ποιητής που άσκησε την ποίηση της ποιητικής, και, τανάπαλιν, αν εξαιρέσουμε την εναργή μεν ματιά του Μαρωνίτη αλλά δέσμιου στην φιλολογική του ανάλυση, μάλλον καλλίτερα τα λέει ο Κώστας Παπαγεωργίου που ανά καιρούς ασκείται ομοίως στην ποίηση της ποιητικής. Ίσως από τα δυσκολότερα μέρη της ποιητικής τέχνης (είναι η ποίηση Τέχνη?), γειτνιάζει ευθαρσώς με το δοκίμιο. Εκεί που ο Παυλόπουλος λέει πρόβατο, διαβάζω πυκνοκατοικημένος αστικός ιστός (δεν είμαι η μόνη, προφανώς). Ας μην μας ξεγελά το αγροτικό τοπίο που συνήθως περιγράφει ο στο άστυ έχοντας κατοικήσει Παυλόπουλος, πρόσχημα είναι κι επίφαση για να μιλήσει, κρίνει και καμμιά φορά κατακρίνει τους ρόλους σκύλων, χειμαδιών και τα λοιπά, σε πλήρη μετάθεση, φυσικά.
Δεν το νομίζει μόνον η ταπεινότης μου πως "τα Αντικλείδια" συνιστούν την επιτομή τής ποιητικής τής ποίησης.
Στις μέρες μας υπάρχουν κάποιοι σαν επίγονοι που δοκιμάζονται σε αυτό το είδος, ίσως όχι τόσον επιτυχώς. Δεν αρκεί πάντοτε η πνευματική "προθυμία", σαφώς όχι μία "εξυπνακίστικη" στάση έναντι του καθημερινού με αναστόμωση στο διαχρονικό, για επιτυχή άσκηση σε αυτό το δύσκολο είδος γραφής.
Αντιθέτως, και πάλι δεν είμαι μόνη στο σύμπαν, θεωρώ πως ο Γιάννης Στίγκας, από συλλογή σε συλλογή, ασκείται με μεγαλύτερη επιτυχία στην ποιητική της ποίησης. Αν θέλουμε, στην ποίηση της ποιητικής. Να, εδώ, από την τελευταία του συλλογή (προτιμώ, εντούτοις, το Ισόπαλο τραύμα) "Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι" Μικρή Άρκτος, 2017:
"Η ΦΡΙΚΗ ΤΑΜΠΟΥΡΩΝΕΤΑΙ
Ώσπου ξυπνάς ένα πρωΐ και λες:
δεν θα ξαναπώ καλημέρα
αυτή τη λέξη τη δοκίμασα
είναι μεγάλο κουτορνίθι
κι ύστερα
η ελπίδα
είναι ένα αρκετά καλοστημένο ντόμινο
-εν τέλει-θα στουκάρει στον ορίζοντα
κι εδώ αξίζει να ειπωθεί
κάτι για την αντοχή του χαρτιού
|δεν υπάρχει πιο ύπουλο ποσοστό από το 50-50|
από τέτοιες τρύπες γύρισαν κι άλλοι
κραδαίνοντας πελώρια γαλλικά κλειδιά
φοβερά μονότονοι
και κάπως υστερικοί για το μέλλον".
*όλη την ανατροπή επιφέρει, προφανώς, αυτό το 50-50 και η σύνολη φράση με διαφορετική του υπόλοιπου ποιήματος γραμματοσειρά και τονισμό πλάγιο*
Εκτός από εξέχων καμιά δεκαριά κεφάλια από τους συνομιλήκους του, όχι για την θεματολογία του, ούτε για το καθημερινό και "κουβεντιαστό" ύφος (αυτό απαντάμε συχνά και στα Κάντος του Πάουντ, κάποτε στον Σεφέρη, σαφώς στους Γάλλους με επιτομή τον Πρεβέρ, φυσικά), ομοίως σαφώς στην Αμερικανίδα Αν Σέξτον, η οποία, όμως, περισσότερο σωματοποιεί παρά μεταθέτει, αλλά για την προεξάρχουσα δυνότητά του να μεταθέτει σε καθημερινό το καθ' όλα όλον, αν διαθέτει κανείς τα αναγκαία εργαλεία ανάγνωσης, αμέσως το διακρίνει. Άλλη συνάφεια του Στίγκα με τον Παυλόπουλο και τον Παπαγεωργίου: απέχει, ως κείνοι απέχουν και απείχαν, από "συνάφια" και δημόσιες σχέσεις κλπ, η γραφή, πράξη μοναχική και κάποτε μοναδική. Μοιραίο είναι ευαίσθητα μάτια να τους αναγνωρίζουν και να τους αναδεικνύουν. Μόνη στάση ζωής στην γραφή...
