16/1/20


Κλαρίσε Λισπέκτορ
Σιωπή-Silencio
(Από την συλλογή διηγημάτων Onde estivestes de noite (Πού ήσασταν τη νύχτα)*
εκδ. Artenova, Pίου ντε Ζανέιρου, 1974


         Είναι τόσο πελώρια η σιωπή τη νύχτα στο βουνό. Είναι τόσο ακατοίκητη. Μάταια προσπαθεί να δουλέψει κάποιος για να μην την ακούει, να κάνει γρήγορες σκέψεις για να την μεταμφιέσει. Ή να επινοήσει κάποιο πρόγραμμα, εύθραυστη γέφυρα που δύσκολα μας ενώνει με την άξαφνα μη πιθανή μέρα τού αύριο. Πώς να ξεπεράσουμε αυτή τη γαλήνη που μας παραμονεύει. Σιωπή τόσο μεγάλη που η απελπισία νοιώθει ντροπή. Η ακοή ακονίζεται, το κεφάλι γέρνει, όλο το κορμί αφουγκράζεται: κανένας θόρυβος. Κανένας κόκορας. Πώς ν’ αγγίξεις αυτή τη βαθιά περισυλλογή τής σιωπής. Αυτής της σιωπής που δε διαθέτει μνήμη των λέξεων. Αν είναι θάνατος πώς να τον φτάσεις.
         Είναι σιωπή που δεν κοιμάται: είναι άγρυπνη, ακίνητη μα άγρυπνη’  και δίχως φαντάσματα. Είναι φοβερό –χωρίς κανένα φάντασμα. Περιττό να προσπαθήσεις να την αποδείξεις με τη δυνατότητα μιας πόρτας που ανοίγει τρίζοντας, μιας κουρτίνας που ανοίγει και κάτι λέει. Είναι κενή και χωρίς υποσχέσεις. Αν ακουγόταν τουλάχιστον στον άνεμο. Ο άνεμος είναι θυμός, ο θυμός είναι ζωή. Ή χιόνι. Το χιόνι είναι βουβό μα αφήνει σημάδι - όλα τ’ ασπρίζει, τα παιδιά γελάνε, τα βήματα τρίζουν κι αφήνουν σημάδια. Υπάρχει μια συνέχεια που είναι η ζωή. Μα αυτή η σιωπή δεν αφήνει αποδείξεις. Δε μπορούμε να μιλάμε για τη σιωπή όπως μιλάνε για το χιόνι. Δε μπορούμε να πούμε σε κανέναν όπως θα μπορούσαμε να πούμε για το χιόνι: άκουσες τη σιωπή τούτης της νύχτας; Όποιος άκουσε δεν το λέει.(...) 

once upon a time ©AR -απόσπασμα, δημοσιευμένο-

https://www.youtube.com/watch?v=BkBJv0Cosuw

να ήσαν και καλομεταφρασμένα τα επόμενα της Λισπέκτορ, τι στον κόσμο, ευχαρίστως chapeau, για κάποιαν που πιο κοντά στην καρδιά μας δεν θα μπορούσε να είναι, δυστυχώς, δυστοπικά, "δυσκοίλια" και αμήχανα, έτσι, ξέραμε κι εμείς, τσάτρα πάτρα κι ανίδεα, -φρίξαμε με τις εισαγωγές και τα επίμετρα, μιλάμε εδώ για απόδοση-μετάφραση πνεύματος, όχι για καλή γνώση από και προς γλώσσα, αυτά είναι abc.  Φυσικά, χαρά η ανακάλυψη των γραπτών της Βραζιλιανής συγγραφέως προσφάτως, ως best seller, οι κριτικοί που λίγα ως πολλά εκθειαστικά γράψαν, το 2008 κριτικοί δεν ήσαν? ή φταίει ο άσχετος περί δημοσιοποίησης εκδοτικός οίκος? -τω όντι, ούτε που αντελήφθησαν κειμέσα τι τους χαρίσαμε.....,- εδώ, δεν κρατήσαν ένα,αριθμός,1,αντίτυπο,την ανακαλύψαν τώρα, την απογειώσαν τώρα, κάλλιο τώρα παρά ποτέ, δυστυχώς, εκείνος ο δυστοπικός οίκος έβαλε ένα εξώφυλλο φρικωδώς άσχετο με το περιεχόμενο, όσο κι αν διαμαρτυρήθηκα, είπα να κάνω την ανάγκη φιλοτιμία για τον Κυριάκο _κι εγώ εργαζόμενος είμαι_, όχι? ναι!!!!

