12/1/20


Κούκλα

Κούκλα πορσελάνινη
γύρισε τα μάτια
                           τα {πάνω-κάτω//
Κούκλα της αφής/
της υφής/
/ της επαφής
 μ ά τια
σακάκι
το μέσα έξω.
 Η πορσελάνη
σκάει
στ’ ακροδάχτυλά
                        
                          στραπατσάρεται
                                                                                σπασμένο κρύσταλλο.
Δεν
χορεύει πια
γύρω
απ[‘’’’}
                                         τον εαυτό της
σημαδεμένη
η τράπουλα

χτυπημένα
τα τραπ{ουλα} χ á ρτα
Φουλ
τ\~~~~ ου
άσσου/
Σιγά
μην
     ΚΑΙ
πάρουμε
                 εμείς
το καρέ
/ποιο καρέ\??
Το
Φλος
είναι ???
όντως
Royal
ανασκαλεύω

ανα-σκολοπώ
      ιδέες
     κλωστίτσες
η μαριο~~ΝΕΤΑ
από κάτω
χαρωπή
ανα/ σαλεύει-
χεράκια
παιδικής
ομορφιάς
κουνήσαν
τον περίγυρο
κατά~πτωση
χαμαί
διαλυτικώς
φερομένη.

Δεν έμεινε

ΚΑΤΙ

για τζόγο.
©AR Μάρτιος 2012



Ρηγματωμένος καιρός
σε γόνυ κλινόν
θραύσματα κρύσταλλα
 η κούκλα
κοιτάζει αλλού
κήπος εισχωρεί απαλά
στη βιτρίνα τού καιρού
 η κούκλα επιστρέφει
δυο μπούκλες μαλλιού
ακέφαλη
άναρθρη
μπαινοβγάζοντας
χέρια και πόδια
την στήσαν πάλι
την λέγαν Λίλλυ
το κεφάλι
κυλάει πάντα
στο κάτω μέρος του κρεββατιού.




©AR 2017

* τα ποιήματα περιλαμβάνονται σε επερχόμενες συλλογές*





δεν καταλαβαίνω  γιατί οι φωτός βγαίνουν ανάποδα.,,,αναμένοντας την πρωτότυπη, βλέπουμε, η Λίλλυ μου κι εγώ, μπρος από τα τζαμωτό, 1957 λέει, καλοκαίρι δείχνει, άρα 3. επίσκεψη των Κατσαϊταίων, η Δέσποινα, ο Νιόνιος, εμείς, το ξανθούλι κοριτσάκι μάλλον απορεί γιατί βρίσκεται εκεί, μόνη του αναφορά, η κούκλα του, η Λίλλυ όρθια, μία εικόνα, ποτέ δεν ξαναϋπήρξαμε η Λίλλυ μου κι εγώ....δεν ξέρω πόσο μεγάλη ήταν η κρεββατοκάμαρα, πάντα μου φαινόταν πελώρια, ήλιο είχε, κατάχαμα, έβγαζα το κεφάλι της Λίλλυς να δω τι είχε μέσα, της έβγαζα τα γαλάζια μάτια, τα κοίταγα, δεν καταλάβαινα, πάντα μου άρεσε το γαλάζιο, μπορεί διότι το έβλεπα γαλάζιο σαν θάλασσα, απέναντι στον Κόλπο, έβγαζα τα πόδια, έβγαζα τα χέρια, ερχόταν μετά η μάνα μου και τα έβαζε στη θέση τους, το κεφάλι της Λίλλυς ούτε κείνη δεν θυμόταν πόσες όσες φορές είχε κολλήσει με τις περίφημες κόλλες της, επέμενα να είναι η Λίλλυ μου αρτιμελής, όλο την διαμέλιζα, πάντα προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε ο εγκέφαλός της, με βαρέθηκε η μάνα μου πια, δυστυχώς, δεν θυμάμαι τι απέγινε η Λίλλυ μου...ίσως και να την ξεκάναν πριν να φύγουμε από το σπίτι, delete, είναι και μία στο Πάρκο, η Λίλλυ μέσα στο κανόνι και το κοριτσάκι, του φοράνε παλτουδάκι και μπονέ σκουφάκι, δίχρονο δείχνει ή και λιγώτερο, με τα νεογιλά του δοντάκια, χαμογελαστό, κρατάει την Λίλλυ του από το χεράκι-η ασφάλεια των μικρών παιδιών-


πάλι ανάποδα, στην αγκαλιά της θείας Φούλας, μάλλον τεσσάρων, ο αζιρφός, ως και παπιγιόν, το ξαδερφάκι μου το Μαράκι, στο κέντρο, αυτή την καρώ φουστίτσα, θυμάμαι ακόμη, στην σούβλα, η θεία Δέσποινα, η ομορφότερη από όλες τις αδερφές του πατέρα, 2/3 κατάξανθες, 1/3 καστανές, όλες πανύψηλες, εκτός από την θεία Έλλη, με τους βαρείς μυωπικούς φακούς και η αγαπημένη του πατέρα, Πάσχα,και την μικρόσωμη θεία Ελενίτσα με το κατάμαυρο μαλλί, 1957-58, στην αυλή του πατρικού, με την γιαγιά, την Γιακαλού, τον γεννήτορα e tutti quanti, ίσως η πρώτη φορά που δώσαν στον ουρανίσκο ψητό από σούβλα, μαθημένα εμείς, στο ταψί του Κωτσοβού, κάθε Κυριακή, λίγο rebelde η ανάγνωση, προφανώς, από πιτσιρικαρία, δεν σήκωνα πολλά-πολλά, ως σήμερα, ας λεχθεί-