Ο λόγος στον λόγο του Γιώργη Παυλόπουλου, με 6 συλλογές, μας άφησε από τις ωραιότερες παρακαταθήκες, τον ευχαριστούμε:
Γιώργης Παυλόπουλος, Τα
αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα
ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα
χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε.
Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι
τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε
να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει.
Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει.
Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος
το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε
χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να
την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια.
Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια.
Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να
ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που
γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο
κόσμος
είναι μια ατέλειωτη
αρμαθιά αντικλείδια
για να ανοίξουμε την
πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια
πόρτα ανοιχτή.
υλικό για τη διδασκαλία
(από το "δυσεύρετο" βιβλίο του
καθηγητή)
1. Αν ό,τι λέμε ποίηση
δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν
πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο (το
μοναχικό τραγούδι των Μουσών στο προοίμιο της Θεογονίας του Ησιόδου), τότε η
τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον
κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης. Ας πούμε λοιπόν πως το
κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου
και φαντάζεται πως είναι και μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της
κρυμμένης ποίησης. Αν καθ' οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο
ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει.
Το παράκανα ίσως με τις
μεταφορές και τις παραβολές, προσπαθώντας να πω πως Τα Αντικλείδια του
Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για να οριστεί το
άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Κι αυτή, νομίζω,
είναι η πρώτη αρετή τους.
Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της
ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, 1992, σ. 135-151
2. Τόσο στα Αντικλείδια
όσο και στον Αίνο άμμο, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ποιήματα ποιητικής, τα
περισσότερα από τα οποία αποπνέουν την αίσθηση του ανικανοποίητου και του
φευγαλέου, του χειροπιαστού -σώματος ή πράγματος- που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται
και εξαφανίζεται, από κοντινό και οικείο γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από
φιλικό γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό ακόμη, κάποτε μάλιστα γίνεται
επίβουλα εχθρικό, όπως συμβαίνει συνήθως με το εκάστοτε γραφόμενο -τη στιγμή
που γράφεται- ποίημα.
Κώστας Παπαγεωργίου, «Ο
ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος», Γράμματα και Τέχνες, ό.π.,σ. 29-30.
3. Ας πάρουμε ως πρώτο
παράδειγμα το ποίημα του «Τα Αντικλείδια» από την ομώνυμη συλλογή του. Ο
Παυλόπουλος γράφει:
Πολλά έχουν γραφεί για
αυτό το ποίημα. Αυτό όμως είναι εντελώς φυσικό, γιατί ένα ποίημα που έχει ως
θέμα την υφή της ίδιας της ποίησης αναπόφευκτα θα τραβήξει το ενδιαφέρον των
κριτικών και θεωρητικών της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν προσφέρει εύκολες
απαντήσεις στα ερωτήματα για την φύση της ποίησης που απασχολούν και τον ίδιο
τον ποιητή. Οι δυσκολίες γίνονται μεγαλύτερες καθ' όσον προσπαθούμε να
διατυπώσουμε τις ιδέες του ποιητή για τη φύση της ποίησης ανεξάρτητα από το ποίημα.
Έτσι πολλοί, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν τις ιδέες του ποιητή
ανεξάρτητα από το ποίημα, έχουν αντιμετωπίσει ερωτήσεις που φαίνονται
αναπάντητες. Αν η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, γιατί χρειαζόμαστε
αντικλείδια; Αν η ποίηση είναι πόρτα, σε τι είναι πόρτα; Όταν κοιτάμε μέσα, σε
τι μέσα κοιτάμε;
Ίσως όμως κάτι μπορεί να
καταλάβουμε από το νόημα του ποιήματος χωρίς να απαντήσουμε όλες αυτές τις
ερωτήσεις. Η ποίηση, μας λέει ο ποιητής, είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μερικοί
συναντούν την πόρτα και την προσπερνούν. Δεν κοιτάζουν για τίποτα, αλλά ούτε
και βλέπουν τίποτα. Αυτοί όμως που βλέπουν κάτι και που συναρπάζονται από τη
μαγεία του, προσπαθούν να μπουν μέσα - προσπαθούν να δουν περισσότερα. Η πόρτα
(η ποίηση) τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί γι' αυτήν. Αναπόφευκτα μερικοί
χάνουν όλη τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο κλειδί που θα τους ανοίξει
την πόρτα της ποίησης - θα τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της. Δυστυχώς ή
ευτυχώς, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι αντικλείδια - δηλαδή, ποιήματα.
