1/12/08

ΚΟΜΒΟΣ ΚΛΑΡΙΣΕ ΛΙΣΠΕΚΤΟΡ


ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ '60

Κοντά στην Άγρια Καρδιά Μυθιστόρημα Μετάφραση: Αμαλία Ρούβαλη. Εκδόσεις: Τυπωθήτω Περίληψη: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1944, μετά από περιπετειώδεις απορρίψεις από σειρά εκδοτικών οίκων, και δίχασε τους κριτικούς। Κάποιοι υποστήριξαν ότι η νεαρή συγγραφέας βρισκόταν υπό την ισχυρή επίδραση του Τζέιμς Τζόις και της Βιρτζίνια Γουλφ, για τη γλωσσοπλαστική της δεινότητα, το σπάσιμο της συνέχειας του χωροχρόνου και την ενδοσκοπική ματιά της (ενώ η ίδια δεν τους είχε ακόμη διαβάσει), άλλοι τόνισαν το «γυναικείο ταμπεραμέντο» στο γράψιμο (που η Λισπέκτορ δηλώνει εξαρχής μακριά του), κάποιοι άλλοι ανέφεραν πως δεν καταλαβαίνουν καθόλου αυτό το παράξενο έργο με την πρωτόφαντη γραφή, όπου η έμφαση δινόταν όχι στα πρόσωπα αλλά στα αντικείμενα, στα οποία η νεαρή συγγραφέας εμφυσούσε ζωή και τους χάριζε αυτόνομη πορεία.Γραφή ενδοσκοπική και ψυχογραφική, επικέντρωση στις λεπτομέρειες και τα ασήμαντα περιστατικά της καθημερινής ζωής., ενδιαφέρον όχι για τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά για τον αντίκτυπό τους πάνω στη στάση και την πορεία του ανθρώπου. Τα μικρά καθημερινά περιστατικά προξενούν αισθήσεις στους χαρακτήρες της Λισπέκτορ, που αλλάζουν τις διαστάσεις του περίγυρου —χώρου και χρόνου—, τον αλλοιώνουν, τον γιγαντώνουν ή τον σμικρύνουν κατά περίσταση, περνώντας στη σφαίρα του φαντασιακού, του μαγικού, του μυστηρίου. Ένα μυθιστόρημα αναλλοίωτο από το χρόνο, που επιτέλους κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας.Η έκδοση συνοδεύεται από εκτενές Επίμετρο.
 Παρατηρήσεις Επίμετρο-σχόλια-σημειώσεις και μετάφραση από τα πορτογαλικά: Αμαλία Ρούβαλη Κριτικές: "Υπάρχει μία λογοτεχνία π.Κ. (προ Κλαρίσε) και μ.Κ. (μετά Κλαρίσε)". - Ελέν Σιξούς, Γαλλίδα φιλόσοφος, πανεπιστημιακή και συγγραφέας."Η γραφή της Κλαρίσε Λισπέκτορ ανα-κίνησε τη λογοτεχνική γλώσσα. Σαν πέτρες που κυλάνε. Σαν ένας σεισμός. Την έσπρωξε, τοποθετώντας την πιο κοντά στην ακροτελεύτια γραμμή της. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ άλλαξε οριστικά την κατεύθυνση της πορείας της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας". - Αντόνιο Κάντιντου, Βραζιλιάνος κριτικός και λογοτέχνης."Προσοχή, η Κλαρίσε δεν είναι συγγραφέας: είναι μάγισσα". - Ότο Λάρα Ρεζέντε, Βραζιλιάνος συγγραφέας, σύγχρονος της Λισπέκτορ."Το να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο της Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι σαν να βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά.". - Σέρζιου Σαντ' Άννα, πανεπιστημιακός και λογοτέχνης.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ



