27/7/19

γειά σου κι εσένα

γειά σου κι εσένα ρε Λώλο Μπόκαλη

στην τελική ευθεία για το αφιέρωμα στον Γιώργο:

Μίμης-Γιώργος-Χρήστος, κάποια χρόνια πριν στην Παραλία, οι από δεξιά δύο, κοσμογυρισμένα αναπλιωτάκια, πολλών ανθρώπων είδον άστεα, λείπουν ο γόης, ο Ρούλης κι ο Νίκος ο Κομνηνός

δύο χρονώ, λίγο πριν μετακομίσουν τον πιτσιρικά στ' Ανάπλι, Πεδίον του Άρεως



το σπίτι όπου μεγαλώσαμε, δίπλα στον Αμφιτρύωνα, ως σήμερα, όλοι μας μπλέκουν, νομίζουν πως αυτό ήταν το σπίτι μας, όχι, αλλά, ήταν-είναι-και θα είναι πάντα το σπίτι μας, με την βεράντα με τα κολωνάκια και το πελώριο γιασεμί σε γλάστρα, δάνειο από κείνο του πατρικού, την τσιμεντένια σκάλα, την σκοτεινή αποθήκη δεξιά στο έμπα με τα ποδήλατά μας και το πλυσταριό,  που έγινε φωτεινή όταν ο μικρός κάλεσε τους φίλους του και έστησε Καραγκιόζη, το σκάμμα στην αυλή με όλου του κόσμου τα λουλούδια δια χειρός μαμάς Τερέζας, για μέναν, το μέγιστο δώρο, οι μενεξέδες, και, το κυριώτερο, την πελώρια κορομηλιά μας, όπου σκαρφαλώναμε νυχθημερόν, δύο φορές ο πιτσιρικάς άνοιξε το κρανίο του πέφτοντας από ψηλό κλαρί, πάντα επιβιώναμε, ότι δίναμε λαχτάρες στην μάνα μας, no way, το φροντίζαμε και οι δύο ανελλιπώς,όλως ιδιαιτέρως το μικρό τού λόγου μου,θυμάμαι σαν τώρα, ο μικρός πρέπει να ήταν 8 ή 9, για να το θυμάμαι τόσο καλά,θα είμουν τουλάχιστον 5, είμασταν στην Αρβανητιά, καλοκαίρι κι ο αδερφός φορούσε ένα λουλουδιαστό πουκαμισάκι,εμείς, κάτου στο καφενεδάκι των αδερφών Κρίπα, στην παραλία, και ο Γιωργής κάνοντας αεροπλανικά πάνω στο παραπέτο της απότομης σκάλας με τους φίλους του, έπεσε κι έσπασε το χέρι του, έσκουσε, τον πήγαμε σηκωτό στην κλινική του Λασκαρίδη, σημερινό ξενοδοχείο Ναυσιμέδων, ο φίλος γιατρός με τους χοντρούς φακούς του έβαλε γύψο, για καιρό, είχαμε κάτι πλαστελίνες και γράφαμε διάφορα πάνω στον γύψο του, θυμάμαι που έκανα ένα γατάκι μωβ και ένα σκυλάκι κόκκινο, δεν έλεγε να στεγνώσει κι ο Γιωργής κράταγε ψηλά το χέρι μην και χαθεί η ζωγραφιά, πόναγε αλλά δεν ήθελε να χαθεί η ζωγραφιά μου,
όταν η σημερινή ipso jure ιδιοκτήτριά του, η Ευτυχούλα, παρέλαβε το σπίτι, "ξύρισε" την κορομηλιά, με τον αδερφό, πλήγμα μετεφηβικό, όταν το μάθαμε, και, ιδίως, όταν το είδαμε με τα ματάκια μας, γυρίζαμε ένα γύρω περίλυποι ως αι ψυχαί μας... η φωτό είναι με τον θηριώδη φακό Nikon της αείμνηστης φίλης μου της Ελένης, Δεκ. 1982,  ο Γιώργης την αγάπαγε πολύ, όταν πηγαίναμε σπίτι της στον Περισσό, ερχόμενη από το Μεξικό κι έλεγε: "Μεξικάνικα πράγματα-μεξικάνικα πράγματα" , γελάγαμε πολύ, το άσπρο αυτοκίνητο, της Ρένας που τότε το κατοικούσε, είχε κι ένα επεισοδιακό κόκκινο MG, το αυτοκίνητο των ονείρων μας, λίγο πριν βαρύνει ο αδερφός, συντονιζόμασταν σε ένα διήγημα για το θρυλικό MG, τελείωσε τις προάλλες, περιλαμβάνεται, όσοι  πιστοί του τότε αναπλιού, προσέλθετε:
η φωτό είναι της Έλλης, 1986, στην γωνία της βεράντας, στο πατρικό, στην Σιδηράς Μεραρχίας, δηλαδή, με το γιασεμί τότε ανεβασμένο ως απάνω

