ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΕΙ
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…
ενός ατέλειωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
κα τ’ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ’ τους μεγάλους στεναγμούς…
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
κα τ’ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ’ τους μεγάλους στεναγμούς…
Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια
Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από πού ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τί θέλουν να πουν;
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από πού ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τί θέλουν να πουν;
Ὤ, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…
Όλα θα άλλαζαν…
Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…
Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…
την ώρα που βραδιάζει…
ΤΑΣΟΣ
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(τα
Χειρόγραφα του φθινοπώρου), Κέδρος, 1990,
μεταθανατίως
ΤΑ ΠΑΛΙΩΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ
Ποιο απ’ τα δυο;
Περασμένα μεσάνυχτα και κάνει πρόβες η μπάντα
ή σαλπίζουν στη θύελλα τα ερειπωμένα σπίτια;
Περασμένα μεσάνυχτα και κάνει πρόβες η μπάντα
ή σαλπίζουν στη θύελλα τα ερειπωμένα σπίτια;
Πολιορκημένα από μια θλίψη παμπάλαια
σε περιπτύξεις που επιδίδεται με το ματαιωμένο
μεταφέρουν λαθραία νύχτα και μέρα στο υπόγειο
πληγές
πληγές και χρόνια
και κάτι χάρτινα κιβώτια με καμένα κεράκια
απομεινάρια απ’ τα γενέθλια
κάποιας νοικάρισσας νεότητας.
σε περιπτύξεις που επιδίδεται με το ματαιωμένο
μεταφέρουν λαθραία νύχτα και μέρα στο υπόγειο
πληγές
πληγές και χρόνια
και κάτι χάρτινα κιβώτια με καμένα κεράκια
απομεινάρια απ’ τα γενέθλια
κάποιας νοικάρισσας νεότητας.
Κι έχουν μιαν εγκαρτέρηση τα παλιωμένα σπίτια
θαρρείς και οι εντοιχισμένοι
γνωστοί και άγνωστοι νεκροί
φορώντας τα καλά τους
και ακίνητοι
σαν για να βγουν φωτογραφία
περιμένουν το γνέψιμο
τις κλειδώσεις που θα λύσει
και τα φτερά μ’ ένα άγγιγμα
θα ξεκολλήσει απ’ τους ώμους.
θαρρείς και οι εντοιχισμένοι
γνωστοί και άγνωστοι νεκροί
φορώντας τα καλά τους
και ακίνητοι
σαν για να βγουν φωτογραφία
περιμένουν το γνέψιμο
τις κλειδώσεις που θα λύσει
και τα φτερά μ’ ένα άγγιγμα
θα ξεκολλήσει απ’ τους ώμους.
Μέχρι τότε
με δάχτυλα ασκημένα να ψηλαφούν το αόρατο
σπρώχνουν τους τοίχους για να βγουν
σκοτάδια απόκρημνα μετατοπίζουν
η πέτρινη εχεμύθεια προδίδει τα μυστικά της
φλούδες ασβέστη στο δωμάτιο χιονίζει
με δάχτυλα ασκημένα να ψηλαφούν το αόρατο
σπρώχνουν τους τοίχους για να βγουν
σκοτάδια απόκρημνα μετατοπίζουν
η πέτρινη εχεμύθεια προδίδει τα μυστικά της
φλούδες ασβέστη στο δωμάτιο χιονίζει
και όλοι πια μαθαίνουμε
γιατί βαθαίνουν οι ρωγμές
στα παλιωμένα σπίτια.
γιατί βαθαίνουν οι ρωγμές
στα παλιωμένα σπίτια.
ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
(Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα) Καστανιώτης 2004
*από το Ημερολόγιο 1993, περιοδικό Απόπειρα, Ναύπλιο, φωτό Άγγελος Κλεισιούνης 1956, πίσω από το Ιερό της εκκλησίας Παναγία*