Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.
Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940.
“Κι α σου μιλώ με
παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’
ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν
κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι
αμίλητη και προχωράει.”
Και κάτι από την Κίχλη, 1947:
"Τα
σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε
να 'ναι χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε
ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε
δεν τα βρίσκει
(...)
(Σπίτι Κοντά στη Θάλασσα)
-Άκουσε
ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ'
αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα
σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα
κι η
φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η
φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
-Είναι
το φως... ίσκιοι της νύχτας...
-Ίσως
η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός
κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας
τον καιρό.
(...)
-Τ'
αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
-...
γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε
εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... Καληνύχτα."
(...)