1. Κλαρίσε Λισπέκτορ - Κοντά στην άγρια καρδιά Γεννημένη στην Ουκρανία, μεγαλωμένη στη Βραζιλία, η Λισπέκτορ θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτέχνιδες του 20ου αιώνα. Την έχουν χαρακτηρίσει θηλυκό Κάφκα, θηλυκό Τζόις, Κίρκεγκαρ της λογοτεχνίας. Στην πατρίδα της, εκπροσώπησε τον μοντερνισμό και τίποτα μετά από αυτήν δεν θα ήταν το ίδιο στη λογοτεχνική παραγωγή της Βραζιλίας. Αγαπήθηκε πολύ αλλά και έγινε αντικείμενο πληθώρας επιστημονικών μελετών και διατριβών ανά τον κόσμο. Είναι ευτύχημα που εκδίδεται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας, το πρώτο της έργο, Κοντά στην άγρια καρδιά. Ένα κείμενο ερμητικό και βαθιά γοητευτικό, που απαιτεί αφοσίωση από τον αναγνώστη. Στο βιβλίο, παρακολουθούμε τη Ζουάνα, μια νεαρή γυναίκα που μένει ορφανή και τη σχέση της με τους γύρω της, τον σύζυγό της Οτάβιου, αλλά και την ερωμένη του, τη Λίντια. Τα κεφάλαια μοιάζουν να είναι χωρισμένα ως ενότητες που χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη συνειδητότητα. Η υπόθεση, όμως, έχει δευτερεύουσα σημασία. Το κείμενο της Λισπέκτορ είναι μια άσκηση στη γραφή, μια νέα αισθητική ματιά στη λογοτεχνία. Η γλώσσα της Λισπέκτορ μοιάζει με ελεγχόμενη αυτόματη γραφή, παραδομένη σε έναν καταιγισμό σκέψεων, αποτέλεσμα του οξυμένου αισθητηρίου της ηρωίδας της. Σαν κεραία που δονείται σε κάθε φύσημα του αέρα, η Ζουάνα ριγεί σε κάθε λέξη, συμβάν, βλέμμα που υπάρχει γύρω της και μετατρέπει το ρίγος αυτό σε ποίηση και διερώτηση για τη ζωή. Χαρακτήρας έντονος, που φαίνεται ότι δυσκολεύεται να συμπορευτεί με το περιβάλλον της και να συνυπάρξει ακόμα και με αυτούς που αγαπά, η Ζουάνα επιλέγει τη μοναξιά ως ένα είδος θανάτου, προσπαθώντας να διαφυλάξει την πνευματική της διαύγεια. Η συγγραφέας αντλεί από την ψυχανάλυση για να δημιουργήσει εικόνες με συμβολισμούς που βοηθούν στην εξήγηση της πραγματικότητας της ηρωίδας αλλά και του κόσμου γύρω της. Μέσα από τη σύγκρουση της πραγματικότητας της ηρωίδας με εκείνη των άλλων, η Λισπέκτορ δημιουργεί ένα γλωσσικό κέντημα αισθήσεων. Ίσως να μη δίνεται απάντηση στο ερώτημα που βασανίζει τη Ζουάνα, για το ποια είναι και ποια θέση έχει μέσα στον κόσμο, αλλά η ηρωίδα είναι ελεύθερη μέσα σε αυτό που οι άλλοι θεωρούν καταδίκη. Το Κοντά στην άγρια καρδιά, είναι ένα αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακό κείμενο που η συγγραφέας έγραψε σε ηλικία μόλις 24 ετών, προετοιμάζοντας το έδαφος για την λαμπρή λογοτεχνική πορεία που ακολούθησε. Δικαίως η Λισπέκτορ θεωρείται τόσο σημαντική, μιας και το πρώτο της αυτό κείμενο φανερώνει ένα πηγαίο ταλέντο, με πραγματική διαίσθηση για τη γλώσσα. Στην ελληνική έκδοση, η μεταφράστρια Αμαλία Ρούβαλη μας έδωσε ένα κοπιώδες έργο προσεγγίζοντας αυτή την ιδιαίτερη φωνή, ενώ ιδιαίτερα βοηθητικά και εμπεριστατωμένα είναι το επίμετρο και τα σχόλια της, που βοηθούν στη γνωριμία του κοινού με τη συγγραφέα.
Αρχοντή Κόρκα mailto:Κόρκαarhondikorka@critique.gr



2. Οι έλληνες αναγνώστες δεν γνωρίζουν πολλά για τη λογοτεχνία της Βραζιλίας, αγνοούν τους ποιητές και τους πεζογράφους της -ο Πάουλο Κοέλιο είναι ευπώλητος, αλλά αυτά που γράφει δεν θεωρούνται λογοτεχνία-, εκτός από δύο τρεις συγγραφείς. Η έκδοση του μυθιστορήματος Κοντά στην άγρια καρδιά της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσουν μια σημαντική συγγραφέα, η οποία, σύμφωνα με το επίμετρο της Αμαλίας Ρούβαλη, μεταφράστριας του βιβλίου, είναι η μεγαλύτερη γυναίκα συγγραφέας στη συγκεκριμένη χώρα. Το παρόν μυθιστόρημα γράφτηκε το 1944 και μολονότι μέχρι τότε η συγγραφέας δεν είχε διαβάσει τα έργα του Τζέημς Τζόυς και της Βιρτζίνια Γουλφ -λέει η ίδια-έχει αρκετά κοινά σημείο με αυτό. Πρόκειται για την τριτοπρόσωπη αφήγηση που αφορά την Ζουάνα, τη νεαρή ηρωίδα, η οποία σκέφτεται, θυμάται και δρα. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, η Ζουάνα θυμάται την παιδική ηλικία και τον πατέρα της. Ως μαθήτρια είχε περίεργες απορίες, όπως π.χ. εκείνη που απευθύνει στη δασκάλα της: «Τι κερδίζουμε όταν είμαστε ευτυχισμένοι;» Οι συγγενείς, ο φόβος, ο χρόνος, το σώμα που μετασχηματίζεται -το παρατηρεί στον καθρέφτη-, η αγάπη της για τον Οτάβιου, είναι μερικά από εκείνα που την απασχολούν, που απασχολούν τα κορίτσια, και τότε η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη, ώστε η ηρωίδα να περιγράψει παραστατικότερα τους προβληματισμούς της. Στο δεύτερο η Ζουάνα είναι παντρεμένη και ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατάει με τη Λίντια και κάνει ένα ταξίδι αυτογνωσίας। Η γραφή της Λισπέκτορ είναι απλή, άρα καθόλου δύσκολη στην ανάγνωση, και μπορούμε να πούμε πως η ηρωίδα της διαχρονικά εκφράζει το μοναχικό κορίτσι που γίνεται μοναχική γυναίκα με άδηλο μέλλον.
Φίλιππος Φιλίππου

