όταν ανοίγει ο καιρός
σπρώχνοντας σε απλωτές
πάει κι ασβεστώνει σκαλιά κι εκκλησιές
ρούγες και υδρορροές.
όταν ανοίγεις στον καιρό
με χέρι ανάπηρο
πόδι χωλό
αναδιπλωμένον εαυτό
{πρόσφορα κάποτε στον δικό σου Χριστό
αρτιμελή με μιαν ευχή}
/πετσοκομμένα
από ω! τις κραταιές προθέσεις
ψευτίσαν σε προθήκες
σαν κούκλες γυμνές\
τι θες κι αναρωτιέσαι
για τα σοβατίσματα;
εσένα δεν σ’ αρέσουν
τα φτιασίδια
-φύγε
μακριά
παραμυθίες τρέφουν
“εγώ” σε
καθρεφτίσματα
νούφαρα απατηλά
αναπηρία ανάπηρη σου τάξανε
-αποκαθήλωση/.