να τα λέμε κι αυτά:
η πετσέτα ως τα μάτια κι από πάνου πεισματικά  τα χείλη κλειστά και το πλαστικό ποτηράκι, κάτασπρο με το καταπράσινο τριφύλλι του ΠΑΟ για επισφράγιση, μουρμουράγαμε, "δεν θα την φάμε αυτή την αηδία, εντάξει; εντάξει", κάτι λαχανικά θα ήσαν προφανώς, συχαινόμουν τις μελιτζάνες, ο αδερφός τις μπάμιες, έκανα τα ισόποσα με το δικό μου ποτηράκι που ήταν Ολυμπιακός κι ας είμουν πάντα ΠΑΟ, ο Λουκανίδης, ο Λουκανίδης, ολέ!!!!!
και οι καλοκαιρινές ντομάτες γεμιστές, με την μυστήρια συνταγή της Γιακαλούς με σταφίδες άσπρες και μαύρες, μετά την  Ενετική βραδυά  στο περίεργα μοναξιασμένο τραπέζι της κουζίνας λες κι όλοι είχαν εξαφανισθεί, κρύες, που μας έβαζε σε ένα πιατάκι ο πατέρας μας, "φάτε και μην μιλάτε", μια μπουκιά και ροβολάγαμε πάλι στο δρομάκι προς την Παραλία, μην χάσουμε τα μπαμ-μπουμ πάνω από το Μπούρτζι, η μάνα μας δεν ξέραμε πού βρισκόταν, ε, κάπου θα βρισκόταν κι αυτή, το πράσινο κοστούμι του πατέρα αναθυμούμασταν με τον Λώλο Μπόκαλη συχνά, ναι, αλλά, πού ήταν η μαμά? μάλλον την έβγαζε "ζάχαρη" με τους φίλους της, σιγά μην μας φροντίσει.... είμασταν τυχερά, είχαμε δύο γονιούς, ο καθένας τους μας φρόντιζε εναλλάξ, δεν αναρωτιόμασταν, το θεωρούσαμε φυσικό, εμείς.

*κι ένα κομματάκι για το πλατύγυρο καπέλλο και ένα μαγιώ όπου το μικρό χόρευε take this waltz, στο σαλόνι, έπειτα, ερχόταν ο γόης με τα κοφτά του σακάκια και τα ροζ-μωζ πουκαμισάκια κι ένα φουλάρι για να χορέψει το μικρό, ο Γιωργής, καθισμένος στην ντιβανοκασέλα του, χαιρόταν και χειροκροτούσε. Ο γόης θα είναι εκεί να πει δυο κουβέντες για τον φιλαράκο του, ήταν μαζί του να τον κάνει να γελάει, σε όλους τους φίλους και τις φίλες του Γιωργή: 
ένα πελώριο ευχαριστώ που τον ζήσαν, τον αγαπάγαν και πολλοί ήσαν δίπλα του στα δύσκολα, τον "γόη" λέμε Γιώργο Παπαμιχαλόπουλο, έχει μία θηριώδη Citroen που ζηλεύω χρόνια πια, υπήρξε το δεξί χέρι του Λάτση, είναι ακόμη ενεργός επιχειρηματίας, στο πατρικό, πρέπει να ήταν το 1989, υπήρχε ακόμη το τραίνο, περνούσα απλώς ένα σαββατοκύριακο, είχα δώσει το αυτοκίνητό μου στον αδερφό για σύντομες διακοπές, να πηγαίνει στις γύρω παραλίες, στην διαδρομή, ένα πολύ ζεστό απόγευμα, χαζεύοντας τα δεντράκια στα ζιγκ-ζαγκ λοφάκια, ξεκλέβοντας ματιές τοπίου από το βιβλίο, είχα διαβάσει ένα καταπληκτικό βιβλίο στα Ιταλικά, αστυνομικό, κάθε που κατεβαίνω κάτου το παίρνω μαζί, ήρθε ο Παπ. και στην βεράντα της γιαγιάς μάς ανήγγειλε πως έκοψε το τσιγάρο μαχαίρι, έχασκα να τον κοιτώ, ακόμα χάσκω όταν τον θωρώ, μου λέει, δεν είναι δύσκολο, δεν πειράζει, συντάσσομαι με τον αδερφό όταν αναφερόταν στα γλυκά, απλώς, δεν μπορώ, Παπαμιχαλόπουλε, σ' ευχαριστώ για το αστείρευτο χιούμορ, την καλή σου καρδιά και το ότι ως την ύστατη στιγμή ήσουν εκεί, τα λέμε κάτου