 3. Δευτέρα, Νοέμβριος 15, 2010
Κοντά στην άγρια καρδιά, Κλαρίσε Λισπέκτορ
Είχε διαπιστώσει αίφνης ότι δίψαγε, μια δίψα αρχέγονη και βαθιά.
Ίσως να ήταν η έλλειψη ζωής:
ζούσε λιγότερο απ’ όσο μπορούσε κι η δίψα της μπορεί
και να επιζητούσε πλημμύρες.

Γοητευμένη, βυθίζω το κορμί μου στο βάθος του πηγαδιού, υποβάλλω ερωτήσεις σε όλες του τις πηγές και υπνοβατώντας τραβάω άλλο δρόμο. Να αναλύσω κάθε στιγμή, να αντιληφθώ τον πυρήνα κάθε στοιχείου από το χρόνο και το διάστημα. Να κατέχω το κάθε λεπτό, η συνείδησή μου να γίνει ένα μαζί τους, σαν λεπτές ίνες σχεδόν αδιόρατες μα δυνατές.
Κι η ζωή; Ακόμα κι έτσι μου διαφεύγει. Άλλος τρόπος να τη συλλάβω θα ήταν να ζήσω. Μα το όνειρο είναι πληρέστερο από την πραγματικότητα, ετούτη με πνίγει στο ασυνείδητο. Στο τέλος της γραφής, τι μετράει πιο πολύ, να ζεις ή να ξέρεις ότι ζεις αυτή τη στιγμή; Λέξεις διαυγέστατες, κρυστάλλινες σταγόνες. Νιώθω την απαστράπτουσα και κρυστάλλινη μορφή να χτυπιέται εντός μου. Μα πού είναι εκείνο που θέλω να πω, πού να’ ναι εκείνο που πρέπει να πω; Φωτίστε με, τα έχω σχεδόν όλα• έχω τo περίγραμμα περιμένοντας την ουσία• (…) Δεν μπορώ να πω τίποτα, ακόμα και αν είμαι στο εσωτερικό της μορφής.
Είναι μοναδική η αίσθηση που προκαλεί το γράψιμο της – Βραζιλιάνας με καταγωγή από την Ουκρανία- περίφημης συγγραφέα Κλαρίσε Λισπέκτορ[1]
Πυκνό και ποιητικό, ενδοσκοπικό σε κάποιες περιπτώσεις και χωρίς φανερή συνοχή. Εσωτερικό. Διαβάζοντας το πρώτο της αυτό βιβλίο, μου ήρθε στη μνήμη συνειρμικά το αντίστοιχα αισθησιακό κι ανατρεπτικό ύφος της Βιρτζίνια Γουλφ και το παραληρηματικό ύφος του Ρεμπώ• και φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο υποκειμενική και αβάσιμη η εντύπωσή μου αυτή, γιατί όπως διάβασα εκ των υστέρων στο εσώφυλλο του βιβλίου «την ονόμασαν θηλυκό Κάφκα, θηλυκό Τζόις, συγγένισσα της Γουλφ και του Μπόρχες, μια ώριμη Ρεμπό αν εκείνος είχε ζήσει κι άλλο, το «alter ego» του Προυστ, Κίρκεγκορ της λογοτεχνίας».

Δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, μια συνηθισμένη αφήγηση. Υπάρχει πλοκή που είναι στοιχειώδης (αρχικά δυσοίωνη για μένα αυτή η προοπτική, επιρρεπής σε φλυαρίες και συναισθηματισμούς), ενώ η αφήγηση -με εσωτερική εστίαση αλλά κυρίως σε γ΄ενικό- είναι σα να καταγράφει όχι αυτά που συμβαίνουν αλλά την εντύπωση, το αποτύπωμα που αφήνουν αυτά στις οξυμένες αισθήσεις της Ζουάνα, της πρωταγωνίστριας. Όπως άλλωστε έχει πει και η ίδια, δεν είναι συγγραφέας αλλά κάποια που διαισθάνεται και μεταφέρει στο χαρτί ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. Ο χρόνος δεν είναι ακριβώς γραμμικός, άλλοτε συμπυκνώνεται ασύμμετρα κι άλλοτε απλώνεται σε απέραντης διάρκειας στιγμές (κι αυτό δυσοίωνο). Δεν αναπαριστά γεγονότα αλλά είναι μια φωνή που «μιλά γι’ αυτά» σα να είναι ήδη γνωστά. Αυτή είναι η παγίδα του ύφους που γίνεται η κρυμμένη γοητεία. Παγίδα γιατί δε δημιουργούν οι εικόνες και τα συμβάντα συναισθήματα/σκέψεις στον αναγνώστη, αλλά αυτός τα δέχεται «έτοιμα». Απ’ αυτή την άποψη, είναι πιο κοντά στην ποίηση παρά στο μυθιστόρημα. Γοητεία γιατί, υπερβαίνοντας αυτές τις «δυσοίωνες» συνθήκες, σ’ αυτό το δύσκολο εγχείρημα η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει ένα μοναδικό ύφος: Παραληρηματικά και διεισδυτικά, αισθήματα εικονοποιημένα, στην πορεία τους να γίνουν συνείδηση (π.χ. ο πόνος κουρασμένος σ’ ένα δάκρυ ή Γιατί ήταν εκείνη τόσο καυτή κι ανάλαφρη σαν τον αέρα που βγαίνει απ’ το φούρνο όταν ανοίγεις το πορτάκι;)
Η Ζουάνα
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την ωρίμανση μια κοπέλας, της Ζουάνα. Η Ζουάνα αρχικά παιδί, χωρίς μάνα• τρυφερές μοναχικές παιδικές αναμνήσεις από τον πατέρα που πεθαίνει νωρίς (ένιωσε ότι ο μπαμπάς της είχε πεθάνει με τον ίδιο τρόπο που δε φαίνεται ο βυθός της θάλασσας). Στο σχολείο καταπλήσσει τη δασκάλα με την –ενδεικτική της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής της- ερώτηση «Τι κερδίζουμε όταν είμαστε ευτυχισμένοι;» που επαναλαμβάνεται «ήθελα να μάθω τι συμβαίνει αφού γίνουμε ευτυχισμένοι/ να είμαστε ευτυχισμένοι για να πετύχουμε τι πράγμα;». Στη συμβουλή της δασκάλας να «γράψει σ’ ένα χαρτί την ερώτηση αυτή για να την ξαναδιαβάσει όταν θα’ ναι μεγάλη…
- Μπορεί να σκεφτείς τότε ότι αυτό δεν έχει σημασία, ή τουλάχιστον να διασκεδάσεις με...
- Όχι.
-Τι όχι; Ρώτησε έκπληκτη η δασκάλα.
- Δε μ’ αρέσει να διασκεδάζω.

Η Ζουάνα είναι ένα παράξενο, ιδιόρρυθμο, ατίθασο κορίτσι που μεγαλώνει μόνο, με θείους που δεν την καταλαβαίνουν και σύντομα την κάνουν να νιώθει απόβλητη• δένεται με κάποιον καθηγητή που γίνεται μέντοράς της, ενηλικιώνεται, ελευθερώνεται από τις συμβάσεις, σαγηνεύεται, ερωτεύεται, παντρεύεται, ζηλεύει, χωρίζει. Αυτό είναι όλο. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα είναι ένας υποτυπώδης καμβάς πάνω στον οποίο πραγματώνεται ο ψυχισμός μιας γυναίκας που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ελευθερία, στην άρνηση να δεσμεύει τον εαυτό της σ’ οποιοδήποτε συναίσθημα (φυλακή, ελευθερία. Αυτά είναι τα λόγια που μου έρχονται. Αν και νιώθω πως δεν είναι τα αληθινά, μοναδικά και αναντικατάστατα. Ελευθερία είναι λίγο να πω• κείνο που επιθυμώ δεν έχει ακόμα όνομα), και σ’ ένα αισθησιακό και μυστικιστικό τρόπο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα:
Η ελευθερία που ένιωθε πότε πότε δεν προερχόταν από ξεκάθαρες σκέψεις, μα από μια κατάσταση δημιουργημένη από πράγματα που αντιλαμβανόταν υπερβολικά σωματικά για να διατυπωθούν σε σκέψη.
Η ποίηση• μόνο αυτή η σιωπή είναι η προσευχή μου και δε μπορώ να πω άλλα• είμαι τόσο ευτυχισμένη όταν αισθάνομαι, τόσο, που σιωπώ για να αισθανθώ κι άλλο• στη σιωπή γεννήθηκε μέσα μου ένας ιστός αράχνης, τρυφερός κι ανάερος: αυτή η απαλή έλλειψη κατανόησης της ζωής που μου επιτρέπει να ζω.
Όσα στ’ αλήθεια την ενδιέφεραν περισσότερο δε μπορούσε να τα διηγηθεί.
Προσπαθώ να απομονωθώ για να βρω τη ζωή μέσα στην ίδια τη ζωή. Εντούτοις, στηρίχτηκα πιότερο απ’ ό, τι θα’ πρεπε στο παιχνίδι που διασκεδάζει και παρηγορεί, και σαν απομακρύνομαι απ’ αυτό, βρίσκομαι απότομα απροστάτευτη. Τη στιγμή που κλείνω την πόρτα πίσω μου, αυτόματα αποχωρίζομαι από τα πράγματα. Χαρούμενη και απλή, περιμένω τον ίδιο μου τον εαυτό, περιμένω ότι θα ορθωθώ και θ’ αναδυθώ αληθινή μπρος στα μάτια μου.
Αιωνιότητα δεν ήταν η ποσότητα, απροσμέτρητα μεγάλη που ξοδευόταν, αλλά αιωνιότητα ήταν η διαδοχή. Ξάφνου η Ζουάνα καταλάβαινε ότι η ύψιστη ομορφιά βρισκόταν στη διαδοχή, ότι η κίνηση επεξηγούσε τη μορφή. (…)
Ορισμένες στιγμές μουσικής. Η μουσική εμπίπτει στην ίδια κατηγορία με τη σκέψη• κι οι δυο τους πάλλουν στην ίδια συχνότητα και είδος.

