αύριο είναι της Αγίας Ειρήνης, στο κεφάλι, μεγάλη γιορτή,
για χρόνια... να μην ξεχαστούν, η Ειρηνούλα δίπλα, το κοριτσάκι μας, η μεγάλη Ειρήνη, η μικρή Ειρήνη και τα προεόρτια όρθια και θαλερά, ως που κατέφθανε η 6η κι εκεί το φευγιό των ανθρώπων (14, μπρος στην τουαλέττα της μαμάς, για πρώτη φορά τα νύχια των χεριών με το δικό της μανόν, βρήκα και ένα κραιγιόν, το έβαλα και το έφαγα-ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το κόλπο με το κραιγιόν, όσες φορές το φόρεσα, ως να κάνω δύο χιλιόμετρα στο αυτοκίνητο το είχα καταπιεί- στο βάθος πεδίου ένας ρώταγε γιατί, όταν στέγνωσαν όλα, καβάλλησα το ποδήλατο κι έφυγα, ήταν πια μεγάλη η πόλη, φοβήθηκε το παιδί, γύρισε). Χρόνια μετά, τα ίδια κόλπα με την μηχανή, κανείς δεν κοιτούσε πια, κανείς δεν ρωτούσε πια, αυτά τα κόλπα με τα κραιγιόν και τις γόβες κρύβονταν κάτω από το γκάζι, το φόρεμα ήταν ωραίο πάντως,τα μαλλιά ήσαν μακριά πια, τώρα τα λένε κοντά- στο ντουλάπι έχει κάτι κραιγιόν και κάτι βαφές για νύχια, έρχεται το παιδί και παίζει, γελάμε, τάτα, τι είναι αυτά? ξέρω γω?, ξέρω? μπα...
Ήταν πια, δεν ξέρω για πόσα πια, στις Ειρήνες, η μεγάλη Ειρήνη καλά θα κάνει να συνεχίσει να παίζει όπως εκείνη ξέρει τον Τάρεγα
Νυκτουργία
των παθών
κι απόψε
καλείται η
μούσα της τιθάσευσης
ν’
απαλύνει
τοπιογραφίες
του νού
Διαγουμίζονται
πάλι
οι
αισθήσεις
άναρχες
κραυγές
να
τρυπήσουν την οροφή
ξεχασμένου
αισθησιασμού.
Νυκτοφρουροί
υποβοηθούν
τις
αλυσσίδες του βηματισμού
μπρος σε
γκρεμνό
μου χαρίσαν
γερά παπούτσια-
*τα κενά μνήμης ήθισται να είναι του εγγύς παρόντος σε αυτές τις προχωρημένες ηλικίες, πού στον κύριο διάολο πήγε το γαλάζιο μου ποδήλατο? έμεινε οίκοι? στην αποθήκη? ποιός το πήρε, ποιός το καβάλλησε? ποιός το ποδηλατάκι μου? τις προάλλες το είδα διαλυμένο, ύπνος ήταν, όμως. θυμάται κανείς τι απέγινε το γαλάζιο μου ποδήλατο?, ξυπνήστε_μιλήστε, θέλω το ποδήλατό μου_stop, γαλάζιο είναι, μεσαίο, για όλα μεσαία, ρόδες, η καβαλλάρισσα, μόνο μια φορά ήταν πρωταγωνιστής, ο ποδήλατος, όταν τον δέσαμε στο Μπουζούκι, Κόρινθο -σπίτι, όλο τον δρόμο κοιτώντας πίσω μην στρίψει, μην πέσει, μην συρθεί, μην μου μαγαρισθεί, μια στιγμή είπα να τον πάρω μέσα, αγκαλιά, αυστηρή ματιά του μπαμπά, ποιός τώρα, ο καλλίτερος μπαμπάς, κι όμως... έκατσα να κοιτάζω μπροστά, κλεφτά το πίσω, μην τα ξανα~ακούσω, δεν άντεξε το παιδί, πήγε στο πίσω κάθισμα και σε κάθε στροφή φώναζε, "μπαμπά, προσοχή, ο ποδήλατος" είσοδος, αποθήκη, κλειδί - δεν με μάλλωσαν, ο καλός μπαμπάς με έσωσε από τα νύχια της μαμάς (να με γδάρει ήθελε, το είπε χρόνια μετά, χμ, τι μοβόρα αυτή η μαμά καμια φορά ..,) με κοίμησε σιωπηλά, κανείς δεν ξέρει πού είναι το ποδήλατό μου,? αν μαθευτεί, αφήνετε διεύθυνση, δεν θα κοινοποιηθεί* -
-θυμάμαι πως είμουν 8 και έκανα όλον τον δρόμο ως την Κόρινθο τραλαραρί-τραλαραρό, ούτε νερό, ψέμματα, στη βρύση, στο Χάνι του Ανέστη, ένα στοπ (όταν μπήκα μέσα, είχαν βάλει ένα πλαστικό γαλαζωπό στο στόμα, ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, ανοιχτά ακόμα τα γαλάζια μάτια κι ένα χρώμα σαν κιρκάσιου πολεμιστή, έκλεισα τα μάτια σταθερά και σκέφτηκα--είσουν ο καλλίτερος πατέρας, να θυμάμαι πάντα το γαλάζιο σου στον κόλπο απέναντί μας, στο Μπούρτζι, τον τούρκικο, το βύσσινο, το καρπούζι κι εκείνο το παλιομοδίτικο ποτήρι παγωμένο νερό, πάντα έλεγες: όλο το καλοκαίρι είναι ένα ποτήρι παγωμένο νερό, θυμάμαι το βρυσάκι στο ψυγείο, σιχαινόμουν το γάλα αλλά είχες τον τρόπο σου να με καταφέρνεις με το τόσο όμορφο παλιομοδίτικο ποτήρι, πριν να φύγουμε στο ποδήλατό σου για ένα χωνάκι κάστανα κι ένα μουστοκούλουρο από του Μπουγιούκου, είχες πάντα τον τρόπο σου να μας την φέρνεις...).
