κάθισμα, ήταν μακρύ το ταξίδι. Από την διήγηση της μαμάς, δηλαδή, γραπτής κιόλας. Λίγο μετά σε πήγε ο μπαμπάς στο Πάρκο, στο Περίπτερο του Μανιταρά, είχες παίξει πολύ, είχες σκαρφαλώσει σε όλα τα κανόνια, είχες κατουρήσει κανονικότατα τον εθνικό μας Κοτροκολώνη και πια, κουράστηκες, σου φέρανε το θρυλικό υποβρύχιο των Μανιταράδων και άρχισες να σκαλίζεις το κουταλάκι, από τότε σου έμεινε μάλλον το κουσούρι να σκαλίζεις ιστορίες. Περνάει ένας συντοπίτης, σε βλέπει χαριτωμένο παιδάκι και σε ρωτάει πώς σε λένε, στραβά το είχες πάρει το ονοματεπώνυμό σου, δύσκολο σου έπεφτε τότες,από λεξούλες όχι και πολλά πολλά, είπαμε, δεν είσουν τριώ χρονώ ακόμη, και απαντάς, "ε λέε Λώλο Μπόκαλη",έτσι σου έμεινε, όταν θέλω να σε πειράξω σε λέω Λώλο Μπόκαλη.*
*καληνύχτα Λώλο Μπόκαλη και φρόντισε να μην μου ξαναφάς την τούρτα των γενεθλίων μου ολόκληρη, αρκετή ταραχή προξένησες στη μάνα μας όταν γύρισε και την βρήκε στο στομάχι σου αντί για το ψυγείο και σε ξενύχτησε η κακομοίρα μήπως της πάθεις κάτι, ασχέτως του ότι άνοιξες ένα μάτι και είπες "αν ψάχνεις την τούρτα της μικρής, την έφαγα όλη", σταυροκοπήθηκε η γυναίκα και σε ξενυχτήσαν με τον πατέρα μήπως χρειασθεί να σε πάνε πατητά στην Αθήνα για πλύση στομάχου, αρκετή ταραχή είχαν περάσει με του λόγου μου λίγους χρόνους πριν όταν κατάπια τα βάλιουμ της μάνας στα 4 μου και ο Κατσαούνης έγινε Λάουντα να φτάσει στο τότε Παίδων σε 4 ώρες από την παλιά Εθνική, τώρα μπορείς να τρως ό,τι αγαπάς, τούρτα γενεθλίων μετά τον θάνατό σου δεν μέλλει υπάρξει, καληνύχτα είπαμε? καληνύχτα αζιρφέ*

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...