16/1/17

5η μέρα

Δυό-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν

Το Ναύπλιο δεν είναι πόλη
ξυράφι είναι
αν σε ξυραφίσει
καμιά πλαστική δεν πιάνει.
Το όνομα ήταν αυτό
«Ανάπλι» έφθασε τα τελευταία 20 περίπου χρόνια,
σηματοδότηση για  εγγεγραμμένη αλλά έλλογα χειρίσιμη νοσταλγία
(η νοσταλγία είναι κατώτατο στάδιο μετάθεσης)
υποδηλώνοντας υποδορίως πως «παλιώσαμε» κι εμείς.
Το πατρικό κατέρρεε περιφανώς στον κεντρικό δρόμο, στο «έμπα» της πόλης
στιβαρή η επιμονή διαβίωσης εκεί-οι αναφορές ισχνές,
αδιάφορη η μακροημέρευση του-.

«Εν Ναυπλίω τη….» με στυλογράφο
ουρανί ανοιχτό, μακρύ και λεπτό, το μαύρο καπάκι μασημένο στα δόντια
-5 στο κουτί του παντοπωλείου-
ό,τι επιστρέφει μια θύμηση από το Δημοτικό
με τους  χάρτες της Γεωγραφίας σε έναν μαυροπίνακα ταλαιπωρημένο και φτενό.

Το Ναύπλιο δεν είναι η σημερινή πόλη
ούτε η αλλοτινή
είναι ζωές από παιδιά που δεν εισέπρατταν τον περίγυρο
παρά μόνο από απόσταση και αμυδρά
τα παιδιά είναι πάντα συγκεντρωμένα στα δικά τους βιώματα
οι χώροι δεν τα αφορούν
τα χρώματα περάσαν στον ακάθεκτο τόνο γκρίζου ανοιχτού


(ενότητα υπό διαμόρφωσιν)



στα τραπεζάκια του Κατσίγιαννη, στην Παραλία με βάθος το Μπούρτζι
-δεν ζει κανείς από αυτούς πια, εκτός από την 1η από αριστερά κυρία, στο κέντρο καθιστή η κυρία Άρσα Καρώνη, μόνη ποτοποιοία στην ευρύτερη περιοχή ως πρόσφατα, στο βάθος, η λεπτή κυρία με το αιώνιο τσιγάρο της, η κυρία Καίτη Στάικου,στον Νομίατρο σύζυγό της, για πάνω από 40 χρόνια,  οφείλει ξύμπασα η νεολαία της Αργολίδας τα εμβόλιά της και τις παστίλιες Seibin ωραίες σαν καραμελίτσες για την φυματίωση, τέλος της δεκαετίας του '60-.

1 χρόνος = κανένας

Σε ψάχναμε από τις 6 το απόγευμα, είχαμε μιλήσει το μεσημέρι κι είσουν καλά, τρόπος του λέγειν, πλην, καλά. Κι ύστερα η κατραπακιά, λογικά μ...