Λαλάντ

Τα τζιτζίκια αρχίσανε το κελάιδισμα πάνω στην κορομηλιά.
Σσσς, σιγά, μην ξυπνήσουν, σσσς, το μαγιώ, γρήγορα. Σσσσς, η πόρτα του χάρντμπορ, γιατί τρίζει έτσι απαίσια πάντα???  - Ξυπόλυτη. Ένα δικό μου δωμάτιο, τόπος μυστικός, ο κόλπος, το Μπούρτζι κι εγώ, Caterina Caselli \nessuno mi può giudicare, nemenno tù\ γρήγορα, έξω, στις μύτες των ποδιών από το ιατρείο, αίθουσα αναμονής, τζαμωτό, στην αυλή, με δυο πήδους πάνω στην κορομηλιά, η φωνή της κοπέλας μας, σηκώθηκε, κατέβα να πιείς το γάλα σου, δυο κορόμηλα - λιώνουν στο στόμα, καμπόσα στις χούφτες, τα πετάω στη λεκάνη που έφερε η κοπέλα μας. Στην κουζίνα, μια γουλιά γάλα (μπλιάχ!!!)  κι είναι και με κακάο…, ανέβασμα στο τραπέζι της κουζίνας, παράθυρο, σάλτο  από ψηλά, φτου ξελεφτερία, ροβόλημα  πίσω απ’ τον Αμφιτρύωνα, η απαραίτητη ματιά στην πρωταρχική εικόνα πλοίου, τα φινιστρίνια, η φωνή της κυρά  Κούλας από το σπίτι ψηλά –πάλι νωρίς-νωρίς ξεπόρτισες εσύ \ξεπαραθύρωσα το λένε αλλά δεν απαντάω\, σκάω φωτεινό χαμογελάκι- Πέντ’ αδέρφια, η στοά με την οικεία μυρωδιά κάτουρου /τσίσα το λέγαμε προσφυώς η μαμά μου κι εμείς\ από ψηλά, η Γλώσσα. βουρ στο γκρίζο νερό. Η δασκάλα μου κι η αφεντιά μου, αφέντρες της στιγμής.   Άσπρο σκουφάκι στο κατακατσαρό κορακάτο μαλλί, μπλε σκούρο ολόσωμο μαγιώ, ήσυχες απλωτές, ξεμακραίνει κουκιδίτσα λευκή, χάνεται στο βάθος. Ένα  παιδί χαιρετίζει τη μέρα.  Ύστερα  θα έρθουν οι άλλοι, μεταφορά παραπλεύρως στις «νέες»  μπανιέρες, κατά τις 10-11 ο τεμπέλης αδερφός μου, σκάλα, σανίδα, μακροβούτι, σκάλα, σανίδα, κεφάλι, ήρθε κι η φίλη μου, παραβγαίνουμε μέχρι τις σημαδούρες, πιο πέρα απαγορεύεται- τις προάλλες βγήκανε καρχαρίες, ένας μεγάλος, μπρος από το σπίτι μας, ήρθανε και τον εξετάζανε διάφοροι, ο Εισαγγελέας, ο ιατροδικαστής, ο Διευθυντής της Χωροφυλακής-μαμά, δηλαδή εγώ που φοράω κατακόκκινο μαγιώ; -ε, έχει και άσπρη ρίγα, μην ανησυχείς- /όλα τα γειτονόπουλα-  ο μεγαλόσωμος Κ, κάτι μακριά πόδια να! αν φάω κλωτσιά, χάθηκα.  Μεγάλος αδερφός ίσον λεφτά για γκαζόζα με σταγόνες μετρημένες σιρόπι βύσσινο. Μία, μισή-μισή. Πλατύγυρο καπέλο και λακκάκια στο γέλιο -η μαμά είπε να φορέσεις το καπέλο σου-  Μεσημέρι, η μαμά, τελείωσε το ιατρείο -με τραβάει έξω με χείλια μελανιασμένα, μπανάκι, -πλέουμε μαζί, την κρατάω από τον λαιμό μέχρι να μάθω να επιπλέω μόνη μου- α, μου φόραγε σκουφάκι μεγάλο σαν μπόλια στα τρία μου- ουζάκι και κουβεντούλα με τις δικές της φίλες, καμιά φορά εμφανίζεται εγκαίρως κι ο μπαμπάς αν τελειώσει νωρίς από το δικαστήριο, σάλπισμα αναχώρησης –μια βουτιά ακόμα, μαμά, έλα μπαμπά μου, πες της……. μία μόνο, σουρτά στην έξοδο, στην τραπεζαρία αίσθηση δροσιάς και μυρωδιά από φλητ για τα έντομα. Γεμιστά, φασολάκια λαδερά με φέτα βαρελίσια, πεσκέσια, τα καλά των ελευθέρων επαγγελμάτων- μπάμιες, μελιτζάνες, επ, εδώ είμαστε, σταμάτα να χαζεύεις το Μπούρτζι,  ίδιο  είναι όπως και το πρωί –άνοιξ’ το στόμα, κατάπινε-τρέξιμο, εμετός. Καρπούζι, καρπουζόζουμο από τα χεράκια της μαμάς, πεπόνι. Τρώγε!!!!  