Έχω γυρίσει πίσω στο κορμί. Όταν με συλλαμβάνω εξ απήνης στο βάθος του καθρέφτη τρομάζω. Δεν μπορώ να πιστέψω πως έχω όρια, ότι είμαι περιχαρακωμένη και ορισμένη. Νιώθω διασκορπισμένη στον αέρα, σκέφτομαι στο εσωτερικό των ανθρώπων, ζώντας στα ίδια πράγματα που βρίσκονται πιο πέρα από μένα την ίδια. Όταν με βλέπω στον καθρέφτη, δεν τρομάζω γιατί με βλέπω άσχημη ή ωραία. Ανακαλύπτω τον εαυτό κου με άλλη ποιότητα.
Έτσι, σε αρμονία με την σκεπτικιστική παιδική της στάση απέναντι στην ευτυχία (να είμαστε ευτυχισμένοι για να πετύχουμε τι πράγμα;), ψηλαφεί και αγκαλιάζει με έκσταση όλες τις εκδηλώσεις του εαυτού, χωρίς αγωνία, ενοχή ή ντροπή:
Ναι, ναι, αυτό είναι, να μη δραπετεύω από τον ίδιο μου τον εαυτό, να μη δραπετεύω από τα ελαττώματα μου, η αρνητική μου πλευρά είναι όμορφη και κοίλη σαν άβυσσος.
Και,
Όχι, δεν ήταν ακόμα τόσο εξαντλημένη που να θέλει άνανδρα να προσευχηθεί αντί ν’ ανακαλύψει τον πόνο, να τον υπομείνει, να τον κατακτήσει στο ακέραιο για να γνωρίσει όλα του τα μυστήρια…
Κι αυτό, γιατί όπως γράφει αλλού,
Δεν έχουμε άλλο τρόπο να υπάρξουμε από το να είμαστε αυτό που είμαστε.

Είναι αναγκαίο να διαθέτει κανείς ορισμένο βαθμό τύφλωσης για να μπορέσει ν’ ανακαλύψει μερικά πράγματα. Ίσως αυτό να είναι και το σημάδι του καλλιτέχνη. Οποιοσδήποτε μπορούσε να γνωρίζει περισσότερα και να εκλογικεύει ασφαλώς, ακολουθώντας την αλήθεια. Αλλά ακριβώς αυτά τα πράγματα διαφεύγουν απ’ το εκτυφλωτικό φως. Στο σκοτάδι ξαναφωσφορίζουν.
Ο μυστικιστικός τρόπος να αντιλαμβάνεται τα πάντα αντανακλά σε κάθε στιγμή, δίνει και ρευστότητα σε όλα. Θυμίζει ζεν/ταό/ ανατολική φιλοσοφία η απροσδιοριστία στην οποία καταφεύγει η προσπάθεια της Ζουάνα να διασώσει το ανείπωτο, να βυθιστεί στη στιγμή και να αποφύγει τους σταθερούς προσδιορισμούς. Έχει συνείδηση αυτής της ρευστότητας, καθώς και της απόστασης που χωρίζει τα συναισθήματα από τα λόγια : γνωρίζω την απόσταση που χωρίζει τα συναισθήματα από τις λέξεις.