το πάντα σπίτι μας-

ΥΓ. προχθές πέρασα από την παλιά μου γειτονιά στην Κωλέττη, Εξάρχεια, εκεί όπου βρισκόταν το φροντιστήριο του Μπελεζίνη -7 το πρωΐ: "παιδάτσα", είναι σήμερα Εφορία, με καλοδέχθηκαν, δεν λέω, πέρασα μετά από το σπίτι μας, σιδηρόφρακτο, για τον φόβο των τσογλανιών-άλλοι τους λένε μπαχαλάκηδες, του λόγου μου, "τρικυμία εν κρανίω εν τω μηνί Αθήρ"- μπήκα μέσα, το τεζάκι του κυρίου Νίκου, του θυρωρού μας, όρθιο, δείλιασα και δεν ανέβηκα ως τον 5ο όροφο να δω το σπίτι μας, μένανε στο υπόγειο, δεν θυμάμαι πώς λέγαν το παιδάκι τους, α,Κωστάκη το λέγαν, 2 χρονο, έβριζε "μαλάκα",τον μάλλωνε ο πατέρας μου, κρατώντας τον αγκαλιά, τον είχε ερωτευτεί τον πιτσιρικά, ένα ξανθογάλανο αγγελουδάκι με βλέμμα αθώο, μάλλον δικαίως. Δεν ξέρω τι απέγιναν, είδα τα ονόματα στην Διεύθυνση σπουδών παραδίπλα, Κωλέττη 19, ο Φραντζής ήταν καθηγητής μου κείνη την θλιβερή χρονιά όπου δίναμε Ιατρική, ο Μανωλκίδης έχει πεθάνει χρόνους πια. Παραδίπλα, ο Ιππόκαμπος, ακόμη, εκεί, δύο αδερφών Ηπειρωτών, με την διακοσμημένη κεφάλα και τα ηπειρώτικα ξανθά, όπου κάποτε ήταν το πατρικό του θείου μου Ντίνου, του Κατσαΐτη, ντε, πάντα οι μακαρονάδες-Επίσκεψη κι αντίο, δεν μένουμε πια εκεί, εμείς τα επαρχιωτάκια, φούρνο λογιάζαμε του Κωτσοβού, άντε και του Μπουγιούκου, απέναντι από την Βιβλιοθήκη μας, έκανε κάτι κουλουράκια και τα μουστοκούλουρα που μου αγόραζε ένα ο πατέρας μου για το νηπιαγωγείο, στο ψάθινο καλαθάκι. Όταν πήγαμε στην Κωλέττη, στην Θεμιστοκλέους είχε φούρνο, είχε κάτι περίεργα καλούδια, κάτι από κείνα που λέγαν κρουασάν, κάτι σοροπιαστά αηδιαστικά, πέρασα μπρος, "ενοικιάζεται", πριν, κείνο το μαγαζάκι καλά κρατεί, δείλιασα να μπω, να πω.... είχε ένα πουλόβερ χειροποίητο, σε τόνους σάπιου μήλου, μπήκα και παρήγγειλα ένα σε τόνους μαβί και μπλεπούς, το παραδώσαν λίγο πριν να πεθάνει η μάνα, έκανε πολύ κρύο κείνον τον Γενάρη του 1985, το σε σάπιο μήλο πρόλαβε κάποιος, το φόρεσε, κουκλί πήγαινε, όταν ανέβηκε πάνου την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με το λάμπος στο πρόσωπο και μία "χήρα", ανά χείρας, χειροποίητο, πήγαινε πολύ, ταιριαστά και φώτιζε το πρόσωπο, λίγο πριν, είχαμε πάει με τον Γιωργή στην γωνία Θεμιστοκλέους,-σκάγαμε λίγο από τόση ξαφνική δυστυχία, νέα παιδιά είμασταν, καλομαθημένα αστόπαιδα, δεν αντέχαμε πολλά-πολλά, μας έπεσε ο ουρανός βαριά, πήραμε τον δίσκο της Αρλέττας, τον πήγαμε στη μάνα, της άρεσε, Γιώργη και Ο: σαλάτα τα κάναμε, να δούμε πώς θα ξηλώσουμε τα πουλόβερ, 35 χρόνια μετά, το φροντίζω, το κανακεύω, λίγο φτενό, αλλά αντέχει σε μνήμη- Στη μνήμη του πουλόβερ, της  μάνας και του Γιωργή, κοντεύει χρόνος deja, κοίτα να συντηρήσεις το δικό σου πουλόβερ, διότι οι καιροί είναι χαλεποί και πονηροί και εγώ δεν αντέχω πλέον πολλά-πολλά, απτά-

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...