αυτούς τους ξενόφερτους –κι εσύ από κει- δεν τους είχαμε σε
καμιάν υπόληψη, μέναν όμως λίγες μέρες, μας δώσαμε άδεια, πήραμε τ’ αμάξι και
σε πήγα στο καράβι, στο Καβούρι, άδειο ήταν σχεδόν το μαγαζί, βάρυνε κι ο
ορίζοντας, σκούρηνε το τοπίο, μάτια γίνηκε, χάθηκε και το νησάκι της Αίγινας,
δυο ήσαντε τα απλωμένα χέρια, δεν φτάνανε πιο κει. Ο γυρισμός είχε μεγάλη βροχή
και το τζάκι ξανα-έγινε καταφύγιο, γκρεμίστηκε τηλεφωνικά. Έφυγα. 'Εκτοτε, στο καράβι πολλές
οι επιστροφές, η κασσέττα έπαιζε καρναβάλια-δεν είμαστε πια
για καρναβάλια, ούτε καν για την Μπαρσελόνα, ληγμένα, στην ανακύκλωση όλα-
Δευτέρα και 14