21/1/20

ξέρω...



(....Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω
το ετήσιο θαύμα
με την ετήσια σιωπή·
την αλήθεια του ανανεούμενου· άνθους
με τον ένα και μόνο θάνατο.
Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούργιο πράσινο
….(...) Κατερίνα Αγγελάκη, παθιασμένη σύζυγος Ρουκ, καληνύχτα καλή μας Κατερίνα!!!!

σηκώνοντας μία τιράντα, έλεγα πάντα μέσα μου, "μα γιατί να εμφαίνεσαι έτσι τερατωδώς"

την τιράντα σήκωσα κι η συγγραφέας χαμογέλασε, "να έρχεσαι να με βλέπεις, μικρό", ήταν το 2014,  Μάρτιος του 2010, είχε πεθάνει η Νάσια, αποφασίσαμε,  εντάξει, εγώ, να μαζευτούμε, βάλαμε στο κέντρο του τραπεζιού την φωτό της, αίφνης, μπαίνει η Κατερίνα με την παρέα της, εκείνη κι όλο νεαρά παιδιά, ο Αϊβαλής είπε πως γνώριζε κάποιους από αυτούς, στο μέσα της Λεύκας: μου λέει: τι γιορτάζετε? -λέω: την αποθανή της φιλενάδας μας. Έκατσε λίγο μαζί μας, τότε της ξαναείπα κείνο που της είχα ξαναπεί στην Αίγινα: "ξέρεις, όπως σηκώνεις το χέρι σου πάνω στο ποτήρι της μπύρας, είναι σαν να βλέπω την κίνηση του χεριού της Νάσιας" Δεν το θυμόταν αλλά με τη Νάσια...  Την άλλη μέρα πήγαμε και διαβάσαμε μαζί σε κάποιον χώρο, δεν θυμάμαι πώς τον λέγαν, στην Σοφοκλέους, μία αυλή, εκεί, συνυπήρξαμε με τον Φάνη τον Τάση, άλλη στιγμή θα τα πούμε, και πολλούς άλλους, Μου λέει η Κατερίνα: "σαν πολύ σύντομη δεν ήσουν? λέω "όπως εσείς, γιατί να κουράζουμε", νομίζω πως από τότε μιλούσαμε στον ενικό αριθμό ως πληθυντικές εμείς. Η Κατερίνα ήταν άνθρωπος επικοινωνιακός, σήκωνε το τηλέφωνο, δεν γνώριζε από διαδίκτυα και δεν της αρέσαν ποσώς. Τρεις παρατηρήσεις μου έκανε, τις δέχτηκα ταπεινά, όχι μόνον για την δική της αυταπόδεικτη ποιητική αξία, όσο για την οξυδέρκεια του βλέμματος... Ως εδώ ήταν, να σου πω: και πολύ κράτησες, μου δημιουργούσε απέχθεια η τόση σου προβολή, έπεσε πια η τιράντα σου και το χέρι ξεράθηκε πάνω από το ποτήρι της μπύρας, τόσο όμορφο το χέρι, ακόμη απορώ πώς η Νάσια κι εσύ δεν συμπέσατε, δεν γνωριστήκατε, είχατε,  ξέρεις, συναφώς συγγραφή, καλή στράτα στον ουρανό και του δικού μας τίποτα, τα όλα θέλουμε εμείς, να μας συγχωρείς φατσούλα ασχημόμορφη με τα όλα, τελευταία φορά πήγα να τα πούμε μπρος σε ένα ποτήρι μπύρα, σπάνια, διαυγής ματιά... καληνύχτα, Κυρία.