Ο Οτάβιου

Όμως, αυτή της η τάση ανακόπτεται όταν «αποφασίζει» να αγαπήσει (Δεν μπορούσε ν’ αρνείται πλέον …τι; Το φωτεινό κέντρο των πραγμάτων, η επιβεβαίωση που κοιμόταν κάτω απ’ όλα, η αρμονία που υπήρχε κάτω απ’ ό, τι δεν καταλάβαινε). Γιατί στην αγάπη μπαίνει η δοκιμασία της ελευθερίας. Πόσο μπορεί κάποιος να είναι ελεύθερος όταν δένεται απ’ τον πόθο, τον έρωτα, τη ζήλεια, το φόβο;
Η μουσική γραφή όμως της Λισπέκτορ επιτρέπει πολλές αναγνώσεις. Ο ποιητικός λόγος επιτρέπει τη συνύπαρξη πολλών σημασιών στις πολλές φωνές που ακούγονται. Δεν υπάρχει γραμμικότητα, αλλά μια αισθησιακή, σωματική σχέση με όλες τις εκφάνσεις της αγάπης, και μάλιστα σε διάσπαρτα κεφάλαια, όχι με γραμμική σειρά. Ο Οτάβιου εμφανίζεται στο βιβλίο από το δεύτερο ήδη κεφάλαιο, αλλά η σχέση φανερώνεται σταδιακά, μ’ όλες τις αντιθέσεις που διακατέχουν την έξαρση, τον, έρωτα, τη ζήλεια, το φόβο, τον αισθησιασμό.
Ο γάμος της είναι μια απόφαση που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη γιατί δε συμβαδίζει με την προσωπικότητά της. Είναι μάλλον κάτι ήρεμο και αβίαστο, σαν παιχνίδι (πώς να συνδεθεί μ’ έναν άνδρα αν δεν του επιτρέψει να τη δέσει; Πώς να εμποδίσει να ξεδιπλώσει εκείνος πάνω στο σώμα και την ψυχή της τους τέσσερις τοίχους του; Υπάρχει τρόπος να έχει τα πράγματα χωρίς να την κατέχουν τα πράγματα;). Πολύ αδρά διαγράφεται ένας κύκλος: στην αρχή το σώμα αφυπνίζεται, παρασέρνει κάθε βούληση, γίνεται ανάλαφρο αεράκι (καθένα απ’ τα κύτταρά της άνοιγε ανθίζοντας/ η μοναδική αλήθεια μεταβλήθηκε σ’ εκείνη την τρυφερότητα όπου βυθιζόταν). Έπειτα έρχεται η μεστότητα, η πληρότητα, την οποία κάποια στιγμή διαδέχεται η κούραση (το να ξέρει πως εκείνος υπάρχει της στερούσε την ελευθερία της και ούτε η ελευθερία να είναι δυστυχισμένη δεν διατηρείται, γιατί ακυρώνεται όταν είσαι με κάποιον άλλον)

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη σκόπιμη αυτοδέσμευση της Ζουάνα με τον Οτάβιου. Πάλι με αισθησιακό τρόπο η πρωταγωνίστρια συνειδητοποιεί ότι «αυτό το ζωντανό πλάσμα ήταν δικό της». Κατά τη γνώμη μου είναι από τα αδύναμα σημεία του βιβλίου. Αλλά φαίνεται ότι ούτε κι η Ζουάνα δε μπορεί να αντέξει αυτή τη σύμβαση. Έτσι, η σχέση δε διαρκεί πολύ (τον αγαπάω, αλλά ποτέ δεν ξέρω τι να κάνω με τα πράγματα και τους ανθρώπους που αγαπάω, καταντάν να με βαραίνουν, αυτό μου συνέβαινε από παιδί). Η επικοινωνία τους είναι ιδιαίτερη παρόλο που υπάρχει παράλληλα μια άλλη γυναίκα, τη Λίντια, που μάλιστα μένει έγκυος από τον Οτάβιου, (κάνω περισσότερο από το να σε καταλαβαίνω, σε αγαπάω) καθώς και κάποιος άλλος –ανώνυμος- άντρας. Βέβαια αυτά δε δίνονται σαν ρομάντζο, αλλά αντιστικτικά, τα συναισθήματα, τα «αποτυπώματα» όπως είπαμε των γεγονότων στις ψυχές των πρωταγωνιστών.
Κορυφαία είναι η σκηνή της συνάντησης των δυο «αντίζηλων» γυναικών όπου η ζήλεια απλώνει τα πλοκάμια της και στοιχειώνει την ηρωίδα, μεταστοιχειώνεται σε καλοσύνη, συχώρεση, οργή, αδιαφορία, δοτικότητα κλπ. και ακολουθεί η συμφιλίωση, η φυγή και η σταδιακή απελευθέρωση της Ζουάνα.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ("το ταξίδι") τη βλέπουμε λυτρωμένη πια, και παρακολουθούμε ένα «παραλήρημα», ένα εσωτερικό μονόλογο όπου το α΄ενικό εναλάσσεται με το γ΄ενικο χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι κι όπου όλα όσα προηγήθηκαν συγχωνεύονται σε ένα ποιητικό, πολυφωνικό κείμενο, χωρίς αρχή, μέση, τέλος:
Απομακρυνόταν από κείνη την περιοχή όπου τα πράγματα είχαν μορφή καθορισμένη κι αιχμηρή, όπου όλα είχαν ένα αμετάβλητο όνομα.