εσύ φταις που της δίνεις λεφτά για παγωτό, ύστερα πώς να φάει;  Μάντρωμα μέσα-μην ακούσω τσιμουδιά.  Σούρσιμο των ποδιών ανάποδα στον τοίχο του χάρντμπορ, σταύρωμα ξεσταύρωμα - πάλι μου έκοψες τον ύπνο- σσσσς, κοιμούνται, η μαμά έχει ιατρείο το απόγευμα κι ο μπαμπάς πάλι στο γραφείο. Μικρός ήρωας, Μάσκα βουτηγμένη από τον αδερφό. Τα κλασσικά εικονογραφημένα κι η Διάπλαση των Παίδων απαγορεύονται το μεσημέρι, κάνουν θόρυβο οι μεγάλες τους σελίδες.
Πέντε η ώρα, ουφ, δρόμο για την αυλή, σκαρφάλωμα στην κορφή της κορομηλιάς,  βάλε πέδιλα, βάλε πέδιλα, είπα,  ρίχνω τα κορόμηλα κάτω, έχουνε βάψει έναν πελώριο βυσσινί λεκέ στον πάνω δρόμο. Πηδάω απ’ τον ψηλό τοίχο - Μαζεύουμε, μαζεύουμε, γεμίζουμε λεκάνες, ταψιά, κουβάδες, πεσκέσια στα φιλικά σπίτια, όλη η πόλη τρώει τα κορόμηλά μας. Στην κουζίνα, η μαμά τα φτιάνει μαρμελάδα, ξινούτσικη, γυάλες γεμίζονται, φωνή στον αδερφό: έλα να πας στη γιαγιά, γιατί εγώ; γιατί έτσι! τεμπέλαρε!!!!
Ροβόλημα στη σκάλα, αποθήκη- το γαλάζιο μου ποδήλατο,  εξαφανίζομαι στον δρόμο για τους Μύλους, μαμά, μπαλκόνι: μην αργήσεις, καλά, καλά, χωρίς χέρια στο τιμόνι τρέχω σαν παλαβή, βζζζζουπ, κάτω από το τουριστικό πούλμαν Chat, φρεναρίσματα, κορναρίσματα… φωνές, το παιδί, το παιδί είναι από κάτω.  Η μαμά βγαίνει στο μπαλκόνι με την τανάλια στο χέρι και το βγαλμένο δόντι αιμάσσον στην άκρη του. Κατεβαίνει ψύχραιμα στο δρόμο και με ανασύρει ήρεμα -γδαρμένη από την άσφαλτο- με ανεβάζει στο σπίτι αγκαλιά, δεν με μαλώνει. Ψωμί με βούτυρο Κερκύρας  φτιάνω το σχεδιάκι μου από φετούλες ντομάτα και αγγούρι, κοκκινο-πράσινο/τσάι, τιμωρία στη βεράντα σήμερα, δεν έχει παραλία και παιχνίδι στην πισίνα.
Ένα παράπονο την ώρα της παραλίας, κοιτάζω τον ήλιο να δύει προς το Κιβέρι αριστερά στον κόλπο,  οι φίλοι μου με φωνάζουν «δεν μπορώ, είμαι τιμωρία».
Η μαμά τελείωσε, φόρεσε τη λουλουδάτη ρόμπα της -σήμερα  θα κάνουμε παρέα,  ούτε εγώ θα κατέβω στην παραλία- φέρνει το πικ-απ έξω, «και η βάρκα γύρισε μόνη δίχως μέσα τον ψαρά» σιγοτραγουδάει με τη σοπράνο φωνή της δίπλα στο γιασεμί,  χαζεύουμε τα γρι-γρι με τα πυροφάνια που ξεκινάνε για το ψάρεμα λαμπυρίζοντα αστεράκια, σκορπισμένα στη θάλασσα.
Τη νύχτα έφθασε ο στόλος, θόρυβοι από αλυσίδες και καταπέλτες που πέφτουν, σφύριγμα πλοίου, φωνές.
Λευκές μεγάλες κηλίδες στον μαύρο κόλπο.