η ανάγνωση της Ευτυχούλας, συνυπογράφουσα:
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, Η "ΛΥΠΙΟΥ" ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ (γεν. 1939 - 2020)
ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΕΤΑΙ
Με φανερό το ασαφές της ένταξής της σε μια και μόνο γενιά, υπό την έννοια ότι επιλεκτικά θαρρείς και οικειοποιείται στοιχεία και τάσεις που εμφανίζονται τόσο στη δεύτερη μεταπολεμική όσο και στη γενιά του ’70, καταλήγει να αρθρώνει λόγο μεταιχμιακό, που μετέχει στην παράδοση της μιας αλλά και στον νεωτερισμό της άλλης. Ο ευδιάκριτος απόηχος της αμερικανικής ποίησης στο έργο της και ο γυμνός από ωραιοποιήσεις και ανειλικρίνειες λόγος της την εμφανίζουν στο προσκήνιο της γραφής εντελώς ανεπιτήδευτη και προπάντων συμφιλιωμένη τόσο με την ύπαρξη όσο και με τη μη ύπαρξη. Ένας ιδιωτικής χρήσης ιδιότυπος φακός είναι μονίμως στραμμένος στη φύση που βλέπει, στη φύση που είναι, στη φύση που μεταβάλλεται και στη φύση που της προσφέρεται για ποιητικές μετουσιώσεις και ανασχηματισμούς. Ένας φακός στραμμένος στην ανθρώπινη τραγική φύση. Ο χρόνος βέβαια στην ποίηση της Ρουκ κοιτάει πάντα κατά μέσα, με την έννοια ότι δεν λειτουργεί ως μία διάσταση που την περιέχει, αλλά ως μία κατάσταση εσωτερική, της οποίας μάλιστα τον έλεγχο έχει η ίδια, συγκριτικά πάντα με τις μετατοπίσεις που υφίσταται η ουσία της ερήμην ή και εν γνώσει της. Ο χρόνος της λοιπόν δεν αφορά ούτε στο παρελθόν της μνήμης ούτε στο μέλλον των προσδοκιών. Αντίθετα, οικοδομείται από τα υλικά του σώματος, του σώματός της, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μια διαρκώς εξελισσόμενη μορφή, μια κυματοειδή εικόνα που εξαρτά την ευκρίνεια και τη διαύγειά της από τις αφίξεις που πραγματοποιεί στη φύση της ο έρωτας, καθώς και από τις απρόβλεπτες αναχωρήσεις του. Το σώμα ορίζει κάθε φορά τον χρόνο, γι’ αυτό, μιλώντας για τον χρόνο στην ποιητική της γραφή, αναφερόμαστε στον χρόνο του σώματος, το οποίο εμπεριέχει αλλά και κυοφορεί συγχρόνως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Έχοντας δηλαδή εισπράξει την εγκατάλειψη του έρωτα, αυτόματα βιώνει στο άμεσο παρόν της το παρελθόν του σώματος, όταν ζούσε την άνθησή του μέσα στη δίνη των σαρκοβόρων αγγιγμάτων. Αυτή την περίοδο χάριτος, το μεσοδιάστημα δηλαδή του έρωτα ή, αλλιώς, του μη θανάτου, τη μεταγράφει στην ποίηση με τέτοιο τρόπο, ώστε ακόμη και αναδρομικά να καταδύεται το σώμα στη μνήμη του. Υπάρχει σχέδιο μελετημένο για όλο αυτό. Αποφασίζει δηλαδή να υποδυθεί έστω και κόντρα ρόλο, στήνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μηχανή στην επελαύνουσα φθορά. Βέβαια, η εμμονή στο σώμα και στις περιπέτειές του, μπορεί να εκκινεί από την επώδυνη προσωπική πορεία, επεκτείνεται ωστόσο σε μια ευρύτερη υπαρξιακή υπόθεση. Με πεδίο βολής και άσκησης αλλά και τόπο προορισμού και πάλι αυτό, κατ’ ουσία αποπειράται απίθανες διεισδύσεις, επώδυνες καταβυθίσεις, οι εντάσεις των οποίων της εξασφαλίζουν αλήθειες σκληρές, διαμαρτυρίες απερίφραστες.
Φάνηκε και από άλλα ποιήματα
Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη
– φάνηκε και από άλλα ποιήματα –
Γι’ αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα
την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω
το ετήσιο θαύμα
με την ετήσια σιωπή·
την αλήθεια του ανανεούμενου· άνθους
με τον ένα και μόνο θάνατο.
Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούργιο πράσινο
και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος
μπρος στις διαχύσεις της φύσης
κάνει ένα βήμα πίσω.
Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κορφές
κι εγώ βρέθηκα πάλι
εκτός θέματος.
Το θέμα είναι ένα:
το προσωπικό σώμα
κι ο απρόσωπος χαμός του.
Ωραία έρημος η σάρκα, 1996
Στόχος της βέβαια δεν είναι να διανθίσει τη γραφή με φιλοσοφικούς στοχασμούς, με την έννοια των επωδών που ενίοτε κυκλοφορούν στο ποιητικό κόρπους.
Αντίθετα, θα έλεγα πως προηγείται της ποιητικής η φιλοσοφική στάση, καθώς όμως δεν επιθυμεί να φανεί διδακτική, την επιβιβάζει στο όχημα της ποίησης, με αποτέλεσμα να αρθρώνει λόγο που, αν και προορίζεται να ντύσει ποιητικά τον στοχασμό, εντούτοις καταλήγει σε ανερυθρίαστες, τολμηρές απογυμνώσεις.
Δεν διστάζει δηλαδή να γυρίσει τα μέσα έξω και να ακουμπήσει ακόμη και το κόκαλο με το μαχαίρι, ένα μαχαίρι που, υποκινούμενο φαινομενικά από την ακατάσχετη ορμή του πάθους, κατορθώνει τελικά να πιάσει μέχρι και ψυχή, αφήνοντας, αντί για σύσπαση ηδονής, έναν λυγμό εξουθένωσης. Πρόκειται για τη στιγμή που το ποιητικό υποκείμενο θεάται τον θάνατο, με αποτέλεσμα, επιχειρώντας να του στήσει ενέδρες, να εισχωρεί ολοένα και πιο βαθιά στον έρωτα, αναζητώντας μ’ αυτή την τακτική τη συμμαχία του άλλου κορμιού. Κάθε μορφή εισχώρησης έχει τη λογική της ερευνητικής αποστολής που θα αποδείξει ότι το σκουλήκι της ανυπαρξίας έχει ξεκινήσει τη διαβρωτική του διαδικασία μεσούσης ήδη της νεότητας.
Κάθε ένωση λοιπόν με τον ερωτικό «άλλο» ουσιαστικά αποβλέπει σε ένα και μόνο ζητούμενο, στη γνώση. Η γνώση βέβαια αυτή αντικείμενό της έχει την ανίχνευση της αποκεκρυμμένης ρίζας της ωραιότητας, λες και διψά να βρει τους τρόπους εκείνους που θα παγώσουν το σημείο έκρηξής της και απομονώνοντάς το θα το διαιωνίσει ως δωρεά στην ανθρώπινη περιπέτεια. Ο θάνατος σαν το ψαλίδι κόβει στα δυο τον χρόνο, κι αυτό το ξέρει καλά, ένα «χρατς» κι έπειτα τίποτα, γι’ αυτό κι ο έρωτας ως μια προσποίηση αθανασίας αναλαμβάνει τη λύτρωση και υποδύεται – μέσω της υποτιθέμενης και πρόσκαιρης παύσης – το αιώνιο. Η φύση στην περίπτωση αυτή, τόσο ως εξωτερικό γεγονός αέναης παράτασης της παρουσίας όσο και ως υποταγή και συμπόρευση με την ανθρώπινη ουσία, ένα και μόνο επιβάλλει, την άνευ όρων παράδοση στην ένταση των σωμάτων, την ώρα που αναστέλλουν τη φθίνουσα πορεία τους, την ώρα, μ’ άλλα λόγια, που διακόπτουν τη σταθερή τους κάθοδο προς τον αφανισμό.
[...]
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόση ερημία, στον τόσο χρόνο
πως δε σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σα να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
«Λέει η Πηνελόπη», Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977
Οι λέξεις στην ποίηση της Ρουκ ωστόσο δεν αμύνονται, αλλά μ’ έναν ενστικτώδη τρόπο προκλητικής διαφάνειας επιτίθενται σε ό,τι δεν στρέφεται προς τα μέσα.(...)
©Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, για την παράθεση κι αντιγραφή, ευτυχής η Κατερινιώ, θαρρώ

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...