Για την ώρα, η Κλαρίσε Λισπέκτορ δεν έχει ευτυχήσει Ελλήνι, ni εμού περιλαμβανομένης, είθε αργότερα, κυκλοφορήσει στις κυριώτερες Δυτικότροπες γλώσσες, τι δεν καταλαβαίνουμε, όθεν?,μην μας ζαλίζετε τον Οτάβιου μηδέ την Ζουάνα, μάθετε κάποτε Ελληνικά, ό, τι κλίνουμε, το κλίνουμε, τι δεν καταλαβαίνουμε?

(...) Οτάβιου (…)

Η αλήθεια είναι ότι αν δεν είχε χρήματα, αν δεν αγαπούσε την τάξη, αν δεν υπήρχε το νομικό περιοδικό, το βιβλίο του Αστικού Δικαίου, αν η Λύντια δεν ήταν θυμωμένη με τη Ζουάνα, αν η Ζουάνα δεν ήταν γυναίκα κι αυτός άντρας, αν... αχ Παναγία μου!. Αν όλα... Τι να έκανε; Όχι, όχι. Τι να έκανε; Σε ποιόν να στραφεί; Πώς να κινηθεί; Ήταν αδύνατο να ξεγλιστρήσει ανάμεσα από αυτά τα εμπόδια, χωρίς να τα βλέπει, χωρίς να τα χρειάζεται...
         Ήρθε σε αντίθεση με τον κανόνα του περί δουλειάς –οποία παραχώρηση- κι έπιασε χαρτί και μολύβι χωρίς να είναι εξ’ ολοκλήρου έτοιμος. Αλλά έδωσε στον εαυτό του άφεση αμαρτιών, δεν ήθελε να χάσει αυτή τη σημείωση, ίσως κάποια μέρα να του χρησίμευε: «Είναι αναγκαίο να διαθέτει κανείς ορισμένον βαθμό τύφλωσης για να μπορέσει ν’ ανακαλύψει κάποια πράγματα». Ίσως αυτό να είναι το σημάδι του καλλιτέχνη.Οποιοσδήποτε μπορούσε να γνωρίζει περισσότερα απ’ αυτόν και να εκλογικεύει ασφαλώς, ακολουθώντας την αλήθεια. Αλλά ακριβώς αυτά τα πράγματα διαφεύγουν από το εκτυφλωτικό φως. Στο σκοτάδι ξαναφωσφορίζουν. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Παρατήρησε κατόπιν: «Η εξυπνάδα δεν ξεχωρίζει από την ιδιοφυΐα ως προς τον βαθμό αλλά ως προς την ποιότητα. Η ιδιοφυϊα δεν είναι μόνο ζήτημα διανοητικής δύναμης αλλά μορφής με την οποία παρουσιάζεται αυτή η δύναμη. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να είμαστε πιο έξυπνοι από έναν ιδιοφυή. Αλλά αυτός είναι ο ιδιοφυής. Ακούγεται παιδικό αυτό το «αυτός είναι ο ιδιοφυής». Να κοιτάξει μετά αν σε σχέση με τον Σπινόζα έχει εφαρμογή αυτή η ανακάλυψη»- Ήταν δική του; Για κάθε ιδέα που του πέρναγε από το μυαλό, κι όσο να εξοικειωθεί μ’αυτήν σε κλάσμα δευτερολέπτου, του ξαναερχόταν ο φόβος μήπως και την είχε κλεμμένη.
         Και τώρα τάξη. Να πιάσω το μολύβι, είπε στον εαυτό του, να λυτρωθώ από τις έμμονες ιδέες. Ένα, δύο, τρία! Λυπάμαι πολύ που υποφέρω όπως υποφέρω, ανάμεσα στα μπαμπού, στα βορειοανατολικά της πόλης, άρχισε να λέει. Κάνω αυτό που θέλω –συνέχισε να λέει- και δε μ’ υποχρεώνει κανένας να γράψω τη Θεία Κωμωδία. Δεν έχουμε άλλο τρόπο να υπάρξουμε παρά να είμαστε αυτό που είμαστε’ τα υπόλοιπα είναι παραγεμίσματα, άχρηστα και τόσο άβολα όπως εκείνα τα κεντήματα, όλο αγγελάκια και λουλουδάκια, που κένταγε η ξαδέρφη Ιζαμπέλ στις μαξιλαροθήκες μου. Όταν ήμουν αφηρημένος, ερχόταν