Με άλλα λόγια, η κατανόηση μας του ποιητικού κόσμου, αυτό που προσπαθούμε να
αρπάξουμε με το μάτι μας όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα
ποιήματα που δημιουργούμε.
Γιώργος Αναγνωστόπουλος,
«Γιώργης Παυλόπουλος - Ποιητής ολίγων λέξεων και πολλών ιδεών», Γράμματα και
Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ.-Μάιος 1998, σ. 31 -36.
4. Η ποιητική δημιουργία
είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο
μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή
αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας.
Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία
σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο
σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.
Τα πράγματα που αγγίζουν
σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις
προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες
έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου
επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.
«Ο Γιώργης Παυλόπουλος
μιλάει για την ποίηση και το έργο του», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83,
Φεβρ.-Μάιος 1998, σ. 24-26
(…)
Ἡ σιωπὴ
Στὴν Αὐγή-Ἄννα Μάγγελ
Ἡ Σιωπὴ εἶναι μιὰ ἄγνωστη
ποὺ ἔρχεται τὴ νύχτα.
Ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
χωρὶς ν’ ἀκούγονται πατήματα
μπαίνει στὴν κάμαρα
καὶ κάθεται στὸ κρεβάτι μου.
Μοῦ φοράει τὸ δαχτυλίδι της
καὶ μὲ φιλεῖ στὸ στόμα.
Τὴ γδύνω.
Μοῦ δίνει τότε τὶς βελόνες
καὶ τὰ τρία χρώματα
τὸ κόκκινο τὸ μαῦρο καὶ τὸ κίτρινο.
Κι ἀρχίζω νὰ κεντάω
πάνω στὸ δέρμα της
ὅλα ὅσα δέ σοῦ εἶπα
καὶ ποτέ πιὰ δὲ θὰ σοῦ πῶ.
http://frear.gr/?p=13797
** κατά περίεργον τρόπο, η ποιητική του Γιώργη Παυλόπουλου με παραπέμπει στην ποιητική του Μεξικανού Κάρλος Πεγισέρ, διαφορετικά τα υλικά, διαφορετικές οι εποχές, ο δεύτερος εποίησε και μεγάλες ποιητικές "κατασκευές", εδώ ένα από τα ολίγιστα σε ελεύθερο στίχο, δημοσιευμένο στο περιοδικό "Το Δέντρο", το 2011 θαρρώ:
***************
** κατά περίεργον τρόπο, η ποιητική του Γιώργη Παυλόπουλου με παραπέμπει στην ποιητική του Μεξικανού Κάρλος Πεγισέρ, διαφορετικά τα υλικά, διαφορετικές οι εποχές, ο δεύτερος εποίησε και μεγάλες ποιητικές "κατασκευές", εδώ ένα από τα ολίγιστα σε ελεύθερο στίχο, δημοσιευμένο στο περιοδικό "Το Δέντρο", το 2011 θαρρώ:
Τι θα κάνεις;
Τι θα κάνεις; Ποια
στιγμή
τα μάτια σου θα
σκεφτούν τα χάδια μου;
Και μπρος σε τι,
ξάφνου,
θ’ αφήσεις, σιωπηλά,
ένα χαμόγελο;
Κι αν στο δρόμο
βρεις το θλιμμένο μου
στόμα σε κάποιαν άλλη,
θα το ακολουθήσεις;
Τι θα κάνεις αν στα
μαγαζιά –ομοιότητες-
κάτι από μένα
συναντήσεις;
Τι θα κάνεις;
Κι αν στην εξοχή ένα
μάτσο χουρμαδιές
ή ένα σμήνος
περιστέρια ή μια ομάδα πρόσωπα
δεις;
(οι στροφές λάμπουν
στις περιπέτειές τους
από γυμνές πρώτες
εικόνες).
Κι αν περνώντας μπρος
από το σπίτι ανοιχτό
κάποιος μέσα φωνάξει:
Κάρλος!
Θα δονηθεί η καρδιά
σου γλυκά;
Πώς θα είναι ο
τονισμός του βήματός σου;
Το γράμμα σου φέρει
το ευνοούμενο άρωμα.
Το φιλάω και το
ανασαίνω.
Στο σύντομο δράμα
ενός αναστεναγμού
η κάμαρα αρχίζει να
παίρνει άλλη όψη.
Τι θα κάνεις;
Οι στίχοι κάρφωσαν
πια τα μάτια.
Το κάμωμα
συνεχίζεται. Απ’ τα χέρια
πέφτουνε μολύβι και χαρτί. Απέραντη
είν’ η θύμηση.
Ακούγονται στην εξοχή
τα σου μου σου της νύχτας.
–Μια φορά
–Μια φορά
σε βρήκα στο τραμ και
δεν με είδες.