Αύριο, μία  καινούργια μέρα.
Το απόγευμα θα σιδερώσω την άσπρη τεριλέν πλισέ μου φούστα –μόνη μου, μόνη μου, μπορώ- και ένα από τα δύο πουκάμισα ή αυτό με το μανικάκι σε τόνους πρασινοροζμωβ και γραβατούλα πράσινη της άνοιξης ή αν κάνει περισσότερη ζέστη το αμάνικο κίτρινο-κόκκινο με κίτρινη γραβατούλα,  α, να βάλω και το καινούριο μου ρολόι που μόλις μου έφερε η θεία από την Ελβετία, να βλέπω την ώρα να μην αργήσω, 9.30 ακριβώς πίσω,  μην την πάθω σαν τις προάλλες που γύρισα στις 10 και προκάλεσα χαστούκι του ήπιου συνήθως πατέρα, στο κρεβάτι γρήγορα νηστική.  Περιμένουμε τη χάρη της δεσποσύνης για να φάμε…Νεύρα είχε ο μπαμπάς πάλι, τα πολιτικά θα φταίνε…
Στο πικ απ,  Je t´attendrai, όλος ο Adamo και  Capri c´est fini, Τα παραμύθια του Offenbach και Für Elise, Los Choclos, μαζί κι η Κουμπαρσίτα,  Ματουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου, Στο περιγιάλι το κρυφό και Mαργαριτάρι μου- από πίσω/ στο ραδιόφωνο, Αχ Μαργαρίτα μαγιοπούλα  και Αθήηηηηηνα, Αθήηηηηηνα, χαρά της γης… Σε πότισα ροδόσταμο και Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, ο παιδικός φίλος του μπαμπά Μανώλης Χιώτης-Μαίρη Λίντα \του μοιάζει κι όλας λίγο τώρα που έχει μουστάκι/ Οι θαλασσιές οι χάντρες,  Βρες το και πάρτο  με τον Μίμη Πλέσσα (ζωϊκό ή φυτικό, η κυρία Μαίρη, πώς να είναι αυτή η κυρία Μαίρη;)  και Το Θέατρο στο ραδιόφωνο με τον Αχχχχχ. (Αχιλλέα) Μαμάκη, ευλαβική κυριακάτικη ακρόαση με το ψητό μόλις φερμένο από τον φούρνο, Το θέατρο της Δευτέρας, το Θέατρο της Τετάρτης, Κυριακή στο θέατρο, Το ημερολόγιο ενός θυρωρού και, εννοείται: Κάααλημέρα σας παιδιά, λαλαλά, λαλαλά, η Θεία Λένα,  μέχρι και Η ώρα του αγρότη, Κυριακή, 5-6 μμ. Και οι άρπες από τις Άνδεις, πάθος του αδερφού μου και προάγγελος ζήσης…
Το ξημέρωμα, φυσικά, θα πηδήξω κατευθείαν από το παράθυρο της κουζίνας στη θάλασσα.
Και τώρα που είμαι δέκα, θα περάσω ολόκληρο καλοκαίρι αγκαλιά με τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα, -τι έπαθες εσύ, κυλιέσαι στο κρεβάτι κι έκοψες τα μπάνια- διαβάζοντας τους τρεις τόμους σιγά-σιγά, πάλι και πάλι για να κρατήσουν οι μανόλιες –πώς ακριβώς είναι οι μανόλιες, μαμά; ανοίγουμε εγκυκλοπαίδειες και διαβάζουμε’ τα αλαβάστρινα πρόσωπα –τι θα πει αλαβάστρινο αδερφέ, ξέρεις εσύ;-  η λιποθυμία από  το στροβίλισμα της τουαλέτας  στην αγκαλιά του Ρετ Μπάτλερ και από τη δυνατή του κολώνια, κοιτώντας την μ’ εκείνο το περιπαικτικό του, ειρωνικό χαμόγελο, σαν Λαλάντ –τι είναι Λαλάντ και πώς είναι περιπαικτικό; Την εγκυκλοπαίδεια, γρήγορα. Λαλάντ, Λαλάντ… δεν υπάρχει –σήμερα  ξέρω,  να σας πω;
2012, δημοσιευμένο



Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...