**είχα ένα ποδηλατάκι, μου το έστειλε η νονά μου η θεία Ζένη από την Αμερική- στο τραχύ τσιμέντο της Παραλίας βγάλαμε τις βοηθητικές ρόδες, ο πατέρας καθοδηγούσε από το τιμόνι "θα γίνεις καλή ποδηλάτισσα" γέλαγε το μουστάκι, αν ξέρετε πού βρίσκεται, παρακαλώ πολύ, αφήνω διεύθυνση, υπόσχομαι, δεν θα μαθευτεί**
***είχα ένα ποδηλατάκι, γαλάζιο, στην μπρος και πίσω ρόδα είχε μια κίτρινη γραμμή, δεν μπορώ να τη δείξω, δεν έχω πια μπαμπά για να πει, το παιδί παίζει ακόμα με τα χρώματα κι όλο ρωτάει: τάτα, θέλω άλογο, θέλεις το ποδηλατάκι σου? να σου το φέρω εγώ, δεν ξέρω τι να του πω...,
-πώς πέρασαν οι μέρες, πώς πέρασαν τα χρόνια, πώς περάσαμε μεις....
****στον πατέρα μου, σε έναν μήνα, 4 Ιουνίου 1984, όλοι είχαμε κάποτε γονείς, νομίζω, είχα τους καλλίτερους, για όσους τους γνώρισαν, γειά σου μπαμπά μου τσίφτη, ο πατέρας μου πέθανε στις 10 Ιουνίου του 1984, θα είναι 33 χρόνια δηλαδή, στις 10.30 το βράδυ, φωνάξανε, πήγα, βγήκα, κατεβαίνοντας τα πολλά σκαλιά η μητέρα μου μονολόγησε "τόσο ήταν το καντήλι σου πια", μετά όλα ήσαν γενναία, σε μία γενναία οικογένεια, αντέξαμε, τώρα, αντέχουμε να θυμόμαστε****
******όλα ξεκίνησαν κείνη την 4 Ιούνη, έπαιζε χαρτιά και κατέρρευσε, τόσο αθώα είμασταν αλλού, θυμάμαι τον Μάκη στα σκαλιά, η μηχανή του έναντι της δικής μου, η Ζωρζέττα κι ο Ντίνος πατητά, ο άθλος του Ντίνου, σε λιγώτερο από τρεις ώρες μέσα από τα βουνά, η μάνα μες την Εντατική, διάβαζε όλες τις αναλύσεις ψύχραιμα, τις ανέλυε και πρότεινε λύσεις, τις καλλίτερες είπαν μετά, ρημαγμένη, η ψυχραιμία, είμασταν τόσο νέοι, τώρα, ξέρουμε, οι δικοί μου, ο Ντίνος κι η Ζωρζέττα, όταν έμαθε η Ζωρζέττα για το ποδηλατάκι (στο Κονγκό από γράμματα της μάνας δηλαδή), έγραψε: "αφήστε ήσυχο το παιδί" ήξερε, το τελευταίο ασημένιο της κρεμάστηκε στο αυτοκίνητο τις προάλλες, έτσι, δεν είμαστε σπορά της μοίρας, θεία, ξέρεις εσύ πού στο καλό είναι το ποδηλατάκι μου, διότι οι άλλοι πεθάναν (κι εσύ δηλαδή, αλλά ήσουν σοφή), θεία, μήπως ξέρεις εσύ πού είναι το ποδήλατό μου? με έμαθες διαίρεση, μήπως ξέρεις πού να βρώ το ποδήλατό μου? θυμάσαι που κείνον τον Μάη με το ευγενικό πρόσχημα για τη νέα μηχανή του Μακουλιού, τι γέλια στις δοκιμές, ήρθατε με τον Ντίνο για να μην είμαι μόνη μου (δεν θα ήμουν ποτέ αλλά...) και πήγαμε στις θάλασσες εσείς φοράγατε μαύρα και στο παιδί βάλαμε άσπρα, δεν ήταν και τα πιο χαρούμενα γενέθλια αλλά τα τριαντάφυλλα ήταν κομμένα από τα χέρια σου, κάτασπρα. Κι είπα στον Ντίνο να μην ξαναπεί ποτέ πια τον κυρ' Αντώνη, έσπασα την κιθάρα και δεν συνοδεύω κανέναν πια.-Θεία, θυμάσαι που ήταν 7 το πρωί, έλα, πες, πού είναι το ποδηλατάκι μου? αφού εσύ ξέρεις, πες το πια!!!!