Είναι πράγματι εκπληκτικό το γεγονός ότι μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα έγραψε το 1944 ένα τόσο τολμηρό (από κάθε άποψη) έργο. Τολμηρό στο περιεχόμενο (γυναικεία ψυχή αδέσμευτη, συνύπαρξη δυο γυναικών με τον ίδιο άντρα, παραβίαση όλων των ηθικών κανόνων αποδοχή και υπέρβαση των αντιθέσεων,) αλλά και στη γλώσσα, στο ύφος όπου σπάει κάθε σύμβαση. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ θεωρήθηκε η κυριότερη εκπρόσωπος της «γενιάς του ‘45» (της τρίτης περιόδου του μοντερνισμού και κατ’ άλλους πρώτης του μετα μοντερνισμού), που παρουσιάζει αναλογίες με την ελληνική «γενιά του ‘30», ιδιαίτερα ως προς τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Αξίζει να αναφερθώ στην εξαιρετική μετάφραση της Αμαλίας Ρούβαλη )δεδομένου του βαθμού δυσκολίας της ποιητικής γραφής της συγγραφέα).
Κλείνω αντιγράφοντας κάποια πολύ αξιόλογα αποσπάσματα από το Επίμετρο της μεταφράστριας:
Η αποσπασματική και κατακερματισμένη αφήγηση δεν προκαλεί προβλήματα ροής στην αφήγηση και στην ανέλιξη της πρωτογενούς πλοκής ούτε και στην κατανόηση του λόγου που αρθρώνεται. Το θέμα της γραφής της είναι πως ούτε καν δημιουργεί καινούριες λέξεις, απλά χρησιμοποιεί έτσι τις υπάρχουσες που ωθεί τη γλώσσα στα όριά της ως εργαλείο της ανθρώπινης έκφρασης, προκαλώντας αισθητικό νεωτερισμό.

Ίσως το αποτέλεσμα να είναι κάποτε ποιητικό, η πρόθεση όμως δεν είναι καθόλου αυτή («ποτέ δεν αποδέχτηκα τα ρόλο του επαγγελματία συγγραφέα, είμαι ερασιτέχνης. Η υποχρέωσή μου να γράφω είναι δέσμευση απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω για να σωθώ/όταν γραφω ζω») Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γράφει απλά, γράφουν στο χαρτί τα συναισθήματα και οι αισθήσεις της συγγραφέα εκ μέρους της, αλλά αυτό το καινούριο που κομίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία του 20ου αι. είναι ότι φτάνει στα όριά του τον διαισθητικό τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο ον (ιδιαίτερα μια γυναίκα) συλλαμβάνει το σύμπαν και τον εαυτό του/της μέσα σ’ αυτό με κύριο εργαλείο τη γλώσσα, ωθώντας την και αυτήν στο όριό της. Το να εξετάζει κανείς το έργο της Λισπέκτορ είναι σα να εξετάζει τα όρια της γλώσσας.

[1] Θεωρείται ότι τον τίτλο δανείστηκε από το μυθιστόρημα του Τ. Τζόις (από το επίμετρο της μεταφράστριας Αμαλίας Ρούβαλη, )
Χριστίνα Παπαγγελή


4. "Ελεύθερος Τύπος Κυριακής", 17 Ιουνίου 2012

Κλαρίσε Λισπέκτορ «Κοντά στην άγρια καρδιά». Εκδόσεις «Τυπωθήτω».
Σελ 286
Γιάννης Παπαγιάννης-συγγραφέας,