-Διασχίζοντας ένα
δάσος κλάψαμε κι οι δυο.
-Υπάρχουν δυο
καταραμένα μέρη στην πόλη. Μου έδωσες
τη διεύθυνσή σου τη
νύχτα της κόλασης;
- …Κι
εγώ νόμισα ότι πέθαινα βλέποντάς σε να κλαις.
Είμαι…
Και με παρασέρνει ο
αγέρας.
Τι θα κάνεις;
***************
και μέρος από μεγάλη σύνθεση:
POEMA EN TIEMPO VEGETAL
ΠΟΙΗΜΑ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ
Στον Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο
Στο δάσος αυτό όπου τα δέντρα
έχουν
ιστορία
και συνταιριάζονται μ’απλοχεριά
πότε στο φως,
πότε στη σκιά,
λεηλατώ τα φλάουτα στον άνεμο
όπου τα πουλιά καταβροχθίζουν
τη μοναξιά υγρή και ζωντανή
απ’ τη ρίζα και τη μνήμη.
Ηχηρά σε σώμα και ψυχή
νιώθω τη θέρμη
με την που το φως τού ήλιου
λευτερώθηκε από φυλακή τρομερή.
Και τραγουδάω ανάμεσα στα δέντρα
και στα φυλλώματα τής φωνής μου
τσιμπολογάνε του ανέμου τα πουλιά
μακρόσυρτες γωνιές της γεύσης.
Να μπω σε δάσος όταν η μέρα
σαν πεδιάδα
με δαχτυλήθρες και με καρφίτσες
δρασκελίζοντας λύνει
θα πει γυμνώνω κορμό διαβάτη
και τόνε ρίχνω μες το νερό να γίνει ένα
με υλικά που ρίζες δεν έχουν βγάνει
λησμοσύνης εικόνες της τύχης.
Να μπω σε δάσος είναι αποκτώ
λίγη χλιδή
από εκείνη που η ζωή σε μια στιγμή
τις παρυφές της όλες ανθοστολίζει,
και κάνει αισθητό το ανοιχτόχρωμό της κορμί,
γιομάτο με ψιθύρους εκπληκτικούς:
η άξαφνή μας πεταλούδα, τ’ αρχέγονο κλαδί που
σπάζει,
ό,τι δεμένο ή λυμένο
πιάνουμε ή αφήνουμε’
κάτι που πέφτει
κι αγνοούμε
τι να ’ταν
και πού και γιατί ονειροβατεί.
Αυτό είν’ το δάσος όπου τα δέντρα
ξέρουν να μιλούν
για κείνη τη σιωπή από οψιδιανό
που βρήκε βάθρο μες στη φωτιά:
ο νεαρός Κουαουτέμοκ που κάποια μέρα
ηδυνήθη τους βράχους του να χαροποιήσει
με τους δυναμικούς δεσμούς
του δάσους αυτού τού μεγάλου και πατριαρχικού.
Νεαρέ Κουαουτέμοκ σιωπηλέ,
ποιο ξημέρωμα ή μούχρωμα
ήταν εδώ στο φτερό του περάσματός σου
το ξημέρωμά σου, το δείλι σου
και στον ξεφτισμένο ψίθυρο
αύρας κρυμμένης
σου στέναξαν γιγάντια
τα κωνοφόρα της ύπαρξής σου;
(…)
* εκτός από ένα ποίημα του Κάρλος Πεγισέρ που έχει μεταφράσει ο αδερφός μου Γιώργος Ρούβαλης σε εφημερίδα της Λάρισσας (2003?) τα υπόλοιπα, καμμιά 30ανταριά, η υποφαινόμενη, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, είναι καλό να αρέσουν και σε άλλους κάποια που αρέσουν και σ' εμάς... ασκήθηκε περισσότερο από την ποίηση, στην ποιητική της ποίησης, διαθέτουμε, εξάλλου, δοκίμιά του για αυτήν, σε ένα, ίσως το μέγιστο, αναλύει τα πώς και τα γιατί αυτού του ποιήματος (κόστισε ιδρώτα χρόνων για να αποδοθεί):
NOCTURNO DEL MAR AMOR
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΑΓΑΠΗ
|
** οι ποιητές, έχουμε καμιά φορά διάφορες εμμονές... , μία από τις κυρίαρχες του Κάρλος Πεγισέρ υπήρξε ο ήχος, σαν ηχηρότητα, Ισπανικά ακούγεται πιο απαλά: sonoridad, ο Παυλόπουλος πάλι προτιμά την σκληρή στον ήχο "σκυλί"**
για τις αποδόσεις του Πεγισέρ©ΑΡ