Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ
Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου
τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου
τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου
-Δὲν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε
τό ῾ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους
τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει
τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει
τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου
γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους
μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ
(συλλογή Το σκεύος 1971, Κέδρος)
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια τηςοἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της
(από τη συλλογή Παραλογαίς, 1948 )
ΗΣΥΧΑΣΤΕ
Πρωὶ πρωὶ καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι μου,εἶδα τὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου μου.
«Τὸν ἀγαπημένο μας φίλο...» ἔγραφε.
Ὥστε λοιπὸν δὲν εἶχα συγγενεῖς.
Πῆρα γρήγορα ἕνα ταξὶ κι ἀνέβηκα στὴν Κηφισιά.
Σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο ὑπῆρχαν τεράστια πανὼ ποὺ
γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στὴν Κηφισιὰ εἶχα ραντεβοὺ μὲ τὸν Διάβολο.
Καθόταν σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ μὲ μία μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τὰ ροῦχα του.
-Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα.
-Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό.
-Ἡσυχάστε
-Ἡσυχάστε
-Ἡσυχάστε
(από τη συλλογή Καταβύθιση, 1990)