Μια άγνωστη κλασσική.
Για πρώτη φορά στη γλώσσα μας το πρώτο έργο της Ουκρανής που θεωρείται από τις μεγαλύτερες συγγραφείς της … Βραζιλίας.
Μπορούμε ίσως να φανταστούμε την εντύπωση που έκανε στην μέχρι τότε «παραδοσιακή», «εθνική» Βραζιλιάνικη λογοτεχνία το πεζογράφημα αυτό που εκδόθηκε το 1944. Η συγγραφέας του, μόλις 24 χρονών, υποστήριζε ότι έγραψε το βιβλίο στα 18 της χρόνια! Επιπροσθέτως, δεν ήταν Βραζιλιάνα, αλλά Ουκρανή. Κι ακόμα, η γραφή της δεν είχε καμία σχέση με την τοπική πεζογραφία, ούτε απέκτησε ποτέ. Έκτοτε θεωρήθηκε κλασσική και θαυμάστηκε από πολλούς. Μυθοποιήθηκε στη χώρα της αλλά κι εκτός χώρας. Όμως στην Ελλάδα την ανακαλύψαμε αργά κι ίσως να μην την ανακαλύπταμε καθόλου εάν δεν υπήρχε η μεταφράστρια Αμαλία Ρούβαλη, που με μεράκι και πάθος την παρουσίασε στο Ελληνικό κοινό.
Το βιβλίο είναι, δομικά, αποσπάσματα και σκηνές από την πορεία μιας νεαρής κοπέλας που ενηλικιώνεται. Μια βιογραφία στα όρια της αυτοβιογραφίας, όπως το Paradiso, το οποίο όμως γράφτηκε είκοσι χρόνια αργότερα. Χωρίς χρονική συνέχεια, με τρόπο που θυμίζει Τζόις, αν και, όπως η ίδια δήλωνε, δεν είχε ακόμη διαβάσει Τζόις. Με προσανατολισμό στην μεταμόρφωση των προσωπικών στοιχείων και με εμμονή στη λεπτομέρεια που θυμίζει Προύστ. (Όμως με μία διαφορά. Ενώ στον Προυστ τα αντικείμενα κι ο εξωτερικός κόσμος υπάρχουν και περιγράφονται, στην Λισπέκτορ τα αντικείμενα, ενώ καθορίζουν την αφήγηση, υπάρχουν μόνο στον βαθμό που αποτυπώνονται εσωτερικά στην αφηγήτρια, αναγνωρίζονται μόνο από την αλλαγή που πραγματοποιούν στον ψυχισμό της). Με μια εφιαλτική εσωτερική ατμόσφαιρα που πηγάζει από το πουθενά και θυμίζει Κάφκα. Και με προσωπικά στοιχεία που συνενώνουν κι ενοποιούν όλες αυτές τις μοντέρνες ή προ-μοντέρνες επιδράσεις. Κι έτσι, αυτό το παραλήρημα μιας έφηβης, η μετάβασή της από την παιδική στην ώριμη ηλικία, η πορεία μιας ενηλικίωσης, αποκτά διαστάσεις κατά πολύ ευρύτερες. Κι η μοναχική υπόγεια διαδρομή μιας εξαιρετικά νεαρής συγγραφέως, αποκτάει κλασσική χροιά.
Είναι αμφίβολο εάν στην παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει άλλο κείμενο τόσο περίκλειστο, τόσο εσωστρεφές, τόσο εστιασμένο στο εσωτερικό του συγγραφέα. Οι άλλοι άνθρωποι, τα αντικείμενα, οι αισθήσεις, δεν είναι παρά μικρά ερεθίσματα που διαθλαστικά επηρεάζουν την εσωτερική πραγματικότητα. Υπό αυτήν την οπτική, το έργο είναι ταυτόχρονα ένα χωρίς επιχειρήματα φιλοσοφικό δοκίμιο. Όλη η πραγματικότητα είναι μέσα στον άνθρωπο, τον συγγραφέα. Έξω από αυτόν, δεν υπάρχει τίποτα. Τα κεφάλαια και τα γεγονότα είναι ριγμένα, όχι στην τύχη, αλλά με ασθενή κι όχι λογικά ερμηνεύσιμη μεταξύ τους σύνδεση, όπως τα γεγονότα στα όνειρα. Όλο το εγχείρημα έχει μια ονειρική υφή, παρ’ ότι αναφέρεται σε απτά, ρεαλιστικά γεγονότα. Στο πρώτο μέρος είναι η ενηλικίωση της αφηγήτριας, ο πατέρας, η οικογένεια, το περιβάλλον. Στο δεύτερο μέρος, η πορεία της μέσα σε έναν γάμο εξ αρχής αποτυχημένο.
Η ζωή της Κλαρίσε Λισπέκτορ, η οποία μοιάζει με ταινία, θα γίνει πράγματι ταινία. Την συγγραφέα θα υποδύεται η Μέριλ Στρίπτ κι είναι βέβαιο ότι θα δώσει νέα αναγνωστική δυναμική στο ήδη πολυμεταφρασμένο έργο της.
Η μεταφράστριά της στα Ελληνικά, η Αμαλία Ρούβαλη, η οποία, στο διαφωτιστικό επίμετρο, μας εισάγει στο έργο της συγγραφέως αλλά και στην Βραζιλιάνικη λογοτεχνία γενικότερα, ανήκει στην περιορισμένη εκείνη ομάδα που μεταφράζουν από αγάπη για τη λογοτεχνία κι από μεράκι. Η επικοινωνία αυτή είναι αμφίδρομη, λαμβάνεται από τον αναγνώστη κι εκπέμπεται μέσα από τις γραμμές του κειμένου.






O olhar de Clarice
Το βλέμμα της Κλαρίσε



Παρουσίαση του βιβλίου και φιλοξενία του από το Πανδοχείο:

ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ  ΤΗΣ ΚΛΑΡΙΣΕ ΛΙΣΠΕΚΤΟΡ
http://www.claricelispector.com.br/Default.aspx
http://youtu.be/0GEwvLSx0k4
http://youtu.be/i799qPLjRps
http://youtu.be/HjFZFmniGo0
http://youtu.be/BdSeZd7Kois
http://youtu.be/5ltCA-4N37Y
http://youtu.be/iyD3pFpSo-A
 http://youtu.be/KPkn-ktVemw

Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αντιγραφή αυτών των κειμένων χωρίς την γραπτή και με ID άδεια και της ιστολόγου και των συντακτών των κειμένων προς αυτήν  all rights  reserved ©ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ/AMALIA ROUVALIS.





Σ' αυτό το ιστολόγιο ισχύει ο Νόμος περί πνευματικών δικαιωμάτων ©ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ/AMALIA ROUVALIS. Awesome Inc. πρότυπο. Εικόνες προτύπου από τον χρήστη A330Pilot. Powered by Blogger.



Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...