30/3/17

πες η ηλικία, προχωρημένη, πες η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έχω αρχίσει να κουράζομαι για τα απλούστερα "κεκτημένα".

Αν κάποια χάρηκε που η Λισπέκτορ βρήκε κι άλλους αποδέκτες είναι σαφώς η πρώτη που την γνώρισε ελληνιστί έστω και σε ελάχιστο αναγνωστικό κοινό. Υπήρξα και έτσι θα πεθάνω, της ίδιας γνώμης: "αφήστε όλα τα λουλούδια ν' ανθίσουν", να ανθίσουν χωρίς καταπάτηση δικαιωμάτων όσων τα φύτεψαν όμως, ή όχι? Θα έχω ακράδαντα την  ίδια γνώμη: "θέλω να δω όλα τα έργα της Κλαρίσε Λισπέκτορ μεταφρασμένα στα Ελληνικά", γιατί? διότι όλα, μα όλα της τα έργα, είναι σπουδαία. Αν τύχει και μεταφράσω κι εγώ κάποια, τι σημασία να έχει? σε καλά χέρια να πέσει κι αυτό αρκεί -της το είχα, εξάλλου, υποσχεθεί-.

στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένα αποσπάσματα από το Επίμετρο που έχω υπογράψει, του οποίου τα συγγραφικά δικαιώματα διατηρώ καθώς και κάποια κομμάτια από το πρώτο μεταφρασμένο Ελληνικά έργο της "Κοντά στην άγρια καρδιά", του οποίου τα δικαιώματα ομοίως διατηρώ:


-Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1920 και πέθανε στο Ρίου ντε Ζανέιρου στις 9 Δεκεμβρίου 1977. Θεωρείται μία από τις κύριες εκπροσώπους του μοντερνισμού -και για ορισμένους του μεταμοντερνισμού- στη βραζιλιάνικη λογοτεχνία και μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του εικοστού αιώνα, παγκοσμίως.
-Με το «Κοντά στην άγρια καρδιά», το πρώτο της μυθιστόρημα, χάραξε καινότροπους και μοναχικούς δρόμους στη βραζιλιάνικη πρόζα. «Δεν γράφει κανένας όπως εκείνη, εκείνη γράφει όπως κανένας».

