29/3/18


1.       1982, Αύγουστος, τέλη πια, έχοντας διασχίσει το μισό Αιγαίο, σπάζοντας το τιμόνι της μηχανής –δεν προσέχεις... πετάω τα κλειδιά κι εσύ το παίζεις φεγγαράκι μες στο βιβλίο, δεν βλέπεις, ξωμείναμε. Πώς το λέγαν το πλοίο από την Σαντορίνη? ήλιος ανηλεής, σλιπιν καφέ και σλίπιν πράσινα, σκαρφαλώματα στην κουπαστή,θα πέσεις, ε, και?  3 ώρες περιπλέοντας τον Κέρκη, εξηγείς, αναλύεις τα πετρώματα, γκρινιάζεις που δεν έγινες γεωλόγος, θαυμάζω, οι νευρώνες εδώ, σε απόλυτη απορρόφηση.
2.       Νύχτα φτάνουμε και δένει το πλοίο, όλη η οικογένεια εκεί, συν η Νάσια, κρατάει λουλουδάκι του καλωσόρισες. Μεταφερόμαστε στου Τζίμη, όλη η μικροαστική δομή, εκεί, τα μαργαριταράκια της μαμάς, μαρτυρίες της πάλαι ποτέ Σμύρνης απέναντι –ήδη συνειδητοποιείς πως η ντουλάπα είναι εξόχης δομής
3.       Στο Σάμος? Στη Νάπολη? Ένα φλασκί Opium κρεμασμένο, «χαίρω πολύ»

Για την Αθηνά
εις  μνήμην
 του Γιώργου και της Στέλλας, της Λουκίας

Μην γυρίσεις
                              να κοιτάξεις
                                            μάτια μου
όσο κι αν

    οι υλακές

           ουρλιάζουν αντιθέσεις

πόρτες σφαλιχτές

                                               ρόπτρο αθόρυβο
                                                                                      αμήχανες παλάμες

??? τίποτα να μην ανοίγει στους κήπους μας???
                    

\ακούς τη Φιλαρμονική να παιανίζει ή ξέχασες πια???./

Τα τραγούδια μας φτάνανε
                                                       στις Μανωλάτες

κι έλεγες: /Θα ξαναγυρίσουμε στον εαυτό μας

                   αβρόχοις ποσί/

                      στα Πλατανάκια

τα ρυάκια

σκαρώνανε στίχους

αγγλιστί λίγο πριν  την εκπνοή σου/

Θαύμαζα απλώς\

                  τα χέρια
                                               γραπωμένα

                   σε υφή
                                             χαρτιού.

/  πήγαμε

   να πεις
                                   ένα  γεια

                             στις Καρλοβασίτικες πέτρες

  του Ρίτσου
                                                        μας άνοιξε

                        φιλόξενa

                           χέρια
                                                του τότε.
                                                
    τσιγάρα
    στο περίπτερο

Λιοντάρια

   στο
τρίστρατο
τα πόδια γυμνά

\\\ποιος θα κατασπαράξει ποιόν???

προφυλάσσομαι

           και????--???

σήκωσε κύμα

     απόψε

??? τ’ ακούς~~~~????

τα μπλόκια

      πνιγήκαν

δεν πρόλαβες

     να δεις….

ακροβολισμοί

το Μαλαγάρ’ μας έτσι…\

σε αόρατους

   ποδηματισμούς

   ανεβασιά

       του ορίζοντα

σκαλιά στο τίποτα,???

κουραστήκαν

   οι ανάσες

σκαρφαλώνω

τρία-τρία
    τα σκαλιά

    «βηματισμός λαφίνας»

έψαλλες

 στους «Διόσκουρους»

    και το παιδί

     έσκουζε

    κατά κράτος.

/θυμήθηκα…..

φλασκί

κρεμασμένο

από Opium

-καλησπέρα -….

κρύσταλλα

ραμφίζουν τα τώρα

ούτε

οι επίγονοί σου

θυμούνται,

εσύ??


?στο κρύο μπλε μρμαρο

φροντίδει??

                        Οι θάλασσες

                                          του Νότου πνίξανε

                                                                ιώνιες γαίες

 είπαμε:

το πιο κοντινό φυλάκιο,

εμείς μαζί,
   απέναντι\
                                             η Μυκάλη

                                                                        κοινή

χείμαρρος

      σε Νείλο
      αβαθή

       σκάβεις

στις υπερώες
               του νου\άγνωστα στοιχεία\επιεικώς αναλυμένα/…

ιλύς

      των παραισθήσεων

      όχθες

      του χθες

        γεμάτες

        Η σκιά στ’ Αυλάκια
   κι έλεγες:

«τίποτα σαν τη Μουρτιά»

απαντούσαμε εν χορώ:

--το καφενείο

      κι η σπηλιά--

          Δεν φτάναν πάλι

τα πέδιλα

   -προδομένες απλωτές….

