Παίζοντας με το τιμόνι
Και όλα
και τίποτα
στο
χαλαρωμένο σκοινί
Το κάτω
του γκρεμού
θα
κλείσει τις ρηγματωσιές
θα βγάλει
ανθάκια
πουρνάρια
και θάμνους.
Και όλα
και τίποτα
στο
χείλος μου.
Έκανα
αναστροφή
Όταν περνούν οι γερανοί
Όταν
περνούν οι γερανοί
γυρίζεις.
Όταν
περνούν οι γερανοί
σε
συναντάω.
Σαν
φανεί ένα σπουργιτάκι στην βεράντα μου
σε
βλέπω.
Κόβεις
βολτίτσες
από βήμα σε βήμα
από
φυτό σε φυτό.
Όταν
περνούν οι γερανοί
σε χαιρετάω
Στέλνω
το σπουργιτάκι
Με
μήνυμα.
Εύχομαι
ν’ αντέξει.
Μηδέν άγαν
Ποτέ να μην μου κοπούν
τα χέρια από τους αρμούς
όταν τα έχω
υψωμένα σε ικεσία
διαθέτω κι εγώ ματσέτε.
Ποτέ να μην μαθευτούν
λεπτομέρειες
της λεηλασίας.
Μηδέν άγαν
των γιατί
και των διότι
Ποιούς αφορούν εξάλλου?
Ο σκαντζόχοιρος
έχει χίλια αγκάθια
ένα να σε ματώσει,
τι να σου κάνουν τα
αντίδοτα...
Μου 'μαθαν
να μην περπατάω
απαλά,
μου 'μαθαν
να μην περπατάω
βαριά,
μου 'μαθαν
να προσέχω
πού περπατάω.
Να περπατάω
δεν μου 'μαθαν.
Στο πουθενά
έμαθα να περπατάω
\από μόνη μου.-
ΚΙΤΡΙΝΟ
Το κίτρινο
δεν ήταν ποτέ
το δικό μου χρώμα
Πολύ χτυπητό
για την αδύναμη
όρασή μου
Πολύ
πολύ για το άπλωμα
των χεριών μου.
Το κίτρινο
δεν ήταν ποτέ
το δικό μου χρώμα.
Γιατί σ' αγάπησα
μες στα κίτρινα κρίνα;
Γιατί σε σκέφτομαι
μες
σε κίτρινα σύννεφα;
Το κίτρινο
δεν ήταν ποτέ
το δικό μου χρώμα.
τα ραγίσματα/
στο τσάκισμα
του ενός καί μόνο καιρού/
του εαυτού
et in Arcadia sumum.
στο τσάκισμα
του ενός καί μόνο καιρού/
του εαυτού
et in Arcadia sumum.
17 χρόνια
Είμαι 17 χρονώ
στα μάτια σου
και 40 και 50 και 60.
Είμαι εσύ
στα μάτια σου,
με τα μακριά,
σκουρομελάχροινα μέλη,
αψεγάδιαστα στη
γύμνια τους
νευρώδη στην αφή.
Με τα φιλιά της
σαμπάνιας
πιωμένα
απ´τις φλόγες που
τριζοβολούν
και πνίγουν τις νότες
στις ανάσες μας
ανάμεσα στο εσένα
και το εμένα.
Είμαι 17 χρονώ
στην υγειά μας
με το πρόσωπο
Ήμουν 17 χρονώ
όταν οι χιονένιες
νιφάδες
σκεπάζαν τη χλόη του κήπου κι έλεγες:
«θα χτιστώ στο τζάκι
να μ’ έχεις για
πάντα».
Ήμουν 17 χρονώ
σαν γέλαγες πάνω μου
και μ’ έστηνες
ολόκληρη
στο άγαλμά σου.
Μια νύχτα,
το τζάκι τινάχτηκε
στον αέρα.
Μετακόμισα σε άλλα
μάτια.