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Ο γάμος

Η Ζουάνα θυμήθηκε ξαφνικά, απροειδοποίητα, εκείνη όρθια, ψηλά στη σκάλα. Δεν θυμόταν να είχε σταθεί ποτέ στο πάνω μέρος μιας σκάλας, κοιτάζοντας προς τα κάτω, κατά κείνον τον κόσμο, μες στο σατέν, με μεγάλες βεντάλιες. Πολύ πιθανόν να μην είχε ζήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Οι βεντάλιες, για παράδειγμα, δεν είχαν συνεκτικότητα στη μνήμη της. Αν ήθελε να τις σκεφτεί, δεν θα έβλεπε στην πραγματικότητα βεντάλιες, αλλά λαμπερούς λεκέδες να κολυμπάνε από τη μεριά στην άλλη ανάμεσα σε λέξεις στα γαλλικά, που μουρμουρίζανε προσεκτικά σφιγμένα χείλη,  τεντωμένα προς τα μπρος, σαν φιλί σταλμένο από μακριά. Η βεντάλια ξεκίναγε σαν βεντάλια και κατέληγε στις λέξεις στα γαλλικά. Παράλογο. Ψέματα ήταν, λοιπόν.
(..)
Παρέμεινε περιμένοντας δίπλα στη βιβλιοθήκη, είχε πάει να ψάξει...Τι; Χαμήλωσε το κεφάλι χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον. Τι; Φρόντισε να βρει διασκεδαστική εκείνη την εντύπωση, ότι στο κέντρο του κεφαλιού υπήρχε τώρα μια τρύπα, ένα μέρος απ’ όπου είχαν αφαιρέσει την ιδέα του τι είχε πάει να ψάξει.
         Έγειρε λίγο κατά την πόρτα και ρώτησε με δυνατή φωνή και τα  μάτια κλειστά:
         -Τι ήθελες Οτάβιου;
         -Το βιβλίο του Δημοσίου Δικαίου, είπε ο Οτάβιου και πριν να συγκεντρώσει και πάλι την προσοχή του στο τετράδιο, της έριξε μια γοργή, έκπληκτη ματιά.
Του πήγε το βιβλίο, απούσα, με νωχελικές κινήσεις. Ο Οτάβιου περίμενε με το χέρι απλωμένο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Παρέμεινε ένα λεπτό με το βιβλίο τεντωμένο σε μικρή απόσταση από κείνον. Ο Οτάβιου δεν πρόσεξε την καθυστέρηση και με μια μικρή κίνηση των ώμων, η Ζουάνα του το ‘βαλε ανάμεσα στα δάχτυλα.
Μισόκατσε σε μια καρέκλα δίπλα του, σα να έπρεπε να σηκωθεί στη στιγμή. Σαν πέρασαν μερικά λεπτά, βλέποντας πως δεν είχε συμβεί τίποτα, ακούμπησε την πλάτη της στη ράχη του καθίσματος κι αφέθηκε να χαλαρώσει, με τα μάτια άδεια, χωρίς να σκέφτεται.
         Ο Οτάβιου συνέχισε με το Δημόσιο Δίκαιο, σταματώντας σε κάποια γραμμή και μετά, ανυπόμονα, έτρωγε το νύχι του και, παράλληλα, γύριζε γρήγορα σελίδες. Μέχρι να ξανασταματήσει, αφηρημένος, περνώντας τη γλώσσα από την άκρη των δοντιών, ενώ με το ένα του χέρι χτένιζε με τρυφερότητα τις τρίχες των φρυδιών. Μια λέξη τον ακινητοποίησε, έμεινε με το χέρι στον αέρα και το στόμα ανοιχτό σαν νεκρό ψάρι. Ξαφνικά, παραμέρισε το βιβλίο απότομα. Με λαμπερό και θριαμβευτικό βλέμμα έγραψε βιαστικά στο τετράδιο, σταματώντας μια στιγμή για ν’ ανασάνει θορυβωδώς και, με μια κίνηση που την έκανε να πεταχτεί απάνω, χτύπησε τα δόντια του με τη γροθιά του.
Τι ζώον, αναλογίσθηκε η Ζουάνα. Ο Οτάβιου σταμάτησε να γράφει και την κοίταξε τρομοκρατημένος λες κι η Ζουάνα του ‘χε κάνει κάτι. Η Ζουάνα εξακολούθησε να τον κοιτάζει αδύναμα κι ο Οτάβιου κουνήθηκε λιγάκι στην καρέκλα, αναλογιζόμενος απλώς ότι δεν ήταν μόνος του. Χαμογέλασε δειλά και δυστυχισμένα και της άπλωσε το χέρι πάνω από το τραπέζι. Η Ζουάνα ξεκόλλησε την πλάτη της από τη ράχη της καρέκλας και του πρόσφερε την άκρη των δαχτύλων της. Ο Οτάβιου τα πίεσε βιαστικά, χαμογελώντας κι έπειτα, πριν καλά-καλά βρει χρόνο να τραβήξει το χέρι της, αυτός επέστρεψε και πάλι ορμητικά στο τετράδιο με τη μούρη χωμένη μέσα του, γράφοντας με το μολύβι στο χέρι.
*-σημ: ο τότε, και πάντοτε ως σήμερα, άριστος, αλλά με ξένα για μένα κριτήρια, επιμελητής του βιβλίου, "γύρισε" όλα τα σαν σε σα, έβαλα τις φωνές, του είχα ήδη πει πως επιμέλεια είχα καλά κάνει και δεν χρειαζόταν να πειράξει ένα "και" διότι θα διαταρασσόταν η δομή και η αρμονία των φράσεων, εφόσον αυτό είναι ένα κείμενο που πατάει στιβαρά στη μουσική και στις αρμονικές της -το σαν, ποτέ δεν χάνει το ν, τα επανέφερε και τελικώς πολλά μείναν ορφανά, λυπάμαι για την έντυπη έκδοση και τα άλλα λίγα της λάθη που βρέθηκαν...