Χαιρετούσες
απ’ την  ακτή
την κόμη
ανεμιστή

ακροπάτητες
                                          αφίξεις

                                                            σε βιβλιοθήκες-
                                               γυμνές
                                                    από εμάς
κι ας

    είναι
                            πεπληρωμένη
                                                                          η Αλεξάνδρειά σου.

Εμείς
    ταρακουνημένοι

               πλόες
                               προς
                                                 το
                                                                              Kusadaşi

                                                                                       κι έπειτα

                                                                         λέμε ...
                                                                                        
Τι έφταιξε
    και δεν
ξημερώσαμε
             μαζί
          στη Χρυσή ακτή;

                         στις σκηνές\

                          με  τις κυματίζουσες
                             θάλασσες

 τα σκ*
και τα ροδιά επέκεινα,
γυμνοί,
 στο απέναντι????
Απρίλης 2012


Εξ απο{α}ρρήτων

Δύσκολα που κυλάνε
οι σταγόνες…
νερό είναι;
μελάνι;
δάκρυ είπες;
άρρητα
έσταξε ο καιρός
Λείπαμε πάλι,
μην το δεις
όταν σηκωθείς
δεν θα υπάρχουν εξηγήσεις
Δεν δικαιολογούνται πια
                                     οι απουσίες
ούτε τ’ αστραφτερό χαμόγελό σου
καλύπτει κοίτες

Ρέει
κενό
     στις παλάμες
δ ό ντια
χάσκοντα
    χείλη
                                 ψεύτικα/σαθρά/ στιλβωμένα/
ξεπουλάνε και τη μάνα τους-όχι εσύ/όχι εσύ-

πλάτες
υγρές
δεν
                κλείνουν
                                   τη μπασιά_
μην σηκωθείς,
κάτσε εκεί,
περίμενε,
να ορμήσει το χιόνι/
να καλπάσει το άλογό μου
σε πεδιάδα στεγνή
λευτέρωσέ με,
άσε με,
                               έστω και σε τροτ…

Τι να ‘ναι
ο δρομίσκος
της μνήμης σου/

Τι θες να πω
στ’ ανείπωτα;;;

΄Ασε το χιόνι
να γίνει
υγρό
                                                              πες
              στη Σαπφώ
                                       να σιγήσει

Καμιά σιγαλιά

Στη Μυκάλη
σε κοίταξα πάλι
και είπα:
   
«σκοτώνουν τ’ άλογα
όταν γεράσουν»/  "πόση ομορφιά στο βάδισμά σου"....

                                             Στάζουν
τα σώματα
πλησμονή.

Εξ απορρήτων
δύσθυμο βλέμμα
                               λοξό
καταμεσής
στον κόσμο.

Έπειτα/
έπεσε
το λυκαυγές
των συναναστροφών

έπεσε
και το ρεύμα.

Ισορροπίες τρόμου
στα σκοτάδια μας
όλα/
\θάλλουν.-

  Μάιος 2012-Μάρτιος 2018

© AR

*φάκελος Σάμος, ετοιμάζεται*
σιδεράς, μουλαμπραϊμ, οι ξένοι το λένε Ποσειδώνιο

περσι δια ματιού









*σεκ, λευκό, ξηρό, ελαφρά αρωματικό κρασί, σε μπουκάλια κοινά του μισού λίτρου, με ετικέτα πειρατών, δεν αγωνιώ πια για κουβάλημα, όταν λείπει, έρχεται ο Μήτσος με μια αγκαλιά Σάμο, γεμίζουμε τότε Μανωλάτες και Πλατανάκια, Βόλτες και Μαλαγάρι, χωρίς σεκάκι, δεν έχει ζωή*

ύστερα, ανοίξαμε το φλασκί, έπεσε βαρύ το άρωμα στο πλοίο για σαλπάρισμα και συμφωνήσαμε πως οι φούστες σας, πολύχρωμες, κλαρωτές, μυστήρια σύμπτωση, φορούσατε κι οι δυο ένα πανοκόρμι μαυρωπό, θα γίνονταν Number One και θα τα χορεύαμε στον τοίχο που άνοιγε σε φώτα της θάλασσας, την επαύριο, πήγαμε στην Μουρτιά και χωρίς πέδιλα, με μιαν ανάσα, φτάσαμε στην σπηλιά, το μετά, είναι εσύ χωρίς, και τα πέδιλα είναι απαραίτητα αν θες να φτάσεις στην σπηλιά, σε θυμάται, ο βράχος είναι πια γυμνός κι εμείς πάμε πάντα περασμένο απόγευμα, καμιά φορά, σε θυμάμαι εκειπέρα, Αθηνά-

Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...