εκείνη σαν ηλίθιο κόκκινο σύννεφο, σαν τη σκέψη μου. Πες ποιο, ποιο,  αλλά τέσσερις φορές, ποιο, ποιο, ποιο, ποιο. Έτσι, έτσι, μην υπεκφεύγεις: Τι; Ακόμα ζωντανή είσαι; Ακόμα δεν πέθανες; Ναι, ναι, αυτό είναι, να μη δραπετεύω από τον ίδιο μου τον εαυτό, να μη δραπετεύω από τον γραφικό μου χαρακτήρα, όσο απαλός και φριχτός κι αν είναι, ιστός αράχνης, να μη δραπετεύω από τα ελαττώματά μου, η αρνητική μου πλευρά είναι όμορφη και κοίλη σαν άβυσσος. Ό,
τι δεν είμαι θα έκανε μια πελώρια τρύπα στο έδαφος. Δε μιμούμαι λάθη, παρ’ όλα αυτά, η Ζουάνα δεν λαθεύει, αυτή είναι η διαφορά. Εντάξει, εντάξει, πες και τίποτα, βρε αγόρι μου.  Οι γυναίκες με κοιτάνε, οι γυναίκες κοιτάνε το στόμα μου, έχω ξανα~αφήσει μουστάκι κι αυτές πεθαίνουν από χαρά κι αγάπη, αγάπη παραγεμισμένη με δαμάσκηνα και σταφίδες. Τις αγοράζω, τα αγοράζω όλα χωρίς λεφτά, τα λεφτά μου τα φυλάω, αν κάποια τους σκοντάψει σε κανένα χαντάκι, εκεί στο δρόμο, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ντραπεί. Τίποτα δε χάνεται, τίποτα δεν δημιουργείται. Όποιος αισθάνεται έτσι, ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνει, ενώ πιστεύει τυφλά, είναι τόσο ευτυχής σαν να πιστεύει στον Θεό. Στην αρχή πονάει λιγάκι, αλλά μετά οι άνθρωποι συνηθίζουν. Αυτός που γράφει αυτή τη σελίδα γεννήθηκε μία ωραία ημέρα. Τώρα είναι ακριβώς περασμένες επτά το πρωϊ. Έχει ομίχλη εκεί έξω, πέρα από το παράθυρο, το Ανοιχτό Παράθυρο, το μέγα σύμβολο. Η Ζουάνα θα έλεγε: νιώθω πως βρίσκομαι τόσο πολύ χωμένη μέσα στα εγκόσμια που θαρρώ πως δεν σκέφτομαι, αλλά πως εφαρμόζω έναν νέο τρόπο ν’ αναπνέω. Αντίο. Αυτός είναι ο κόσμος, αυτός είμαι εγώ, αυτή τη στιγμή βρέχει στον κόσμο, ψέματα, εγώ είμαι ένας πνευματικός εργάτης, η Ζουάνα κοιμάται στο δωμάτιο, κάποιος πρέπει να ξυπνάει αυτή τη στιγμή, η Ζουάνα θα έλεγε: άλλος πεθαίνει, άλλος ακούει μουσική, άλλος πάει να πλυθεί στη μπανιέρα, αυτός είναι ο κόσμος. Θα τους συγκινήσω όλους, ειδοποίησέ τους να γίνουν τρυφεροί μαζί μου. Ζω με μια γυναίκα γυμνή και κρύα, δεν μπορώ να το σκάσω, δεν μπορώ να το σκάσω, με κοιτάζει σταθερά στα μάτια, δεν μπορώ να το σκάσω, με κατασκοπεύει, ψέματα, ψέματα, ψέματα, αλλά αλήθεια είναι. Τώρα είναι ξαπλωμένη και κοιμάται, κοιμάται νικημένη από τη νύστα, νικημένη, νικημένη. Είναι ένα λεπτεπίλεπτο πουλί μέσα σ’ένα άσπρο νυχτικό. Θα τους συγκινήσω όλους, δεν κανακεύω τα λάθη μου αλλά θέλω να με κανακεύουν όλοι τους.