**από το Πρώτο μέρος:


         Ο ήλιος κουνιόταν στο ηλιοβασίλεμα, εκεί έξω, στα πράσινα κλαριά των δέντρων. Τα περιστέρια είχαν το ελεύθερο να κουτσουλίζουν το έδαφος. Πότε-πότε έφτανε ως την αίθουσα το αεράκι κι η σιωπή από την αυλή του διαλείμματος. Φαίνονταν τότε όλα πιο ανάλαφρα, η φωνή της δασκάλας κυμάτιζε σαν λευκή σημαία.
                  --Κι από τότε κι αυτός κι όλη του η οικογένεια ζήσαν ευτυχισμένοι κι εμείς καλύτερα.
                  — Σιωπή. Τα δέντρα νανουρίζονταν στο εξοχικό, ήταν μια μέρα καλοκαιριού.
                  – Να γράψετε μια περίληψη αυτής της ιστορίας για το επόμενο μάθημα.
                  Ακόμα βυθισμένες στο διήγημα, οι πιτσιρίκες κινούνταν αργά, με μάτια γελαστά, στόματα χαμογελαστά.

                  - Τι κερδίζουμε όταν ήμαστε ευτυχισμένοι; Η φωνή της ήταν καθαρή και λεπτή.  Η δασκάλα κοίταξε κατά τη μεριά της Ζουάνας.
                  --Επανάλαβε την ερώτηση…
                  Σιωπή. Η δασκάλα χαμογέλασε ενώ στοίβαζε τα βιβλία της.
                  --Κάνε πάλι την ερώτηση, Ζουάνα, δεν σε άκουσα.
                   --Ήθελα να μάθω τι συμβαίνει αφού γίνουμε ευτυχισμένοι.  Τι γίνεται μετά;  Επανέλαβε το κορίτσι πεισματάρικα.
                  Η δασκάλα έδειχνε ξαφνιασμένη.
                  --Τι ιδέα είναι αυτή!  Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, άντε από ‘κει, τι ιδέα κι αυτή!  Για κάνε την ίδια ερώτηση με άλλες λέξεις, έλα…
                  --Να είμαστε ευτυχισμένοι για να πετύχουμε τι πράγμα;
                  Η δασκάλα κοκκίνισε, δε θα ήταν σε θέση να πει γιατί κοκκίνιζε. Κατάλαβε πως όλη η τάξη κρεμόταν από τα χείλη της κι έβγαλε την πιτσιρικαρία διάλειμμα.
                  Ο επιστάτης ήρθε να φωνάξει τη μικρή να πάει στο γραφείο.  Η δασκάλα ήταν εκεί.
                  --Κάτσε…Έπαιξες πολύ;
                  --Λιγάκι…
                  --Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
                  --Δεν ξέρω
                  --Καλά.  Να σου πω, έχω κι εγώ μια ιδέα, κοκκίνισε.
                  --Πάρε ένα κομμάτι χαρτί και γράψε αυτή την ερώτηση που μου έκανες σήμερα και φύλαξέ το για πολύ καιρό. Όταν θα είσαι μεγάλη, ξαναδιάβαστην. Ποιος ξέρει;  Ίσως μια μέρα να μπορέσεις να δώσεις εσύ την απάντηση κατά κάποιον τρόπο… Έχασε το σοβαρό της ύφος, κοκκίνισε. Μπορεί να σκεφτείς τότε ότι αυτό δεν έχει σημασία, ή τουλάχιστον, να διασκεδάσεις με…
                  --Όχι.
                  --Τι όχι; Ρώτησε έκπληκτη η δασκάλα.
                  --Δεν μ’ αρέσει να διασκεδάζω, είπε η Ζουάνα με περηφάνεια.
                  Η δασκάλα ξανακοκκίνισε.
                  --Έχει καλώς, άντε να παίξεις.
                  Όταν η Ζουάνα  είχε φτάσει χοροπηδώντας στην πόρτα, η δασκάλα την ξαναφώναξε’ αυτή τη φορά είχε κοκκινίσει μέχρι τ’ αυτιά, με τα μάτια χαμηλωμένα και τακτοποιώντας τα χαρτιά που είχε πάνω στο τραπέζι:
                  --Δεν σου φάνηκε παράξενο...ή καλύτερα δεν σου προξένησε έκπληξη που σου είπα να γράψεις αυτή την ερώτηση και να την φυλάξεις;
                  --Όχι –έκανε η Ζουάνα.
                  Και γύρισε στην αυλή.

(...)

© δικαιώματα κατοχυρωμένα ΑΡ

γιατί έτσι...



Hadjidakis-Fleury Dadonaki: I love you - Σ' αγαπώ

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σέν...