       Όρθωσε το κορμί του, ίσιωσε τα μαλλιά του και παρέμεινε σοβαρός να κοιτάζει. Τώρα θα στρωνόταν στη δουλειά. Λες και όλοι συγκατένευαν και ενέκριναν με το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια, εγκρίνοντας σιωπηλά: αυτό, αυτό ακριβώς, πολύ ωραία.  Κάτι αληθινό τον ξεβόλευε και μόνος του ένιωθε νευρικότητα. «Όλοι» λοιπόν τον βοηθούσαν. Έβηξε ελαφρά. Έφερε προσεκτικά κοντά του το μελανοδοχείο κι άρχισε να γράφει: «Η σύγχρονη τραγωδία είναι η μάταιη προσπάθεια του ανθρώπου να προσαρμοστεί στην κατάσταση των πραγμάτων που ο ίδιος δημιούργησε».
     Απομακρύνθηκε λιγάκι, έριξε μια ματιά στο τετράδιο, έστρωσε την πιτζάμα του. «Η φαντασία είναι η βάση του ανθρώπου –και πάλι η Ζουάνα- μέχρις ότου όλα όσα έχτισε να βρουν τη δικαίωσή τους στην ομορφιά της δημιουργίας κι όχι της χρησιμότητάς τους, να μην είναι το αποτέλεσμα ενός σχεδίου σκοπών προσαρμοσμένων στις ανάγκες. Για τούτο βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται τα μέσα που σκοπό έχουν να ενώσουν τον άνθρωπο με τις ιδέες και τους υπάρχοντες θεσμούς –την εκπαίδευση, φερ΄ειπείν, τόσο δύσκολο θέμα- και τον βλέπουμε να συνεχίζει πάντα έξω από τον κόσμο που εκείνος δημιούργησε. Ο άνθρωπος κατασκευάζει σπίτια για να τα κοιτάζει κι όχι για να ζει σ΄αυτά. Διότι όλα ακολουθούν το δρόμο της έμπνευσης. Ο ντετερμινισμός δεν είναι ένας ντετερμινισμός σκοπών αλλά ένας περιορισμένος ντετερμινισμός αιτιών. Να παίζεις, να επινοείς, ν΄ακολουθείς το μυρμήγκι ίσαμε τη φωλιά του, ν΄ανακατεύεις νερό με ασβέστη για να δεις το αποτέλεσμα, αυτό κάνουμε όταν είμαστε μικροί κι όταν γίνουμε μεγάλοι. Είναι μέγα σφάλμα να θεωρήσουμε πως φτάνουμε σε υψηλό βαθμό πραγματισμού και υλισμού. Στην πραγματικότητα, ο πραγματισμός –το σχέδιο που προσανατολίζεται προς ένα καθορισμένο πραγματικό τέλος- θα μπορούσε να είναι η κατανόηση, η σταθερότητα, η ευτυχία, η μέγιστη νίκη προσαρμογής που θα ήταν δυνατόν να επιτύχει ο άνθρωπος.  Στο μεταξύ, «ποιώ» «για να» μού εμφανιστεί, μπρος στην πραγματικότητα, μια τελειότητα που είναι αδύνατον να απαιτήσει ο άνθρωπος.  Η απαρχή κάθε κατασκευής του είναι το «γιατί». Η περιέργεια, το παραλήρημα, η φαντασία, είναι όλα αυτά που συγκρότησαν τον σύγχρονο κόσμο.  Ακολουθώντας την έμπνευσή του,  ανακάτεψε υλικά και δημιούργησε συνδυασμούς. Η τραγωδία του: να πρέπει να τραφεί με αυτά. Είχε εμπιστοσύνη πως μπορούσε να φανταστεί μια ζωή και να βρεθεί σε μιαν άλλη, ξέχωρη. Πράγματι, η άλλη ζωή συνεχίζεται, μα ο εξαγνισμός της ως προς το φαντασιακό κομμάτι λειτουργεί αργά κι ένας άνθρωπος από μόνος του δε συναντάει την ηλίθια σκέψη αφενός και την ειρήνη της αληθινής ζωής αφετέρου. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε ατιμώρητα».Η Ζουάνα σκεφτόταν άφοβα κι ατιμώρητα. Τρελαινόταν; Ο Οτάβιου δεν μπορούσε να το μαντέψει. Ίσως να ήταν μόλις μαρτύριο.(…) 
©AR  -δημοσιευμένο-




Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...